THEPOWERGAME
Πριν καλά- καλά αναλάβει καθήκοντα, ο νέος και πολυσυζητημένος Γερμανός υπουργός Οικονομικών έσπευσε να… εκθειάσει την Ελλάδα και το μεταρρυθμιστικό της οίστρο, φέρνοντας την ως παράδειγμα στους… Γερμανούς.
Μήπως τελικά ο πολύς Κρίστιαν Λίντνερ, δεν είναι αυτός που περιγράφουν, ως ο «νέος Σόιμπλε»; Μήπως είναι απλώς παρεξηγημένος και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να «τσουλάει» η μηχανή της οικονομίας;
Στην Αθήνα- και όχι μόνο- δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις. Γνωρίζουν πως όταν έρθει η ώρα των τελικών συζητήσεων και αποφάσεων για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων και συνοδοιπόρος του Όλαφ Σολτς, θα είναι «απέναντι».
Γνωρίζουν, όμως, επίσης, ότι οι εποχές του «αποφασίζουμε και διατάζουμε», τα χρόνια της κυριαρχίας Σόιμπλε, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και πως σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα δεν βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, στριμωγμένη στη γωνία, όπως συνέβη τη «μαύρη» οκταετία των Μνημονίων, αλλά αναγνωρίζεται ως «next big thing» ακόμα κι από τους πιο επιθετικούς «παίκτες» της αγοράς.
Η πανδημία ανέδειξε τις αδυναμίες του Συμφώνου Σταθερότητας, που «χτίστηκε» υπό άλλες συνθήκες, αλλά και τις διορθώσεις/ τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ο πρωταρχικός στόχος της δημοσιονομικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη, χωρίς όμως να γίνεται αυτοσκοπός και πολύ περισσότερο χωρίς να υπονομεύει την αναπτυξιακή πορεία των κρατών- μελών.
Στις πρώτες πολιτικές συζητήσεις σε επίπεδο Eurogroup, καθώς και στις τεχνοκρατικές βολιδοσκοπήσεις σε επίπεδο Euroworking Group, έγινε σαφές ότι η δημοσιονομική σταθερότητα «μεταφράζεται» διαφορετικά από τους Βόρειους και διαφορετικά από τους Νότιους.
Κι αυτό που παραδέχονται και ελληνικές και ευρωπαϊκές πηγές, είναι ότι οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν στο «παρά πέντε», μετά από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις, όπως ακριβώς συνέβη με το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο Πολυετές Πλαίσιο για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δύο είναι τα βασικά σημεία, στα οποία επικεντρώνονται οι συζητήσεις και πέφτουν τα φώτα της δημοσιότητας: το όριο του ελλείμματος και το κατώφλι του χρέους, που ενεργοποιούν τις διαδικασίες μέτρων και κυρώσεων.
Ήδη, από τις ανταλλαγές κειμένων από την Κομισιόν και τον ESM, φαίνεται ότι υπάρχει διάθεση και πρόθεση, τα σημερινά όρια του 3% και 60% αντιστοίχως, να γίνουν πιο «χαλαρά», έτσι να αντιμετωπίζονται κρίσεις όπως αυτή, που εκτόξευσε τα επίπεδα χρέους σε υψηλά επίπεδα.
Ειδικά για την Ελλάδα, οι διαπραγματεύσεις έχουν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς όντας υπό την επιτήρηση του Ευρωμηχανισμού ως το 2060 που πληρώνονται οι τελευταίες δόσεις των μνημονιακών δανείων, το ζητούμενο είναι αν θα τεθούν απαιτητικοί στόχοι πλεονασμάτων με στόχο τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, ελληνικές πηγές εκτιμούν ότι οι διαπραγματεύσεις θα καταλήξουν σε στόχους απολύτως επιτεύξιμους, γύρω στο 1,5- 2%.
Συμπληρώνουν, ωστόσο, ότι η συζήτηση αυτή γίνεται σε λάθος βάση, καθώς για την Ελλάδα το ζητούμενο είναι άλλο: η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα.
Μέσα στην επόμενη 10ετία θα κινηθούν στη χώρα κεφάλαια που θα ξεπεράσουν τα 100 δισ. ευρώ, από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, τους πόρους του νέου ΕΣΠΑ και ιδιωτικό χρήμα.
Το τεράστιο αυτό «πακέτο» σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις- που εκθείασε ο Λίντνερ- δεν «κλειδώνουν» απλώς τη βιωσιμότητα του χρέους αλλά εξουδετερώνουν και τη “νάρκη” των επιδιωκόμενων πλεονασμάτων.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι μυστικό ότι αποφάσεις για καίρια ζητήματα, σε κρίσιμες στιγμές, μπορούν να ανατρέψουν δεδομένα.
Και κάπως έτσι επιστρέφουμε στις προειδοποιήσεις για το νέο Γερμανό υπουργό Οικονομικών, ο οποίος σύμφωνα με το ειδικό ενημερωτικό σημείωμα της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο, «ενδεχομένως να εμφανισθεί ως «βασιλικότερος του Βασιλέως» από τον διάσημο προκάτοχο του, Β. Σόιμπλε, τον οποίον δεν είχε διστάσει να χαρακτηρίσει ως «μαλθακό» απέναντι στον απείθαρχο Ευρωπαϊκό Νότο».
Κατά την ελληνική πρεσβεία, «θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο Λίντνερ, μετά τη χαλάρωση που επέβαλε η πανδημία, θα επιχειρήσει να επαναφέρει στο προσκήνιο τις νόρμες και το αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας, δημοσιονομικής πειθαρχίας, που επέβαλε η Γερμανία στα χρόνια του τέως υπουργού Οικονομικών Β. Σόιμπλε».
Στην ατζέντα του νέου Γερμανού υπουργού Οικονομικών δεν βρίσκονται, μόνο, οι αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και τα μηνύματα προς τον Ευρωπαϊκό Νότο.
Ο Κ. Λίντνερ ετοιμάζεται να ανοίξει μέτωπο και με την Κ. Λαγκάρντ, συντασσόμενος με τα «γεράκια» της ΕΚΤ, που απαιτούν την άρση των έκτακτων μέτρων νομισματικής πολιτικής, δηλαδή και του QE.
«Εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εγκλωβιστεί στην δημοσιονομική πολιτική των υπερχρεωμένων χωρών, θα έχει λίγα μέσα για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό», είναι η γραμμή του, σε μια συγκυρία όπου η πανδημία εξακολουθεί να σκιάζει με αβεβαιότητες την ανάκαμψη των οικονομιών, ειδικά όσων εξαρτώνται από τον τουρισμό, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Νότου.