THEPOWERGAME
Η Allianz παρουσίασε σήμερα τη 13η έκδοση του “Global Wealth Report”, που θέτει στο μικροσκόπιο την κατάσταση του ενεργητικού και του χρέους των νοικοκυριών σε σχεδόν 60 χώρες. Σύμφωνα με την έκθεση, η περιουσία των Ελλήνων αυξήθηκε το 2021 κατά 7,5% το 2021, ακολουθώντας τον ρυθμό πλουτισμού των υπόλοιπων Ευρωπαίων.
Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρεται στην έκθεση:
Η τελευταία πράξη
Κοιτώντας πίσω, εκτιμάται ότι το 2021 μπορεί και να ήταν η τελευταία χρονιά της πάλαι ποτέ «νέας κανονικότητας», με τις ανοδικές χρηματιστηριακές αγορές να τροφοδοτούνται από τη νομισματική πολιτική. Τα νοικοκυριά επωφελήθηκαν σημαντικά: Για τρίτη συνεχή χρονιά, τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία παρουσίασαν διψήφια ανάπτυξη το 2021, αγγίζοντας τα 233 τρισεκατομμύρια ευρώ (+10,4%). Τα τελευταία τρία χρόνια, ο ιδιωτικός πλούτος αυξήθηκε κατά 60 τρισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό ισοδυναμεί με την προσθήκη δύο φορές της Ευρωζώνης στον παγκόσμιο χρηματοοικονομικό χάρτη.
Τρεις περιοχές ξεχώρισαν σε αύξηση ενεργητικού: Η περιοχή της Ασίας, εξαιρουμένης της Ιαπωνίας (+11,3%), η Ανατολική Ευρώπη (12,2%) – και η Βόρεια Αμερική (+12,5%): Όπως και τα δύο προηγούμενα χρόνια, η πλουσιότερη περιοχή του κόσμου – με ακαθάριστα κατά κεφαλήν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που ανέρχονται σε 294.240 ευρώ έναντι παγκόσμιου μέσου όρου 41.980 ευρώ – πέτυχε ρυθμούς ανάπτυξης που μοιάζουν με αυτούς αναδυόμενων αγορών. Από την άλλη, η Δυτική Ευρώπη (109.340 ευρώ) συμπεριφέρθηκε περισσότερο σαν μια ώριμη αγορά από άποψη πλούτου, με ανάπτυξη 6,7%.
Κύριος μοχλός ανάπτυξης υπήρξε η άνθηση της χρηματιστηριακής αγοράς, συνεισφέροντας περίπου στα δύο τρίτα της αύξησης του πλούτου το 2021, αναδεικνύοντας τους τίτλους ως κατηγορία περιουσιακών στοιχείων (+15,2%). Οι νέες αποταμιεύσεις παρέμειναν επίσης αυξημένες. Παρότι μειώθηκαν κατά περίπου 19% το 2021, αγγίζοντας τα 4,8 τρισεκατομμύρια ευρώ, παρέμειναν κατά 40% πάνω από το επίπεδο του 2019. Η σύνθεση των αποταμιεύσεων άλλαξε επίσης, έστω και ελάχιστα: το μερίδιο των τραπεζικών καταθέσεων μειώθηκε, αλλά με 63,2% παρέμεινε μακράν η προτιμώμενη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων για τους αποταμιευτές. Από την άλλη, οι τίτλοι καθώς και οι ασφαλίσεις και οι συντάξεις προτιμήθηκαν αυξητικά από τους αποταμιευτές, αλλά τα μερίδιά τους στις νέες αποταμιεύσεις αυτού του είδους ήταν πολύ μικρότερα, με 15,5% και 17,4%, αντίστοιχα. Αντανακλώντας αυτή τη δυναμική, οι παγκόσμιες τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν «μόνο» κατά 8,6% το 2021 – που παραμένει η δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση στην ιστορία (μετά το άλμα 12,5% το 2020). Τα περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων παρουσίασαν πολύ πιο αδύναμη ανάπτυξη, σημειώνοντας άνοδο 5,7%.
