THEPOWERGAME
Η JP Morgan προβλέπει πλέον ότι η Fed θα αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια πολιτικής της τον Μάρτιο, από τον Ιούνιο που προέβλεπε πριν, και η ΕΚΤ θα ακολουθήσει αυτήν την πολιτική με ακριβώς έναν χρόνο καθυστέρηση. Όπως επισημαίνει, υπάρχουν συνήθως τρεις κύριοι δίαυλοι μέσω των οποίων η δράση της Fed σχετίζεται με τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι κεντρικές τράπεζες στη Δυτική Ευρώπη. Πρώτον, εάν η Fed ανταποκρίνεται σε οικονομικά σοκ που είναι κοινά στις ΗΠΑ και αλλού. Δεύτερον, εάν η αλλαγή πολιτικής της Fed αντανακλά μια ερμηνεία των δεδομένων ή μια αλλαγή καθεστώτος που είναι πιθανό να μοιράζονται και άλλες κεντρικές τράπεζες, που συχνά βασίζονται στην ίδια δεξαμενή ιδεών. Και τρίτον, εάν το έναυσμα της Fed για αύξηση των επιτοκίων έχει επίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, και ιδιαίτερα στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, κάτι που δημιουργεί πίεση για ανάλογες κινήσεις πολιτικής και από άλλες κεντρικές τράπεζες.
Οι νέες εκτιμήσεις πολιτικής της Fed που δίνει η αμερικάνικη τράπεζα, αντανακλούν δυνάμεις που, αν και σε περιορισμένο βαθμό, είναι κοινές και στην ΕΚΤ, όπως τονίζει. Η οικονομία της ευρωζώνης σημειώνει μερικές τάσεις ίδιες με αυτές που έχουν προκαλέσει τη σημαντική αλλαγή της πρόβλεψης της JP Morgan για το «πότε» θα ξεκινήσει τη νομισματική σύσφιξη η Fed. Η οικονομική ανάκαμψη αναμένεται να είναι ισχυρή, με το ΑΕΠ να ανακάμπτει στα προ πανδημίας επίπεδα. Το ποσοστό ανεργίας, το οποίο έχει ήδη υποχωρήσει σε νέο χαμηλό της μετά-ευρώ εποχής, αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται με ταχείς ρυθμούς. Και, τέλος, ο πληθωρισμός ξεπερνά τον στόχο της ΕΚΤ.
Έτσι, όπως προειδοποιεί η JP Morgan, ενώ μέχρι πρόσφατα ανέμενε ότι η ΕΚΤ θα πραγματοποιήσει την πρώτη αύξηση επιτοκίων το γ΄ τρίμηνο του 2023 με αύξηση 25 μονάδων βάσης, ακολουθούμενη από ετήσιο ρυθμό σύσφιξης 50 μ.β, δηλαδή με δύο αυξήσεις 25 μ.β ετησίως, αλλάζει σημαντικά τις εκτιμήσεις. Πλέον βλέπει πως η πρώτη αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ θα έρθει στο πρώτο τρίμηνο του 2023, δηλαδή σε μόλις ένα έτος από τώρα και εκτιμά πως ο ετήσιος ρυθμός αυξήσεων θα κινηθεί στις 75 μονάδες βάσης, δηλαδή τρεις αυξήσεις το 2023 της τάξης των 25 μ.β. Αυτό οδηγεί το επιτόκιο καταθέσεων στο 1% μέχρι το τέλος του 2024.
Οι προοπτικές πέρα από αυτό το διάστημα φυσικά πολύ αβέβαιες καθώς είναι πολύ μακριά στον ορίζοντα. Η ΕΚΤ είναι επίσης πιθανό να αντιμετωπίσει ορισμένους συμβιβασμούς μετά το 2024 όσον αφορά την εξισορρόπηση των περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων με μειώσεις στον ισολογισμό της και την εξέταση των επιπτώσεων περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων σε περίπτωση που η οικονομία τη ευρωζώνης είναι ευάλωτη. Συνεπώς, η JP Morgan θεωρεί ότι η ΕΚΤ θα σταματήσει τις αυξήσεις όταν το επιτόκιο φτάσει το 2%.
