THEPOWERGAME
Στον πλούτο των νοικοκυριών στην Ελλάδα και πως θα εξελιχθεί φέτος εν μέσω ενεργειακής κρίσης αναφέρεται η Alpha Bank. Κλειδί η κίνηση του δολαρίου αλλά και η πτώση των αγορών, τονίζει η τράπεζα στην τακτική της έκδοση για την οικονομία.
Ειδικότερα, ο πλούτος των νοικοκυριών διακρίνεται σε χρηματοοικονομικό, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχές κ.λπ.) και σε μη χρηματοοικονομικό που προσεγγίζεται κατά κύριο λόγο με τις αξίες των ακινήτων.Ένα βασικό χαρακτηριστικό της χώρας μας είναι ότι η αναλογία της αξίας του μη χρηματοοικονομικού πλούτου στην αξία του συνολικού πλούτου είναι υψηλή.
Οπως αναφέρει η Alpha Bank η εξέλιξη της αξίας του πλούτου των νοικοκυριών στο μεταπανδημικό τοπίο και εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
O πλούτος ανά ενήλικα στην Ελλάδα -εκπεφρασμένος σε δολάρια ΗΠΑ ($)- κατέγραψε πτώση κατά 4,8% το 2021, έναντι ανόδου κατά 10,8% το 2020, σύμφωνα με Έκθεση της Credit Suisse (“Global Wealth Report 2022”, Σεπτέμβριος 2022). Τούτο, ωστόσο, αποδίδεται στην αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου, κατά το προηγούμενο έτος, καθώς, αν εξαιρεθεί η επίπτωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ο πλούτος ανά ενήλικα στην Ελλάδα κατέγραψε ετήσια άνοδο ύψους 5,2%, γεγονός που συνάδει με την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ της χώρας (8,4%).
Επιπρόσθετα, παρόμοια εικόνα παρατηρείται και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, αλλά και σε χώρες των οποίων το νόμισμα επίσης υποτιμήθηκε έναντι του δολαρίου πέρυσι, όπως η Ιαπωνία.
Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την εξέλιξη του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών
Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την εξέλιξη του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών τη διετία 2021-2022 μπορούν να διακριθούν ως εξής:
• Οι τιμές των κινητών αξιών, οι οποίες κινήθηκαν ανοδικά το 2021. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΧΑ) σημείωσε άνοδο κατά 10,4% πέρυσι. Από την έναρξη του τρέχοντος έτους, ωστόσο, οι αγορές των μετοχών έχουν υποχωρήσει αισθητά, ενώ και οι τιμές των ομολόγων έχουν μειωθεί, εξαιτίας της πολιτικής των υψηλότερων επιτοκίων που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο, με στόχο τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Ως εκ τούτου, η άνοδος του χρηματοοικονομικού πλούτου που πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο έτος ενδέχεται σε κάποιο βαθμό να έχει αντισταθμιστεί το 2022.
• Η συσσώρευση καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα από τα νοικοκυριά που διαμορφώθηκε σε 8,5 δισ. ευρώ το 2021 (άθροισμα καθαρών μηνιαίων ροών ), η οποία συνεχίστηκε εντός του τρέχοντος έτους, με το αντίστοιχο ποσό να ανέρχεται σε Ευρώ 3,1 δισ.
• Η άνοδος του δείκτη τιμών των οικιστικών ακινήτων κατά 7,5% το 2021 και 9,4% το πρώτο εξάμηνο του 2022, σε ετήσια βάση που προσαυξάνει την αξία του μη χρηματοοικονομικού πλούτου. Σημειώνεται ότι οι τιμές των οικιστικών ακινήτων παραμένουν -σε γενικές γραμμές- σε ανοδική τροχιά διεθνώς.