Σημείο καμπής
Το 2022 αποτελεί σημείο καμπής. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έθεσε εμπόδια στην ανάκαμψη μετά την κρίση του κορονοϊού, αλλάζοντας τα δεδομένα: Ο πληθωρισμός καλπάζει, η διαθεσιμότητα ενέργειας και τροφίμων περιορίζεται και η νομισματική σύσφιξη συμπιέζει οικονομίες και αγορές. Το ενεργητικό των νοικοκυριών θα τεθεί υπό πίεση. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία παγκοσμίως αναμένεται να μειωθούν κατά περισσότερο από 2% το 2022. Πρόκειται για την πρώτη σημαντική υποχώρηση του χρηματοοικονομικού πλούτου μετά τη Διεθνή Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008. Σε πραγματικούς όρους, τα νοικοκυριά θα χάσουν το ένα δέκατο του πλούτου τους. Όμως, σε αντίθεση με τη Διεθνή Χρηματοπιστωτική Κρίση, της οποίας ακολούθησε μια σχετικά γρήγορη ανάκαμψη, αυτή τη φορά και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές είναι μάλλον ζοφερές: Η μέση ονομαστική αύξηση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων αναμένεται να είναι 4,6% έως το 2025, σε σύγκριση με 10,4% τα τρία προηγούμενα χρόνια.
«Το 2021, μια εποχή έφτασε στο τέλος της», δήλωσε ο Ludovic Subran, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz. «Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν εξαιρετικά. Υπήρξαν έτη ευημερίας για τους περισσότερους αποταμιευτές. Όχι μόνο το 2022, αλλά και οι επόμενες χρονιές θα είναι διαφορετικές. Η κρίση του κόστους ζωής θα θέσει σε δοκιμασία το κοινωνικό συμβόλαιο. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν την τεράστια πρόκληση να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση, να εξασφαλίσουν τον πράσινο μετασχηματισμό και να τονώσουν την ανάπτυξη, ενώ η νομισματική πολιτική φρενάρει δυνατά. Δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για λάθος πολιτικές. Κλειδί για την επιτυχία είναι τα καινοτόμα και στοχευμένα μέτρα σε εθνικό επίπεδο και η ευρωπαϊκή ενότητα σε υπερεθνικό επίπεδο».
Η επιστροφή του χρέους
Στο τέλος του 2021, το χρέος των νοικοκυριών παγκοσμίως ανήλθε σε 52 τρισεκατομμύρια ευρώ. Η ετήσια αύξηση ύψους +7,6% ξεπέρασε κατά πολύ τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του +4,6% και την ανάπτυξη +5,5% του 2020. Η τελευταία φορά που σημειώθηκε υψηλότερη ανάπτυξη ήταν το 2006, πολύ πριν από τη Διεθνή Χρηματοπιστωτική Κρίση. Ωστόσο, λόγω της απότομης αύξησης του ονομαστικού προϊόντος, η αναλογία του παγκόσμιου χρέους (υποχρεώσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ) μειώθηκε ακόμη και στο 68,9% (2020: 70,5%).
Η γεωγραφική κατανομή του χρέους έχει αλλάξει σε σχέση με την τελευταία κρίση. Ενώ το μερίδιο που κατέχουν οι προηγμένες αγορές μειώνεται – το μερίδιο των ΗΠΑ, για παράδειγμα, μειώθηκε κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες στο 31% από την περίοδο της Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Κρίσης – οι αναδυόμενες οικονομίες αντιπροσωπεύουν ένα συνεχώς αυξανόμενο μέρος του παγκόσμιου χρέους, πρώτα και κύρια η Ασία (εκτός της Ιαπωνίας): το μερίδιό της υπερδιπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία στο 27,6%.
