THEPOWERGAME
Η έκρηξη των τιμών ενέργειας συμπιέζει ακόμα περισσότερο τα χαμηλά περιθώρια κέρδους στον κλάδο των φαρμακαποθηκών, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει τις επενδύσεις σε σύγχρονους αποθηκευτικούς χώρους και αυτοματισμούς. Αυτή τη στιγμή οι φαρμακαποθήκες μετά βίας έχουν καθαρό κέρδος προ φόρων 2% του τζίρου τους, σύμφωνα με τον κ. Νίκο Παπάζογλου, αντιπρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Papharm. Τα λειτουργικά κόστη του κλάδου έχουν αυξηθεί συγκριτικά με την περίοδο προ ενεργειακής κρίσης κατά 20%.
Οι φαρμακαποθήκες επανήλθαν προ μηνών στην επικαιρότητα, όταν το τσεχικό επενδυτικό κεφάλαιο EMMA Capital εξαγόρασε την Profarm. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη ξένη τοποθέτηση στον κλάδο, με πολλούς να θεωρούν ότι η εξαγορά αυτή μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα. Η χονδρεμπορική αγορά φαρμάκου στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό, με τις εταιρείες να έχουν κέρδος προ φόρων 2% του τζίρου τους, εφόσον οι χώροι τους είναι ιδιόκτητοι. Αν εντάξουμε και τον παράγοντα ενοίκιο, τότε το καθαρό κέρδος που προκύπτει είναι κάτω του 2%, όπως επισημαίνει ο κ. Παπάζογλου. Η χαμηλή κερδοφορία οφείλεται στον έντονο εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ φαρμακαποθηκών, ο οποίος ωθεί πολλές φαρμακαποθήκες να κάνουν εκπτώσεις στα φαρμακεία.
H ενεργειακή κρίση έχει αυξήσει τα κόστη των φαρμακαποθηκών, διότι για τη συντήρηση των προϊόντων τους χρειάζονται αρκετό ρεύμα. Επιπλέον, αυτό έχει οδηγήσει και στην αύξηση του κόστους καυσίμων των οχημάτων που χρησιμοποιούν οι φαρμακαποθήκες για τη διανομή των προϊόντων τους, καθώς τα οχήματα είναι εξοπλισμένα με ψυγεία. Ένα ψυγείο που δουλεύει μέσα στο όχημα παίρνει 20% από την ιπποδύναμη της μηχανής, κάτι το οποίο σημαίνει αύξηση του κόστους των καυσίμων.
Το λειτουργικό κόστος έχει αυξηθεί κατά 20% συγκριτικά με την περίοδο προ ενεργειακής κρίσης. Μάλιστα, όσες φαρμακαποθήκες είχαν επενδύσει στην εγκατάσταση φυσικού αερίου, η τιμή του οποίου έχει εκτοξευθεί τον τελευταίο χρόνο, έχουν διαπιστώσει τριπλασιασμό των λειτουργικών τους εξόδων.
Οι επενδύσεις
Τα τελευταία έτη οι φαρμακαποθήκες έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις σε logistics. Κυρίως στην εφαρμογή ρομποτικών συστημάτων για τη συλλογή των προϊόντων και του προγραμματισμού αποστολής τους σε γρήγορο χρόνο, χωρίς περιθώρια λάθους. Ο κλάδος προσανατολίζεται και σε άλλου είδους επενδύσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των επιχειρήσεων, δηλαδή με το να αυτοματοποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες διαδικασίες τους, για να μειωθεί το κόστος τους. Στον αντίποδα, όμως, αυτό συνεπάγεται απώλεια θέσεων εργασίας. Αναφορικά με το ζήτημα, ο κ. Παπάζογλου ανέφερε: «Στα πλάνα της Papharm περιλαμβάνεται η τοποθέτηση ρομποτικού συστήματος, με τέτοιον τρόπο όμως που να μην απομακρυνθούν οι εργαζόμενοι. Προτιμούμε να έχουμε λιγότερη κερδοφορία, παρά να αυξήσουμε την κερδοφορία εις βάρος των εργαζομένων. Είναι η φιλοσοφία μας έτσι».