• Τέλος, το δολάριο ΗΠΑ συνεχίζει να ισχυροποιείται έναντι του ευρώ και άλλων νομισμάτων, όπως η βρετανική λίρα και το ιαπωνικό γιέν, απομειώνοντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων των χωρών αυτών, όταν αποτιμώνται στο αμερικανικό νόμισμα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο πλούτος ανά ενήλικα αυξήθηκε κατά 8,4% σε ετήσια βάση πέρυσι, γεγονός που αποδίδεται επίσης στην αύξηση των τιμών των χρηματοοικονομικών προϊόντων και των ακινήτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι εάν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός που καταγράφηκε το προηγούμενο έτος, ο ρυθμός ανόδου του πλούτου μετριάζεται. Ένας παράγοντας που επίσης συνέβαλε στην αύξηση του πλούτου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκοσμίως, ήταν η επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που ασκήθηκε.
Συγκεκριμένα, τα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων έναντι των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας και των αυξημένων τιμών της ενέργειας επέδρασαν θετικά στη συσσώρευση αποταμιεύσεων και η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες δημιούργησε ιδιαίτερα ευνοϊκές χρηματοοικονομικές συνθήκες.
Η τράπεζα αναλύει τα στοιχεία του πλούτου ανά ενήλικα για την Ελλάδα και επιλεγμένες οικονομίες, τους παράγοντες που επηρέασαν τον πλούτο το 2021 αλλά και τις προοπτικές για το 2022.
Επίσης απεικονίζεται η διαχρονική εξέλιξη, από το 2007 μέχρι και το 2021, του πλούτου ανά ενήλικα στην Ελλάδα και των συνιστωσών αυτού, καθώς και ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων των νοικοκυριών , τον Δεκέμβριο κάθε έτους. Ο πλούτος -που απεικονίζεται με την κόκκινη γραμμή- ορίζεται ως το σύνολο της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού και του μη χρηματοοικονομικού, από το οποίο έχει αφαιρεθεί το ιδιωτικό χρέος. Όπως παρατηρείται στο γράφημα, η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας εξασθένησε τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, ενώ, μέχρι σήμερα, δεν έχουν ανακτηθεί οι απώλειες που καταγράφηκαν. Το 2021, το επίπεδο του συνολικού πλούτου ανά ενήλικα στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε $108,3 χιλ. έναντι $113,8 χιλ. το 2020, καταγράφοντας πτώση κατά 4,8% σε ετήσια βάση. Όλες οι συνιστώσες του πλούτου (σε $) σημείωσαν αρνητική μεταβολή, στο ίδιο χρονικό διάστημα, με μεγαλύτερη αυτή του μη χρηματοοικονομικού πλούτου, η αξία του οποίου μειώθηκε κατά 6,3%. Ο χρηματοοικονομικός πλούτος σε δολάρια ΗΠΑ μειώθηκε κατά 1,4% πέρυσι και το ιδιωτικό χρέος κατά 4,7%, αντίστοιχα.
Ο πλούτος ανά ενήλικα στη χώρα μας, το 2021, ήταν σημαντικά μικρότερος σε σύγκριση με το αντίστοιχο μέγεθος των λοιπών ανεπτυγμένων οικονομιών. Επιπρόσθετα, ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην Ελλάδα, καθώς αποτελεί το 67,5% του μικτού πλούτου, δηλαδή του αθροίσματος χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου, ποσοστό που είναι το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των επιλεγμένων χωρών, μετά το αντίστοιχο της Ισπανίας (67,8%).
Η σύνθεση του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο παρουσιάζει αντίθετη εικόνα, καθώς, το 2021, το 54% του μικτού πλούτου αντιστοιχούσε στην αξία των χρηματοοικονομικών στοιχείων που κατέχουν τα νοικοκυριά.
Παράλληλα, το ιδιωτικό χρέος ανά ενήλικα στον Ελλάδα ως ποσοστό του μικτού πλούτου, διαμορφώθηκε σε 12,1% και ήταν το τρίτο υψηλότερο μετά τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ των επιλεγμένων χωρών. Τέλος, μείωση του πλούτου ανά ενήλικα (σε $) καταγράφηκε και σε άλλα κράτη της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία (-1,2%), η Ιταλία (-5,5%) και η Ισπανία (-0,7%), ενώ, αντίθετα, αυξήθηκε στις ΗΠΑ (14,6%), στον Καναδά (15,7%), στο Ηνωμένο Βασίλειο (3,3%) και -οριακά- στη Γερμανία (0,5%).
