THEPOWERGAME
Επιστολή από τις 28 Σεπτεμβρίου προς τους τραπεζίτες με την οποία τους ζητεί να ενημερώνεται για τα δάνεια που χορηγούν οι τράπεζες, αποκάλυψε μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Μάλιστα, ο υπουργός σημείωσε πως η χρηματοδότηση γέρνει προς την πλευρά των μεγάλων επιχειρήσεων, με τις μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν πρόβλημα.
Όπως είπε ο υπουργός, η εν λόγω συνεδρίαση της Επιτροπής «έπεται σχετικών συναντήσεών μου με τις Διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και φορείς της αγοράς για το ίδιο θέμα. Καθώς και σχετικών επιστολών μου προς την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, με τις οποίες ζητώ συγκεκριμένα, μηνιαία στοιχεία για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Σας προϊδεάζω ότι θα ακολουθήσουν και άλλες σχετικές πρωτοβουλίες για το συγκεκριμένο ζήτημα, με συστηματικό τρόπο, εντός και εκτός Βουλής».
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες, προκειμένου να λάβουν χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, υποχρεώνονται σε δίκαιο διαμοιρασμό των κονδυλίων με τη μορφή δανείων, ώστε να δοθεί ώθηση στην πραγματική οικονομία. Ενδεικτικό είναι ότι οι προβλέψεις για χορηγήσεις στεγαστικών δανείων μόνο για φέτος κάνουν λόγο για 900 εκατ. ευρώ.
Ο Χρήστος Σταϊκούρας, με τη σημερινή του τοποθέτηση στη Βουλή έθεσε τις εξής ερωτοαπαντήσεις:
1ο Ερώτημα: Η Κυβέρνηση ενίσχυσε τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία το προηγούμενο διάστημα;
Η απάντηση είναι θετική.
Η Κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σχεδίασε και υλοποιεί ένα ευρύ πλέγμα μέτρων στήριξης και ενίσχυσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ύψους 42,7 δισ. ευρώ, κρατώντας όρθια την κοινωνία και την οικονομία.
Μεταξύ αυτών, ενδεικτικά, είναι τα ακόλουθα:
1ον. Επιστρεπτέα προκαταβολή.
Με την υλοποίηση των 7 κύκλων του προγράμματος διοχετεύσαμε 8,3 δισ. ευρώ στην πραγματική οικονομία, και ενισχύσαμε περίπου 600.000 μοναδιαίες επιχειρήσεις, μικρού και μεσαίου μεγέθους.
2ον. Προγράμματα επιδότησης δόσεων δανείων.
Μέσω του προγράμματος «ΓΕΦΥΡΑ Ι», η διάρκεια του οποίου επεκτάθηκε για επιπλέον 3 μήνες, έχουμε διαθέσει – μέχρι στιγμής – επιδοτήσεις ύψους 200 εκατ. ευρώ περίπου σε 76.000 δικαιούχους – φυσικά πρόσωπα.
Αντίστοιχα, μέσω του προγράμματος «ΓΕΦΥΡΑ ΙI» έχουμε διαθέσει – μέχρι σήμερα – επιδοτήσεις ύψους 100 εκατ. ευρώ σε περισσότερες από 10.300 επιχειρήσεις, μικρού και μεσαίου μεγέθους.
3ον. Χρηματοδοτικά Εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Έχουν εκταμιευθεί, μέχρι σήμερα, δάνεια ύψους 7,8 δισ. ευρώ σε περίπου 34.000 επιχειρήσεις.
Εξ αυτών, το 98% είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Συνεπώς, μέσω αυτών των 3 εργαλείων, η Κυβέρνηση διοχέτευσε ρευστότητα ύψους 16,4 δισ. ευρώ στην πραγματική οικονομία, σε χρονικό διάστημα μόλις 18 μηνών.
Και δεν περιλαμβάνονται σε αυτά οι αποζημιώσεις ειδικού σκοπού, τα μειωμένα ή/και μηδενικά ενοίκια, η επιδότηση παγίων δαπανών, τα στοχευμένα προγράμματα του ΕΣΠΑ, οι αναστολές φορολογικών – ασφαλιστικών – τραπεζικών υποχρεώσεων κ.ά.
Δεν σταματάμε, όμως, μόνο σε αυτά.
Ενεργοποιούμε και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία και δράσεις, για να ενισχύσουμε περαιτέρω τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία.
