THEPOWERGAME
Φρέναραν οι πληρωμές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), αν δεν σταμάτησαν εντελώς. Τα αιτήματα πληρωμών συσσωρεύονται στο υπουργείο Ανάπτυξης, αλλά πολύ λίγα από αυτά ικανοποιούνται. Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Ανάπτυξης, τα μόνα αιτήματα που ικανοποιούνται αφορούν αιτήματα μισθοδοσίας, κάλυψης λειτουργικών εξόδων και των έργων εκείνων που υπάγονται στον κανόνα του ν+3 του ΕΣΠΑ για τα οποία υπάρχει ο κίνδυνος απώλειας πόρων.
Επίσης, όπως αναφέρεται με νόημα, πληρώνονται τα αιτήματα εκείνα που έχουν κοινωνικό και πολιτικό πρόσημο. Παραδείγματος χάριν οι αγροτικές αποζημιώσεις όπως είναι για παράδειγμα η εξισωτική αποζημίωση του ΟΠΕΚΕΠΕ κ.λπ.
Το «πάγωμα» των καταβολών είναι και διαχειριστικό θέμα. Τα αιτήματα πληρωμών είναι πάρα πολλά και κατά συνέπεια οι υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης αδυνατούν να ανταποκριθούν. «Σε όλους λέμε να φέρνουν πληρωμές Νοέμβριο και όχι Δεκέμβριο», παραδέχεται στέλεχος του υπουργείου Ανάπτυξης. «Κάθε χρόνο», προσθέτει, «το λέμε στα διάφορα υπουργεία, και κάθε χρόνο μας φέρνουν αιτήματα πληρωμών μέσα στο Δεκέμβριο».
Πολλές φορές μάλιστα φτάνουν αιτήματα ακόμη και παραμονές Χριστουγέννων. Το αποτέλεσμα είναι αμέτρητες υποβολές για αιτήματα πληρωμών τις τελευταίες εβδομάδες του έτους, των οποίων ο αριθμός και η αξία δεν προσδιορίζεται.
Ο δεύτερος και πιο σημαντικός λόγος που φρέναραν οι αποπληρωμές, έχει να κάνει με την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Το οικονομικό επιτελείο ελέγχει το ύψος των δαπανών που γίνονται στο ΠΔΕ έτσι ώστε να κλείσει η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2022 με ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 1,7%. Η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο δίνουν τεράστια σημασία στην ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού καθώς αυτή θα είναι κρίσιμή για την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας.
Έτσι όλα εξαρτώνται από το επίπεδο του ελλείμματος που έχει επιτευχθεί. Κι επειδή είναι κάτι που δεν ελέγχεται με ακρίβεια, αν αυτό εμφανιστεί ασφαλές, δηλαδή αρκετά χαμηλότερα από το 1,7% του ΑΕΠ που προβλέπει ο προϋπολογισμός, τότε το ΠΔΕ μπορεί να πραγματοποιήσει επιπλέον πληρωμές μέσα στο χρόνο. Σε άλλη περίπτωση θα κλείσει εντελώς και τα όποια αιτήματα πληρωμών θα ικανοποιηθούν μετά την 1η Ιανουαρίου 2023.
Καλά ενημερωμένες πηγές αναφέρουν ότι λεφτά υπάρχουν. Χαρακτηρίζουν δε ως λογιστικό το πρόβλημα καθώς δεν τίθεται θέμα αθέτησης των πληρωμών, αλλά καθυστέρησης. «Ότι δεν θα πληρωθεί μέχρι την Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου, θα πληρωθεί μέσα στις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου», παραδέχεται στέλεχος του υπουργείου Ανάπτυξης.
Το πρόβλημα έχει να κάνει κυρίως με δαπάνες του ΕΣΠΑ. Οι δαπάνες αυτές περνούν μέσα από τον προϋπολογισμό και μάλιστα πρώτα γίνονται με εθνικούς πόρους, και στη συνέχεια – και αφού πιστοποιηθεί το καλώς έχειν – καταβάλλεται η κοινοτική συμμετοχή που αντιστοιχεί περίπου στο 80% της δαπάνης.
Η καθυστέρηση φάσης που υπάρχει μεταξύ της δήλωσης μιας δαπάνης και της επιστροφής του 80% από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι ο λόγος που αναγκάζει στο τέλος του έτους το οικονομικό επιτελείο να προτεραιοποιεί τις αποπληρωμές δαπανών ΕΣΠΑ. Οι αποπληρωμές γίνονται με βάση τις δαπάνες για τις οποίες εμπρόθεσμα θα γίνει η επιστροφή της κοινοτικής συμμετοχής, έτσι ώστε να μην δημιουργηθεί «τρύπα» στον προϋπολογισμό.
Με άλλα λόγια δεν υπάρχει υπέρβαση δαπανών, αλλά ανάσχεση εσόδων. Έτσι καταγράφεται στον προϋπολογισμό η επιστροφή του 80% της δαπάνης του ΕΣΠΑ από τις Βρυξέλλες. Και για όσες δαπάνες αναγνωρίζεται ότι δεν θα πιστοποιηθούν από τις διαχειριστές αρχές του ΕΣΠΑ μέχρι 30 Δεκεμβρίου 2022, αυτές αφήνονται για αποπληρωμή μετά την αλλαγή του έτους. Συνήθως οι δαπάνες αυτές είναι αποπληρωμές μεγάλων (αλλά και μικρότερων) δημοσίων έργων και επιχορηγήσεων.
Το ΕΣΠΑ, αντιστοιχεί περίπου στο 70% του ΠΔΕ και επομένως τα μεγέθη είναι μεγάλα. Τα τελευταία χρόνια το ΠΔΕ έχει ξεπεράσει σε ύψος (χάρις και στο Ταμείο Ανάκαμψης) τα 10 δισ. ευρώ. Ξεπέρασε δηλαδή το ύψος που είχαν τα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων της περιόδου προ του 2008. Σε σχέση δε με τα προγράμματα της τελευταίας πενταετίας, το ΠΔΕ έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Φέτος και μέχρι το 2025 αναμένεται, λόγω Ταμείου Ανάκαμψης, να κινηθεί πέριξ των 12 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό κινείται σε επίπεδα ιστορικού υψηλού.