THEPOWERGAME
Οι εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές μέχρι στιγμής έχουν αποτελέσει τα «όπλα» της αντιμετώπισης των επιπτώσεων των αυξήσεων των τιμών της ενέργειας, της εισροής προσφύγων και της αλλαγής στο μέτωπο των αμυντικών δαπανών μετά τα ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Η Goldman Sachs επικαιροποιεί συνεπώς τις δημοσιονομικές της προβλέψεις με βάση αυτά τα μέτρα για να αξιολογήσει τον χώρο της εγχώριας δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο της λιγότερο γενναιόδωρης πλέον υποστήριξη της ΕΚΤ από ό,τι κατά τη διάρκεια της κρίσης της Covid, και για να χαρτογραφήσει τις επιλογές για μια συντονισμένη ευρωπαϊκή δημοσιονομική απάντηση.
Σε μέσο όρο στις χώρες της Ευρωζώνης, τα πρόσθετα διακριτικά δημοσιονομικά μέτρα – μέτρα στήριξης των εισοδημάτων, αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, δημόσιες δαπάνες με κίνητρο την ανάγκη στήριξης προσφύγων από την Ουκρανία – θα αυξήσουν τις προβλέψεις της Goldman για το έλλειμμα για το 2022 κατά 1,1%. Πιστεύει ότι η στήριξη των εισοδημάτων και των προσφύγων θα επεκταθούν σε περίπτωση περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης.
Με αυτά τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, τα ελλείμματα του 2022 θα παραμείνουν εξαιρετικά μεγάλα, κυμαινόμενα από 5,9% του ΑΕΠ στη Γαλλία και την Ισπανία έως 6,5% στην Ιταλία και 6,7% στη Γερμανία, γεγονός που συνεπάγεται σημαντικές καθαρές εκδόσεις ομολόγων.
Επιπλέον, τα πρόσθετα διακριτικά δημοσιονομικά μέτρα χαλαρώνουν σημαντικά τη δημοσιονομική στάση (κατά περίπου 1,1%) αυξάνοντας την δημοσιονομική ώθηση το 2022 κατά 0,5%. Η ώθηση από τα μέτρα που σχετίζονται με τη σύγκρουση είναι περιορισμένη, όπως σημειώνει η Goldman Sachs, λόγω των τυπικά μικρών πολλαπλασιαστών που συνδέονται με τις φορολογικές περικοπές και τις μεταβιβάσεις. Η σταδιακή κατάργηση της στήριξης των εισοδημάτων και των προσφύγων το 2023 στο βασικό σενάριο της τράπεζας, συνεπάγεται κάπως μικρότερη, αλλά ακόμα θετική δημοσιονομική ώθηση ο 2023 και το 2024.
Τα μεγαλύτερα εθνικά ελλείμματα θα αυξήσουν ωστόσο το χρέος των χωρών, όπως επισημαίνει η Goldman, δίνοντας έτσι εκ νέου έμφαση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ειδικά για τις δημοσιονομικά ευάλωτες χώρες όπως η Ιταλία, σε ένα πλαίσιο πιθανής ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Από αυτή την άποψη, εξετάζει διάφορα σενάρια για να αξιολογήσει τον αντίκτυπο των νέων μέτρων στο χρέος.
Στο βασικό σενάριο – υποθέτοντας ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα παραμείνουν υψηλές μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2023 – τα νέα δημοσιονομικά μέτρα που σχετίζονται με τον πόλεμο αυξάνουν τα πρωτογενή ελλείμματα ανάλογα με την πτώση της ανάπτυξης, διατηρώντας έτσι το δημόσιο χρέος σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (περίπου 150% του ΑΕΠ έως το 2023 στην Ιταλία για παράδειγμα).
Στο δυσμενές σενάριο – όπου οι τιμές του φυσικού αερίου παραμένουν πάνω από το όριο των 200 ευρώ/MWh μέχρι τις αρχές του 2023 – ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ιταλίας αυξάνεται, κατά μέσο όρο, κατά 8% πριν μειωθεί αργά. Η πιο εντυπωσιακή επίπτωση του ενεργειακού σοκ στο δυσμενές σενάριο, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs, είναι η απότομη αύξηση της πιθανότητας το χρέος να κινηθεί σε μια αυξανόμενη πορεία. Έτσι, η πιθανότητα ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ να ακολουθήσει επιταχυνόμενη πορεία και να γίνει μεγαλύτερος έως το 2030 αυξάνεται στο 35% σε αυτό το σενάριο.
Το μείγμα δημοσιονομικής-νομισματικής πολιτικής ως απάντηση στον πόλεμο στην Ουκρανία διαφέρει σημαντικά από την κρίση της Covid, καθώς τα κίνητρα της δημοσιονομικής πολιτικής (για τη στήριξη της ανάπτυξης) και της νομισματικής πολιτικής (για τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού) δεν ευθυγραμμίζονται εν όψει της φύσης της κρίσης στην προσφορά. Ως αποτέλεσμα, η ΕΚΤ σηματοδότησε στη συνεδρίασή της τον Μάρτιο ότι σκοπεύει να προχωρήσει στην ομαλοποίηση της πολιτικής, εκτός εάν επιδεινωθούν οι προοπτικές για τον πληθωρισμό. Ενώ η Goldman αναμένει ότι οι αγορές ομολόγων της ΕΚΤ θα διαρκέσουν έως τον Σεπτέμβριο –κάπως περισσότερο από ό,τι υπονοείται από το (αισιόδοξο) βασικό σενάριο της ΕΚΤ– οι καθαρές εκδόσεις χρέους γίνονται θετικές το 2022 σε όλα τα προβλεπόμενα σενάρια, σε έντονη αντίθεση με το 2020/21, δηλαδή δεν υπάρχει πλήρη κάλυψη από την ΕΚΤ.
Σε αυτό το πλαίσιο, καταλήγει η αμερικάνικη τράπεζα, οι συμμετέχοντες στην αγορά εστιάζουν σε μια δημοσιονομική απάντηση σε επίπεδο ΕΕ που θα συνεπαγόταν κάποια μορφή επιμερισμού κινδύνου μεταξύ χωρών υψηλού και χαμηλού δημόσιου χρέους. Αν και πιστεύει ότι μια πολιτική συμφωνία υπέρ της μεταφοράς περισσότερων κινδύνων –μέσω της επέκτασης υφιστάμενων ή νέων εργαλείων της ΕΕ– δεν είναι εκτός «τραπεζιού», μια τέτοια έκβαση θα χρειαστεί χρόνο για να υλοποιηθεί. Ως εκ τούτου, η παράταση της αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων και των κανόνων κρατικών ενισχύσεων έως το 2023 φαίνεται η πιο πιθανή απάντηση.