1ον. Δημιουργία πλαισίου παροχής δανείων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Από το συνολικό διαθέσιμο ποσό, τα 12,7 δισ. ευρώ θα έχουν τη μορφή τραπεζικού δανεισμού.
Από αυτά, 6,7 δισ. ευρώ θα εισρεύσουν στην αγορά μέσω τραπεζικού συστήματος, 5 δισ. ευρώ μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, και 1 δισ. ευρώ μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.
Για τον σκοπό αυτό, έχει ήδη ολοκληρωθεί, από το Υπουργείο Οικονομικών, η δημόσια διαβούλευση για την επιλεξιμότητα των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, και έχει αναρτηθεί η σχετική απόφαση.
Επίσης, έχουν αναρτηθεί στη «Διαύγεια» οι 2 προσκλήσεις ενδιαφέροντος προς τα πιστωτικά ιδρύματα για την από κοινού παροχή δανείων, και έχουν ήδη υποβληθεί οι πρώτες αιτήσεις συμμετοχής.
Τέλος, το Υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη υπογράψει την επιχειρησιακή συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και αναμένεται η υπογραφή με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.
2ον. Υλοποίηση έργων του Ταμείου Ανάκαμψης που αφορούν την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Μεταξύ άλλων, αυτά αφορούν την επιτάχυνση διαδικασιών αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους, καθώς και την ίδρυση παρατηρητηρίου πιστοληπτικής επέκτασης, με στόχο την ορθή παρακολούθηση της παροχής ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
3ον. Παροχή κινήτρων για μεγέθυνση των επιχειρήσεων, ώστε να είναι, με βάση τραπεζικά κριτήρια, επιλέξιμες για χρηματοδότηση.
Έχει ήδη τεθεί σε δημόσια διαβούλευση Σχέδιο Νόμου για την προώθηση των συνενώσεων και συνεργασιών μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, με στόχο την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, τη μείωση του «κενού Φ.Π.Α.» και της αδήλωτης εργασίας, την αύξηση των επενδύσεων, και τη βελτίωση της πρoσβασιμότητάς τους στο τραπεζικό σύστημα.
4ον. Παροχή μικρο-πιστώσεων.
Το συγκεκριμένο πλαίσιο για τη χορήγηση δανείων έως 25.000 ευρώ χωρίς εξασφαλίσεις, θεσπίστηκε τον Ιούλιο του 2020.
Η αναγκαία απόφαση διαμόρφωσης προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων παροχής μικρο-πιστώσεων εκδόθηκε, από την Τράπεζα της Ελλάδος, τον Σεπτέμβριο του 2021.
Μέχρι σήμερα, έχουν υποβληθεί, και εξετάζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, 2 σχετικές αιτήσεις.
5ον. Νέο θεσμικό πλαίσιο για την ενιαία ρύθμιση οφειλών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ώστε να βελτιωθεί η προσβασιμότητά τους στο τραπεζικό σύστημα.
Έχει ήδη ενεργοποιηθεί η ηλεκτρονική πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, έχουν εισέλθει σε αυτή 37.100 οφειλέτες, και οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει την επεξεργασία των πρώτων αιτήσεων ρύθμισης οφειλών.
Παράλληλα, για την αξιολόγηση της πιστωτικής επέκτασης, έχουν αναληφθεί συγκεκριμένες πρωτοβουλίες:
1η. Σύσταση Παρατηρητηρίου Ρευστότητας.
Σκοπός του Παρατηρητηρίου, που συστάθηκε τον Δεκέμβριο του 2020, είναι η παρακολούθηση της ρευστότητας στην αγορά, αυτοτελώς, καθώς και σε συνάρτηση με την πιστωτική επέκταση.
2η. Συγκρότηση Συμβουλίου Ρευστότητας.
Έργο του Συμβουλίου, που συγκροτήθηκε επίσης τον Δεκέμβριο του 2020, είναι η υλοποίηση του αντικειμένου του Παρατηρητηρίου Ρευστότητας.
Για τον σκοπό αυτό, έχουν πραγματοποιηθεί, μέχρι σήμερα, 6 συνεδριάσεις, μετά από πρόσκληση του Υπουργού Οικονομικών, με αντικείμενο συζήτησης:
- τον προσδιορισμό των δεικτών παρακολούθησης παροχής ρευστότητας,
- τον τρόπο παροχής, επεξεργασίας και ανάλυσης των στοιχείων,
- τον τρόπο δημοσιοποίησης των στοιχείων,
- καθώς και τη διατύπωση προτάσεων για τη δημιουργία νέων χρηματοδοτικών εργαλείων παροχής ρευστότητας.
