THEPOWERGAME
Ακόμα και στο 11,01% ενδέχεται να σκαρφαλώσει ο πληθωρισμός το 2022, σύμφωνα με το ακραίο σενάριο στο οποίο κατέληξε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Όσο για την ανάπτυξη, οι προβλέψεις κυμαίνονται μεταξύ 2,21% και 2,75%. Την ίδια ώρα, τονίζεται η ανάγκη για άμεσα και στοχευμένα μέτρα.
Οι προβλέψεις για το 2022
Ειδικότερα, όπως αναφέρει στα συμπεράσματα της νέας έκθεσής του: «Για το 2022 προβλέπουμε ρυθμό μεγέθυνσης μεταξύ 2,21% (δυσμενές σενάριο) και 2,75% (ήπιο σενάριο). Οι προβλέψεις έχουν παραχθεί με τη χρήση του οικονομετρικού υποδείγματος NIGEM εισάγοντας μια σειρά διαταραχών στο σενάριο αναφοράς που είχαμε πριν από την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία (πρόβλεψη μεγέθυνσης 3,58%). Όσον αφορά τον πληθωρισμό, το σενάριο αναφοράς προέβλεπε 6,99% και αυξάνεται 7,43% στο ήπιο σενάριο και 11,01% στο δυσμενές σενάριο.
»Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, ωστόσο μπορεί να εκληφθούν ως μια αρνητική διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού και σε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Η τελική όμως επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια της σύγκρουσης, την τελική έκβασή της και από την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, όπως διαφαίνεται, οι αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου θα μεταδοθούν στην οικονομία μέσω αρκετών καναλιών, για παράδειγμα μέσω της αύξησης του κόστους ενέργειας, του περιορισμού των εμπορικών ροών, της επιδείνωσης της εμπιστοσύνης καθώς και μέσω αναταραχών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
»Οι ανωτέρω προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα κρατήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, ενώ παράλληλα υποθέτουμε ότι δεν θα υλοποιηθεί κάποια σημαντική εγχώρια δημοσιονομική επέκταση. Προφανώς, μια πιο περιοριστική νομισματική πολιτική θα οδηγούσε σε χαμηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη ανάπτυξη, ενώ μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα ενίσχυε το ρυθμό ανάπτυξης αλλά θα επιβάρυνε περισσότερο το δημόσιο χρέος. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι δεν έχουν εξετασθεί ακραία σενάρια όπως διακοπές λειτουργίας παραγωγικών μονάδων, ή ελλείψεις στις αγορές εμπορευμάτων καθώς οι οικονομικές τους επιπτώσεις δεν μπορούν να υπολογιστούν. Με βάση τα παραπάνω αλλά και τον εξαιρετικά υψηλό βαθμό αβεβαιότητας αναφορικά με τη διάρκεια και την έκβαση του πολέμου, οι προβλέψεις είναι ενδεικτικές».
Ανάγκη για άμεσα στοχευμένα μέτρα
Όπως προαναφέρθηκε, στην έκθεση τονίζεται η ανάγκη να ληφθούν μέτρα οικονομικής στήριξης που δεν θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα και θα είναι στοχευμένα κι όχι «οριζόντια» – θα ισχύουν δηλαδή για συγκεκριμένες, ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και όχι για όλους ανεξαιρέτως του πολίτες.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ιθύνοντες του ΓΚΠΒ θεωρούν ότι το μέτρο της μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και του ΦΠΑ στα καύσιμα δεν ενδείκνυται δημοσιονομικά αλλά και δεν θα ωφελήσει αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη. «Προτεραιότητα της κυβέρνησης δεν θα πρέπει να είναι η … κίνηση των αυτοκινήτων αλλά η μείωση του κόστους ηλεκτρικού ρεύματος και της θέρμανσης για τα νοικοκυριά», επισημαίνει υψηλόβαθμο στέλεχος του ΓΚΠΒ, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη λήψης στοχευμένων και μη μόνιμων μέτρων οικονομικής στήριξης των πληττόμενων από τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.