Η μείωση του πλούτου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, αποδίδεται, όπως προαναφέρθηκε, στην υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου το 2021. Συγκεκριμένα, χωρίς την επίπτωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ο πλούτος ανά ενήλικα αυξήθηκε το 2021 κατά 5,2% στην Ελλάδα, 6,1% στην Ιταλία, 10,6% στη Γαλλία και 9,7% στην Ισπανία. Στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η ετήσια άνοδος του πλούτου, απαλλαγμένου από τις συναλλαγματικές διαφορές, ήταν πιο έντονη (10% και 7,1%, αντίστοιχα), ενώ στον Καναδά, του οποίου το νόμισμα ανατιμήθηκε έναντι του δολαρίου το προηγούμενο έτος, η αντίστοιχη άνοδος ήταν πιο ήπια (11,5%).
Η διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες το 2021 και η σημαντική ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας από την πανδημική κρίση, συνέβαλαν στην άνοδο των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, ενώ, σύμφωνα με τη μελέτη της Credit Suisse, σε καμία χώρα δεν καταγράφηκε μείωση των τιμών των κατοικιών. Η άνοδος των τιμών των οικιστικών ακινήτων κυμάνθηκε από 2,5% (Ιταλία), έως και 23,2% (Καναδάς). Στις περισσότερες περιπτώσεις η άνοδος των χρηματιστηριακών αποδόσεων ήταν ακόμα πιο έντονη, κάτι που επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα, με τον δείκτη ΧΑ να έχει αυξηθεί κατά 10,4% σε ετήσια βάση, κατά το προηγούμενο έτος. Από την άλλη πλευρά, το ευρώ υποχώρησε έναντι του δολαρίου κατά 7,4% πέρυσι, το ιαπωνικό γιέν κατά 11,5%, η βρετανική λίρα κατά 1%, ενώ, αντίθετα, το δολάριο Καναδά ενισχύθηκε οριακά (0,7%).
Όσον αφορά στο 2022, υπάρχουν τόσο θετικοί όσο και αρνητικοί παράγοντες, η αλληλεπίδραση των οποίων θα καθορίσει τη μεταβολή τόσο του συνολικού πλούτου, όσο και του πλούτου ανά ενήλικα στην Ελλάδα.
Κυριότεροι θετικοί παράγοντες είναι η ισχυρή επίδοση της ελληνικής οικονομίας, καθώς το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 7,8%, το πρώτο εξάμηνο του 2022, ενώ, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, προβλέπεται να αυξηθεί κατά 5,3% για το σύνολο του έτους (Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2023). Επιπλέον, θετική αναμένεται η επίδραση από τις τιμές των κατοικιών, καθώς, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, καταγράφεται περαιτέρω αύξηση των τιμών τους, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε επιλεγμένες χώρες. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements), οι τιμές των οικιστικών ακινήτων στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 9,4% σε ετήσια βάση, το πρώτο εξάμηνο του 2022.
Επιπρόσθετα, το πρώτο εννεάμηνο του τρέχοντος έτους, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα αυξήθηκαν κατά Ευρώ 3,1 δισ.
Οι αρνητικοί παράγοντες προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, από τις αρχές του έτους, το ευρώ έχει υποχωρήσει κατά 13,5% έναντι του δολαρίου, ως απόρροια της επιθετικότερης αύξησης των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και της λειτουργίας του αμερικανικού νομίσματος ως ασφαλούς επενδυτικής τοποθέτησης (safe haven).
Επιπλέον, η άνοδος της αβεβαιότητας λόγω του πολέμου και η άνοδος των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων, ενώ ο παρατεταμένα υψηλός πληθωρισμός διαβρώνει τον πραγματικό πλούτο των νοικοκυριών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πτώση του δείκτη ΧΑ, από την αρχή του έτους, μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, ήταν πιο ήπια σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες, καθώς διαμορφώθηκε σε μόλις 0,9% έναντι 8,6% στην Ισπανία, 10,3% στη Γαλλία και 14,1% στην Ιταλία.