Οι εκτιμήσεις της JP Morgan για τις αγορές περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ δεν αλλάζουν επί της ουσίας, αλλά απλώς κινούνται ανάλογα με το πότε της πρώτης αύξησης των επιτοκίων. Δεν αναμένει καμία αλλαγή στην ανακοινωθείσα διαδρομή των αγορών υπό το APP το 2022, με αγορές 40 δισ. ευρώ ευρώ/μήνα το β’ τρίμηνο του έτους, 30 δισ. στο γ’ τρίμηνο και 20 δισ. το δ΄’ τρίμηνο. Ωστόσο, καθώς η πρώτη αύξηση των επιτοκίων τοποθετείται έως τον Μάρτιο του 2023, η ΕΚΤ θα τερματίσει τις καθαρές αγορές υπό το APP «λίγο πριν» από τον Δεκέμβριο του τρέχοντος έτους. Οι θέσεις ομολόγων που αγοράστηκαν υπό το APP θα επανεπενδύονται πλήρως για «παρατεταμένο χρονικό διάστημα» μετά από αυτό και οι θέσεις που αγοράστηκαν υπό το PEPP θα επανεπενδύονται πλήρως μέχρι «τουλάχιστον τα τέλη του 2024», όπως έχει προγραμματιστεί επί του παρόντος.
Συνεπώς, οποιαδήποτε μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ θα προέλθει κυρίως από εθελοντικές αποπληρωμές TLTRO από τις τράπεζες. Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ θα εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις επανεπενδύσεις του PEPP για τον έλεγχο των spreads εάν χρειαστεί σε κάποιες χώρες, ακόμη και αν αυτό μπορεί να προσφέρει μόνο μερική ανακούφιση και ακόμη και αν αυτό γίνει λιγότερο κατάλληλο με την πάροδο του χρόνου (από νομική και θεσμική προοπτική).
Η JP Morgan πάντως επισημαίνει πως η αύξηση των επιτοκίων νωρίτερα είναι δυνατή ακόμα και εντός του δ’ τριμήνου του τρέχοντος έτους, αλλά μόνο εάν η αύξηση των μισθών επιταχυνθεί και εάν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό επιφέρουν μια σειρά από περαιτέρω ανοδικές εκπλήξεις. Αυτό δεν αποτελεί το βασικό σενάριο της αμερικάνικης τράπεζας.
Τέλος, η JP Morgan εξετάζει του κατά πόσο η ευρωζώνη μπορεί να αντέξει υψηλότερα επιτόκια. Αυτοί οι φόβοι είναι πραγματικοί, όπως τονίζει, και οι αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ είναι πιθανό να ασκήσουν περισσότερες πιέσεις σε ευάλωτες χώρες της ευρωζώνης. Όμως, κατά την άποψή της, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος. Πρώτον, το πλαίσιο πολιτικής είναι πιο ισχυρό στη νομισματική πλευρά, συμπεριλαμβανομένης της άποψης που κυριαρχεί ότι οι αγορές περιουσιακών στοιχείων μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να χρησιμοποιηθούν με στοχευμένους τρόπους (OMT, PEPP). Δεύτερον, η επίγνωση της ζημίας που μπορεί να προκαλέσει η υπερβολικά γρήγορη δημοσιονομική σύσφιξη έχει αυξηθεί λόγω λαθών του παρελθόντος και αναμένονται οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις των δημοσιονομικών κανόνων να μειώσουν την ανάγκη για δημοσιονομική εξυγίανση. Τρίτον, σημειώνεται πρόοδος με τις μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, και οι τράπεζες έχουν γίνει πιο ανθεκτικές παρά το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων. Τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί ακόμη και να μειώσουν τις πιέσεις στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών. Τέλος, ακόμη και με τις ταχύτερες αυξήσεις, θα χρειαστούν χρόνια ώστε η ΕΚΤ να φτάσει σε ένα ουδέτερο επιτόκιο πολιτικής και να είναι ευαίσθητη η ευρωζώνης σε οποιαδήποτε αδικαιολόγητη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών στην πορεία.