THEPOWERGAME
Η ισχύς και το εύρος της πληθωριστικής πίεσης στην ευρωζώνη, σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής να μειώσουν τον πληθωρισμό, ωθούν την Capital Economics να αναθεωρήσει προς τα πάνω τις προβλέψεις της για τα επιτόκια.
Πλέον προβλέπει ότι το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ θα κορυφωθεί στο 3% το 2023, παρόλο που η οικονομία θα πέσει σε ύφεση, και κοντά στο επίπεδο του 2008, το 3,25%, πριν το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η Capital Economics δεν αποκλείει μία αύξηση κατά 100 μ.β κατά τη συνεδρίαση του Οκτωβρίου και θεωρεί πως είναι εξαιρετικά πιθανό το επιτόκιο καταθέσεων θα φτάσει στο 2% τον Δεκέμβριο με την ΕΚΤ, αντί να τερματίσει εκεί τον κύκλο σύσφιξης, να αναμένεται να συνεχίσει την επιθετική σύσφιγξη. Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για αυτό, όπως τονίζει.
Ο πρώτος είναι οι προοπτικές για τον πληθωρισμό. Μια σειρά μετρήσεων του υποκείμενου πληθωρισμού έχουν φτάσει σε υψηλά ρεκόρ και οι πιέσεις στις τιμές συνεχίζουν να διευρύνονται. Επιπλέον, η ισχύς της αγοράς εργασίας υποδηλώνει ότι η αύξηση των μισθών θα επιταχυνθεί: οι δείκτες δείχνουν ότι οι ελλείψεις στην αγορά εργασίας είναι εξαιρετικά υψηλές σε σχέση με τα προηγούμενα πρότυπα. Ακόμη και αν μειωθούν οι πραγματικοί μισθοί, η αύξηση των ονομαστικών μισθών πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας θα προκαλέσει αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος των επιχειρήσεων και θα τις ενθαρρύνει να αυξήσουν περαιτέρω τις τιμές το επόμενο έτος.
Ως αποτέλεσμα, ακόμη και αφού η ΕΚΤ αναθεώρησε τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό πριν από δύο εβδομάδες, η Capital Economics εξακολουθεί να πιστεύει ότι η πρόβλεψη για δομικό πληθωρισμό κατά μέσο όρο στο 3,4% το επόμενο έτος και στο 2,3% το 2024 φαίνεται πολύ χαμηλή. Αντίθετα, εκτιμά ότι ο δομικός πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο κοντά στο 4,5% και στο 3,0% τα δύο έτη.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο οίκος πιστεύει ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν περισσότερο από ό,τι ανέμενε προηγουμένως είναι ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνονται όλο και πιο πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του πληθωρισμού. Ο επικεφαλής οικονομολόγος Φίλιπ Λέιν φαίνεται να ευνοεί έναν βραδύτερο ρυθμό αύξησης των επιτοκίων και σε χαμηλότερο επίπεδο, κυρίως επειδή αποδίδει το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του πληθωρισμού στις υψηλότερες τιμές της ενέργειας.
Και ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Πορτογαλίας Μάριο Σεντένο υποστήριξε την περασμένη εβδομάδα ότι η ΕΚΤ πρέπει να ενεργήσει «με όσο το δυνατόν μικρότερα βήματα». Ωστόσο, όπως τονίζει η Capital Economics, οι δύο αυτοί αξιωματούχοι αποτελούν μειοψηφία, ενώ πολλοί περισσότεροι πιέζουν για ταχεία αύξηση των επιτοκίων.
Ο οίκος αμφιβάλλει επίσης ότι μια ύφεση θα εμπόδιζε την ΕΚΤ να προχωρήσει με την σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Δεδομένου ότι οποιαδήποτε ύφεση θα οφείλεται εν μέρει σε σοκ προσφοράς και όχι σε αδύναμη ζήτηση, είναι απίθανο να μειώσει σημαντικά τις πιέσεις στις τιμές. Η Ίζαμπελ Σνάμπελ υποστήριξε επίσης ότι εάν η ΕΚΤ σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων λόγω της ύφεσης, θα έχανε την αξιοπιστία της στη μάχη κατά του πληθωρισμού.