3η. Αποστολή επιστολών προς την Ελληνική Ένωση Τραπεζών.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2021, στο πλαίσιο λειτουργίας του Παρατηρητηρίου Ρευστότητας, έστειλα επιστολή με την οποία ζητώ να λαμβάνω από το τραπεζικό σύστημα, σε μηνιαία βάση, στοιχεία που να απεικονίζουν τα νέα δάνεια που χορηγεί το τραπεζικό σύστημα, από ίδια κεφάλαια, σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, εξαιρουμένων δηλαδή των δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και άλλων αναπτυξιακών φορέων, καθώς και συγχρηματοδοτούμενων χρηματοδοτικών προγραμμάτων και εργαλείων.
4η. Πραγματοποίηση συναντήσεων, με πρωτοβουλία του Υπουργού Οικονομικών, με φορείς της αγοράς και εκπροσώπους του τραπεζικού συστήματος.
Σκοπός των συναντήσεων είναι η δημιουργία διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των επιχειρήσεων και των τραπεζικών ιδρυμάτων, ώστε να αποσαφηνιστούν τα αίτια που καθιστούν έναν αριθμό επιχειρήσεων μη επιλέξιμο για τραπεζικό δανεισμό, και να βρεθούν λύσεις προκειμένου να αυξηθεί η περίμετρος των επιχειρήσεων που θα έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα.
Συνεπώς, συμπερασματικά, η Κυβέρνηση έχει χορηγήσει την απαραίτητη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, έχει δρομολογήσει τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία για την ενίσχυσή της και έχει θεσπίσει τους κατάλληλους μηχανισμούς για την παρακολούθησή της.
2ο Ερώτημα: Σε ποιες ενέργειες προέβη η Κυβέρνηση για τη δημιουργία των προϋποθέσεων ισχυρής πιστωτικής επέκτασης, μέσω των τραπεζικών ιδρυμάτων;
1ον. Στο παθητικό των τραπεζών, η αύξηση των καταθέσεων, εξαιτίας της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στη χώρα και τις οικονομικές προοπτικές της.
Το σύνολο των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 36,3 δισ. ευρώ την τελευταία διετία, επί ημερών διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ, η αύξηση των καταθέσεων, σε όρους ΑΕΠ, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ελλάδα, μετά τις ΗΠΑ.
2ον. Πάλι στο παθητικό των τραπεζών, η άντληση κεφαλαίων με εξαιρετικά χαμηλό κόστος δανεισμού, εξαιτίας της ενίσχυσης της αξιοπιστίας της χώρας, χάρη στην ασκούμενη κυβερνητική πολιτική.
Οι τράπεζες έχουν απορροφήσει από το Ευρωσύστημα, μέχρι σήμερα, κεφάλαια ύψους 47 δισ. ευρώ, με επιτόκια από -1% έως -0,5%.
Παράλληλα, απέκτησαν πλήρη πρόσβαση στις αγορές, και πέτυχαν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και εκδόσεις ομολόγων.
3ον. Στο ενεργητικό των τραπεζών, η μείωση των «κόκκινων» δανείων στα χαρτοφυλάκιά τους είναι σημαντική, εξαιτίας της υλοποίησης του Προγράμματος «ΗΡΑΚΛΗΣ».
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανήλθαν, τον Ιούνιο του 2021, στα 29,4 δισ. ευρώ, ή στο 20,3% του συνόλου των δανείων.
Πρόκειται για εντυπωσιακή μείωση, από τα 75,3 δισ. ευρώ που είχαν διαμορφωθεί, τον Ιούνιο του 2019.
Συνεπώς, συμπερασματικά, η Κυβέρνηση, με τις πολιτικές της, έχει ενισχύσει τη διαχείριση ενεργητικού – παθητικού των τραπεζικών ιδρυμάτων, δημιουργώντας – πράγματι – τις προϋποθέσεις για πιστωτική επέκταση.
3ο Ερώτημα: Οι τράπεζες, από τη δική τους πλευρά, τι έκαναν;
1ον. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την προσβασιμότητα των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό, διαπιστώνεται πρόβλημα χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Μεταξύ άλλων ευρημάτων, η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο financing gap (δηλαδή, τη διαφορά μεταξύ της ζήτησης για νέα δάνεια και της προσφοράς τους από τις τράπεζες), το οποίο φθάνει το 14%, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 4%.