Οι μεγαλύτεροι παίκτες
Ανάμεσα στους μεγαλύτερους παίκτες του κλάδου, συγκαταλέγονται: η Κ Π ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ, η Lelos Group, ο Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών Αττικής (ΠΡΟΣΥΦΑΠΕ), η Cosmofarm, η ΣΥ.ΦΑ. Θεσσαλονίκης, η Papharm και η Profarm, η οποία εξαγοράστηκε από την EMMA Capital. Αν και τότε είχε κυκλοφορήσει πως οι Τσέχοι θα προχωρήσουν και σε άλλες κινήσεις, καθώς θεωρούν πως υπάρχουν μεγάλα περιθώρια συγκέντρωσης στην αγορά φαρμακοποθηκών, νέες πρωτοβουλίες δεν υπήρξαν, κάτι που ο κ. Παπάζογλου αποδίδει στο μικρό περιθώριο κέρδους. Για παράδειγμα, αν εντός ενός έτους «βάλουν λουκέτο» 2-3 φαρμακεία, μια φαρμακαποθήκη μπορεί να χάσει ένα εκατ. ευρώ από οφειλές.
Οι ελλείψεις φαρμάκων
Η Ελλάδα είναι η χώρα με τις φθηνότερες τιμές φαρμάκων σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Στο εξωτερικό, σε Γερμανία και Γαλλία για παράδειγμα, πωλούνται πιο ακριβά τα φάρμακα, γι’ αυτό και αποτελούν θελκτικό εξαγωγικό προορισμό. Ο βασικός λόγος για τις ελλείψεις φαρμάκων στη χώρα μας είναι οι συνεχώς αυξανόμενες «παράλληλες» εξαγωγές (parallel trade). Αρκετοί φαρμακέμποροι αγοράζουν μεγάλες ποσότητες φαρμάκων από τις φαρμακοβιομηχανίες, την πλειονότητα των οποίων (περίπου το 80%) εξάγουν, καθώς μέσω των εξαγωγών έχουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Ως αποτέλεσμα, μένουν μικρές ποσότητες φαρμάκων για την ελληνική αγορά, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στη ζήτηση, γι’ αυτό και δημιουργούνται σημαντικές ελλείψεις. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι σε πολλά φάρμακα οι φαρμακευτικές εταιρείες σταματήσαν την παραγωγή λόγω του μοντέλου χρέωσης (rebate και clawback) του Ελληνικού Δημοσίου.
Τα ηλεκτρονικά φαρμακεία ανθούν
Ο κύκλος εργασιών ισχυρών φαρμακείων στηρίζεται σήμερα στο γεγονός ότι έχουν αυξήσει αρκετά το εμπόριο των καλλυντικών, καθώς επίσης βιταμινών και συμπληρωμάτων μέσω ηλεκτρονικών καταστημάτων (e-shops). Στον αντίποδα, βέβαια, αυτό δημιουργεί πρόβλημα στην κερδοφορία των μικρών φαρμακείων (έναντι των μεγάλων), τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα δημιουργίας ενός e-shop, σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου.
Τα περισσότερα μικρά φαρμακεία δεν διαθέτουν τα απαραίτητα κεφάλαια για τη δημιουργία e-shop και κατ’ επέκταση τη δημιουργία πρόσθετων αποθηκευτικών χώρων. Επίσης, η δημιουργία e-shop προϋποθέτει την πρόσληψη παραπάνω προσωπικού, το οποίο θα αναλάβει την εξυπηρέτηση και την αποστολή των ηλεκτρονικών παραγγελιών. Αυτό μόνο ένα 3% του κλάδου το έχει καταφέρει μέχρι σήμερα, όπως επισημαίνει ο κ. Παπάζογλου.
Επιπλέον, σύμφωνα με την κ. Κυριακή Κωνσταντακοπούλου, φαρμακοποιό-οικονομολόγο Υγείας, οι τιμές των φαρμακείων e-shops είναι πολύ χαμηλότερες από αυτές των φυσικών σημείων πώλησης. Τα προϊόντα πωλούνται με τιμές μεγάλων εκπτώσεων, οι οποίες πολλές φορές ξεπερνούν και το 50%. Έτσι, στην ουσία τα φυσικά φαρμακεία αδυνατούν να ανταγωνιστούν τα ηλεκτρονικά. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι έχει διαμορφωθεί μια εσφαλμένη τιμολογιακή πολιτική, αυτή των μεγάλων εκπτώσεων στα e-shops. Σύμφωνα με την κ. Κωνσταντακοπούλου, πολλές εταιρείες με συμπληρώματα ή καλλυντικά προϊόντα κάνουν καλύτερες τιμές χονδρικής και προσφορές στα e-shops παρά στα φυσικά καταστήματα, επειδή ακολουθούν τη στροφή των καταναλωτών προς τις ηλεκτρονικές αγορές.