Ελλάδα: Ισχυρή ανάπτυξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ύψους 7,4%
Τα ακαθάριστα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 7,5% το 2021, ελαφρώς ταχύτερα από τον μέσο όρο της Δυτικής Ευρώπης (+6,7%) και πολύ πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 1,2% ετησίως, κατά την τελευταία δεκαετία. Η αιτία γι’ αυτές τις επιδόσεις μπορεί να αποδοθεί στους τίτλους ως κατηγορία περιουσιακών στοιχείων που παρουσίασαν αύξηση κατά 15,8%. Αν και περισσότερα από τα δύο τρίτα αυτής της αύξησης μπορούν να αποδοθούν σε ανοδικές χρηματιστηριακές αγορές, οι αλλαγές στις αποταμιευτικές συμπεριφορές παίζουν επίσης ρόλο: οι Έλληνες αποταμιευτές αύξησαν τις καθαρές εισροές τους στην κατηγορία τίτλων για τρίτη συνεχή χρονιά από -0,8 δισ. ευρώ το 2018 στα 4,4 δισ. ευρώ πέρυσι, με αποτέλεσμα η κατηγορία ν΄ ανέρχεται τρίτη σε μερίδιο του συνολικού χαρτοφυλακίου.
Ωστόσο, η ισχυρή αύξηση του χρηματοοικονομικού πλούτου του περασμένου έτους δεν οφείλεται μόνο σε κέρδη αξίας, αλλά και σε υψηλή προσπάθεια αποταμίευσης: Μετά από ένα ήδη ισχυρό προηγούμενο έτος με συνολικές καθαρές εισροές 12,9 δισ. ευρώ, οι νέες αποταμιεύσεις προστέθηκαν στα 10,5 δισ. το 2021 – σε μια μακροπρόθεσμη σύγκριση, οι αποταμιεύσεις των ελληνικών νοικοκυριών κατέγραψαν ακόμη και καθαρές εκροές -3,4 δισ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο. Πάνω από το μισό αυτού του ποσού πήγε σε τραπεζικές καταθέσεις. Κατά συνέπεια, αυτή η κατηγορία περιουσιακών στοιχείων σημείωσε ισχυρή ανάπτυξη 3,5% παρά τα μηδενικά επιτόκια. Είναι μακράν η πιο δημοφιλής μορφή αποταμίευσης στην Ελλάδα (58% του ακαθάριστου χρηματοοικονομικού ενεργητικού).
Τέλος, το ενεργητικό των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων κατέγραψε καθαρές εκροές -0,7 δισ. ευρώ και αυξήθηκε μόλις κατά 1,8%. Το μερίδιο χαρτοφυλακίου αυτής της κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων εξακολουθεί να είναι σχετικά χαμηλό με λίγο λιγότερο από 5% (μέσος όρος Δυτικής Ευρώπης: 38%).
Η αύξηση του χρέους, από την άλλη πλευρά, αυξήθηκε το 2021 κατά 3,0%. Είναι μόλις η δεύτερη φορά τα τελευταία δέκα χρόνια (μετά το 2018) που οι ιδιωτικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν. Από την κρίση του ευρώ, τα ελληνικά νοικοκυριά μειώνουν συνεχώς το χρέος τους κατά 3% ετησίως κατά μέσο όρο ή 44 δισ. ευρώ συνολικά. Κατά την περίοδο αυτή, ο δείκτης χρέους (υποχρεώσεις σε ποσοστό επί του ΑΕΠ) μειώθηκε κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες στο 61%, πολύ κάτω από τον μέσο όρο του 76% για την περιοχή.
Τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, τέλος, αυξήθηκαν κατά 10,3%. Με καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία κατά κεφαλήν 17.900 ευρώ, η Ελλάδα βρίσκεται στην 30η θέση στην κατάταξη των πλουσιότερων χωρών (κατά κεφαλήν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, βλ. πίνακα).