Επίσης, το 22% των αιτήσεων για δάνειο που υποβάλλουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα απορρίπτεται, ενώ το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό είναι 8%.
2ον. Σύμφωνα με την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, η αναλογία χορηγήσεων δανείων σε μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις «γέρνει» – σταθερά – προς τις μεγάλες, αν και η σχέση τείνει να βελτιωθεί.
Συγκεκριμένα, ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τις μεγάλες επιχειρήσεις επιταχύνθηκε κατά 10,8% το πρώτο τετράμηνο του 2021, και για τις μικρομεσαίες κατά 7,4%.
Το μερίδιο των δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στη σωρευτική ακαθάριστη ροή δανείων, αυξήθηκε στο 44% το πρώτο τετράμηνο του έτους, από 37% το 2020 και 41% το 2019.
3ον. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, ως απάντηση στην επιστολή μου, το σύνολο των νέων εκταμιεύσεων προς τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως τζίρου, ανέρχεται στα 11,2 δισ. ευρώ το 1ο οκτάμηνο του έτους.
Ειδικά προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με κύκλο εργασιών έως 50 εκατ. ευρώ, οι χορηγήσεις διαμορφώνονται στα 3,3 δισ. ευρώ από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 2021.
Εκ των οποίων, 1,2 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο μέχρι 500.000 ευρώ.
Συνεπώς, συμπερασματικά, η πραγματικότητα είναι, και σχετικές έρευνες επιβεβαιώνουν, ότι οι τράπεζες διοχετεύουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία.
Όχι όμως στην επιθυμητή ένταση και έκταση, ειδικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με σχετικά και συγκριτικά υψηλότερο κόστος δανεισμού.
Βέβαια, το πρόβλημα δεν εμφανίζεται μόνο στη Ελλάδα.
Αλλά είναι εντονότερο στη χώρα μας.
Και πρέπει όλοι μας να συμβάλλουμε στην αντιμετώπισή του, με ρεαλισμό και υπευθυνότητα.
Κυρίως το τραπεζικό σύστημα, το οποίο διαθέτει – πλέον – καλύτερη ποιότητα ενεργητικού, φθηνή χρηματοδότηση από τις αγορές και το Ευρωσύστημα, και αυξημένες καταθέσεις.
4ο Ερώτημα: Πώς θα επιτύχουμε, συνεπώς, την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης χωρίς να δημιουργηθούν κλυδωνισμοί στο τραπεζικό σύστημα;
Είναι γεγονός ότι η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης δεν θα πρέπει να συνοδεύεται από τη δημιουργία μιας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων.
Ούτε να υποσκάπτει την αναγκαία κουλτούρα πληρωμών.
Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προετοιμαστούν καλύτερα, ώστε να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες ή δυνητικά βιώσιμες επιχειρήσεις, ενσωματώνοντας και το πλαίσιο ρυθμίσεων οφειλών τους, διευρύνοντας την περίμετρο των δικαιούχων πιστώσεων.
Πρέπει συνεπώς τα πιστωτικά ιδρύματα, χωρίς να αγνοούν τους ευρωπαϊκούς κανόνες, να προσαρμόσουν τα πιστωτικά κριτήρια στις προοπτικές των επιχειρήσεων και της χώρας.
Παράλληλα, πρέπει να αναβαθμίσουν το σύστημα συλλογής πληροφοριών και δεδομένων, ποσοτικών και ποιοτικών, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλύουν, σε μεγαλύτερο βάθος, τις ελληνικές επιχειρήσεις, να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις και να τιμολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ώστε να μειωθεί και το – πράγματι – υψηλό κόστος δανεισμού, το οποίο διατηρεί υψηλό, ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλες χώρες, το καθαρό επιτοκιακό έσοδο (net interest income) των τραπεζών.
Επίσης, θα πρέπει οι διαχειριστές, που πλέον κατέχουν μεγάλο όγκο «κόκκινων» δανείων, να ενεργοποιηθούν στην κατεύθυνση δημιουργίας επιλέξιμων για δανειοδότηση επιχειρήσεων.
Τέλος, θα πρέπει να αναπτυχθεί η συμβουλευτική, τόσο από τις τράπεζες όσο και από επιμελητήρια και φορείς της αγοράς, ώστε να καταρτιστούν ταχύτερα, περισσότερα επιλέξιμα επιχειρηματικά σχέδια, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης.