THEPOWERGAME
Το 2022 η ελληνική οικονομία βρέθηκε εκ νέου αντιμέτωπη με μια σειρά «εξωγενών αρνητικών επιδράσεων», όπως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η συνεπακόλουθη πληθωριστική έκρηξη τιμών ενέργειας και αγροτικών προϊόντων, η πολιτική μηδενικού covid στην Κίνα και η αναπόφευκτη διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων, καθώς και η διεύρυνση της ρήξης μεταξύ αμερικανικού και κινεζικού πολιτικού κατεστημένου, γεγονός που αργά αλλά σταθερά αποτελεί ολοένα και μεγαλύτερη τροχοπέδη στην περαιτέρω διεύρυνση της παγκοσμιοποίησης.
Απέναντι, λοιπόν, στις σημερινές προκλήσεις των ταραγμένων αυτών καιρών, η ελληνική οικονομία συνέχισε απτόητη την προσπάθεια ανάκαμψής της, εκπλήσσοντας τη συντριπτική πλειονότητα αναλυτών και οικονομολόγων. Κατά την άποψή μου, όλοι όσοι υποτίμησαν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας κατά το 2022 απέτυχαν να εκτιμήσουν ορθά τις αναπτυξιακές επιπτώσεις δύο κυρίως παραγόντων:
- πρώτον, την ισχύ της εσωτερικής ζήτησης. Καθώς οι φόβοι για την πανδημία υποχωρούν, οι Έλληνες αισθάνονται την ανάγκη να αποφορτισθούν από 2 χρόνια περιορισμένης κινητικότητας, επαναπροσανατολίζοντας τις οικογενειακές τους δαπάνες προς την κατεύθυνση των υπηρεσιών (διακοπές, διασκέδαση κ.λπ.) και δίνοντας, έτσι, σημαντική ώθηση στην εσωτερική κατανάλωση,
- δεύτερον, την εξωτερική ζήτηση, δηλαδή τον τουρισμό. Οι αρχικές μας προσδοκίες ήταν για επίπεδα τουρισμού κοντά στο 5%-7%, χαμηλότερα από τα επίπεδα ρεκόρ του 2019. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, είναι πλέον απολύτως πιθανό να πλησιάσουμε το 2019, κάτι που, χωρίς να υπολογίζουμε τις πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις, θα προσθέσει τουλάχιστον €8 δισ. στην ελληνική οικονομία.
Ωστόσο, βαδίζοντας προς το 2023, η πρόκληση για την ελληνική οικονομία είναι το πώς θα συνεχίσει τη δυναμική της πορεία, έχοντας πλέον εξαντλήσει τις «εύκολες» και «προφανείς» δεξαμενές ανάπτυξης, όπως αυτές της κατανάλωσης και του τουρισμού.
Η δύσκολη απάντηση στην προφανή αυτή ερώτηση δεν είναι άλλη από μια ανάπτυξη βασισμένη στις επενδύσεις του ιδιωτικού αλλά και δημόσιου τομέα.
Κάθε πρόβλεψη για ανάκαμψη των επενδύσεων είναι εξαιρετικά επισφαλής, καθώς ο ιδιωτικός τομέας θα αναλάβει το ρίσκο νέων επενδύσεων, όχι στο βάθος της κρίσης, αλλά μόνο εφόσον έχει βεβαιωθεί για τις θετικές προοπτικές της οικονομίας. Όσο για τον δημόσιο τομέα, αυτός θα επενδύσει μόνο υπό την προϋπόθεση ύπαρξης των αναγκαίων δημοσιονομικών πόρων.
Στη σημερινή συγκυρία και οι δύο όροι αυτοί ικανοποιούνται, καθώς έχουμε διαθέσιμους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και ταυτόχρονα έχουν προηγηθεί δύο χρόνια ισχυρότατης αναπτυξιακής δυναμικής. Στον αντίποδα, βέβαια, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της έντονα πλέον περιοριστικής επιτοκιακής πολιτικής από πλευράς ΕΚΤ, καθώς και της αναπόφευκτης αδράνειας κατά τη διάρκεια της επερχόμενης εκλογικής περιόδου.
Πέρα, όμως, από την καταγραφή της τρέχουσας συγκυρίας, θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σας σε μια σειρά από άλλες, πιο δυσδιάκριτες, αλλά πολύ ουσιαστικές δομικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην ελληνική οικονομία και οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλουν το μετά-πανδημικό προφίλ της ελληνικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα:
- Πρώτα θα ήθελα να σταθώ στην ψηφιοποίηση των δομών και λειτουργιών της ελληνικής οικονομίας. Με πρωτοπόρο το Δημόσιο και αρωγούς τον τραπεζικό κλάδο και τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι ψηφιακές υπηρεσίες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση και αποδοχή στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.
- Ταυτόχρονα, βλέπουμε την ταχύτατη ανάπτυξη μιας νέας «σκηνής» start up εταιρειών, οι οποίες όχι μόνο αναπτύσσονται, αλλά προσελκύουν το ενδιαφέρον παγκόσμιων τεχνολογικών κολοσσών.
- Τέλος, παρατηρώ ότι το ισοζύγιο της ελληνικής επιχειρηματικότητας έχει αρχίσει να γέρνει προς την επικράτηση μεγάλων επιχειρηματικών σχημάτων. Χωρίς να υποτιμώ τη συνεισφορά των ΜμΕ στην ελληνική παραγωγή και απασχόληση, τα τελευταία χρόνια παρακολουθώ τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, σε όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, να επιταχύνουν το βήμα τους, να γίνονται πιο καινοτόμες και εξωστρεφείς και να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τον διεθνή ανταγωνισμό.