«Η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Συνεπώς, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος», τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης του Γ.Κ.Π.Β.. Επισημαίνουν δε ότι «ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «από τα μέσα του προηγούμενου έτους η διεθνής οικονομία έχει εισέλθει σε φάση έντονων πληθωριστικών πιέσεων και ιδιαίτερα αυξημένης αβεβαιότητας και σε αυτές τις συνθήκες ήρθε να προστεθεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η οποία έχει δραματικές συνέπειες, όπως ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές στις υποδομές και το παραγωγικό δυναμικό της Ουκρανίας»
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα διευκρινίζουν οι ιθύνοντες του ΓΚΠΒ:
«Η αύξηση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων θα ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και θα επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης και τα προβλήματα θα είναι εντονότερα στην Ευρώπη όπου το μαζικό προσφυγικό κύμα, η αναθεώρηση των αμυντικών στρατηγικών και η προσπάθεια περιορισμού της εξάρτησης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας θα προκαλέσουν πρόσθετη επιβάρυνση στους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Αυτές οι έκτακτες συνθήκες δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις για τη χώρα μας. Οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού για την οικονομική μεγέθυνση του 2022 ήταν στο 3,58% πριν την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και περιορίζονται στο 2,75%, σύμφωνα με το ήπιο σενάριο προβλέψεων, και στο 2,21% στο δυσμενές σενάριο, ανάλογα με την έκταση των διαταραχών στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ωστόσο, η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια του πολέμου, την έκβασή του και την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
«Οι επιπτώσεις του πολέμου αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους). Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες. Οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δις ευρώ. Ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα. Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ.
Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Συνεπώς, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος. Κατανοούμε ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Όμως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι σε προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και έκβαση. Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής που θα ενισχύσει το κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης, θα βελτιώσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, και κατ’ επέκταση θα καταστήσει περισσότερο διαχειρίσιμες τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Διαφορετικά, αν η χώρα μας οδηγηθεί σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις».
Οι εξελίξεις το 2021
«Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2021 διαμορφώθηκε σε 8,3% από -9,0% το 2020 και το πραγματικό ΑΕΠ είναι οριακά μικρότερο από το επίπεδο του 2019 (181 δις ευρώ έναντι 183,6 δις ευρώ σε σταθερές τιμές 2015).
Το ποσοστό ανεργίας του Δεκεμβρίου 2021 (12,8%) είναι αισθητά μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (15,5%) ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (10,6 δις ευρώ) παραμένει σε ονομαστικούς όρους κοντά στο επίπεδο του 2020 αλλά σημαντικά υψηλότερο από το 2019 (2,7 δις ευρώ).
Ο πληθωρισμός με βάση των εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή συνεχίζει να αυξάνεται (6,3% τον Φεβρουάριο 2022) εξαιτίας των μεγάλων αυξήσεων στις τιμές της στέγασης (26,3%), των μεταφορών (8,8%) και των ειδών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (7,2%).
Τα ετήσια δημοσιονομικά στοιχεία του 2022 δείχνουν μια σημαντική βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος σε σχέση με το 2021, η οποία είναι της τάξης των 2,2 δις ευρώ. Με την επιφύλαξη πιθανών προσαρμογών από την πλευρά της ΕΛΣΤΑΤ, αναμένεται αισθητά μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα από την εκτίμηση του προϋπολογισμού (12,8 δις ευρώ ή 7,3% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας) εξαιτίας και της επιπρόσθετης βελτίωσης από το υψηλότερο ΑΕΠ σε σχέση με την πρόβλεψη του προϋπολογισμού (177,6 δις). Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασαν αυξητική τάση από τον Νοέμβριο του 2021, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, που όμως δείχνει να περιορίζεται από τον Φεβρουάριο 2022. Ωστόσο οι διαφορές αποδόσεων (spread) από άλλους ευρωπαϊκούς τίτλους διευρύνονται».
Πατήστε ΕΔΩ για να διαβάσετε ολόκληρη την έκθεση.