THEPOWERGAME
Η Ρωσία αποφάσισε και επίσημα να θέσει σε ισχύ εξάμηνη απαγόρευση των εξαγωγών βενζίνης από την 1η Μαρτίου, προκειμένου να διατηρήσει τις τιμές σταθερές εν μέσω της αυξανόμενης ζήτησης από τους καταναλωτές και τους αγρότες. Το Κρεμλίνο επιδιώκει επίσης να υπάρξει συντήρηση των διυλιστηρίων στη χώρα.
Η απαγόρευση αυτή, που είχε αποκαλυφθεί για πρώτη φορά από το ρωσικό RBC, επιβεβαιώθηκε από εκπρόσωπο του Αλεξάντερ Νόβακ, επικεφαλής του τεράστιου ενεργειακού τομέα της Ρωσίας. Το RBC, επικαλούμενο άγνωστη πηγή, δήλωσε ότι ο πρωθυπουργός Μιχαήλ Μισούστιν ενέκρινε την απαγόρευση, αφού ο Νόβακ την πρότεινε σε επιστολή με ημερομηνία την 21η Φεβρουαρίου. Μια δεύτερη πηγή δήλωσε στο Reuters ότι η απόφαση είχε ληφθεί, αλλά το διάταγμα δεν είχε ακόμη εκδοθεί. «Προκειμένου να αντισταθμιστεί η υπερβολική ζήτηση για πετρελαιοειδή, είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που θα βοηθήσουν στη σταθεροποίηση των τιμών στην εγχώρια αγορά», ανέφερε ο Νόβακ στην πρότασή του.
Ρωσία: Εξήγαγε το 13% της παραγωγής της σε βενζίνη το 2023
Οι εγχώριες τιμές της βενζίνης είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα για τους οδηγούς και τους αγρότες ενόψει των προεδρικών εκλογών της 15ης Μαρτίου, ενώ παράλληλα ορισμένα ρωσικά διυλιστήρια έχουν πληγεί από επιθέσεις ουκρανικών drones τους τελευταίους μήνες. Η Ρωσία και η Ουκρανία έχουν βάλει στο στόχαστρο τις ενεργειακές υποδομές η μία της άλλης σε μια προσπάθεια να διαταράξουν τις γραμμές εφοδιασμού και τα logistics και να αποθαρρύνουν τους αντιπάλους τους, καθώς επιδιώκουν να αποκτήσουν πλεονέκτημα στον διετή πόλεμο, του οποίου το τέλος δεν διαφαίνεται στον «ορίζοντα».
Οι εξαγωγές πετρελαίου, πετρελαιοειδών και φυσικού αερίου είναι μακράν το μεγαλύτερο εξαγωγικό προϊόν της Ρωσίας και αποτελεί μια σημαντική πηγή εσόδων για τη ρωσική οικονομία ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων και εξασφαλίζουν στη Μόσχα περίοπτη θέση στην παγκόσμια ενεργειακή «πίτα».
Το Κρεμλίνο συνεργάζεται με τη Σαουδική Αραβία, τον μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο, για να διατηρήσει τις τιμές σε υψηλά επίπεδα ως μέλος του ΟΠΕΚ+. Η Ρωσία έχει ήδη μειώσει εθελοντικά τις εξαγωγές πετρελαίου και καυσίμων κατά 500.000 βαρέλια ημερησίως κατά το πρώτο τρίμηνο, στο πλαίσιο των προσπαθειών του ΟΠΕΚ+ να στηρίξει τις τιμές.
Οι κορυφαίοι παραγωγοί βενζίνης στη Ρωσία το 2023 ήταν το διυλιστήριο Omsk της Gazprom Neft, το διυλιστήριο πετρελαίου NORSI της Lukoil, στο Nizhny Novgorod και το διυλιστήριο Ryazan της Rosneft. Η Ρωσία το 2023 παρήγαγε 43,9 εκατομμύρια τόνους βενζίνης και εξήγαγε περίπου 5,76 εκατομμύρια τόνους, δηλαδή περίπου το 13% της παραγωγής της. Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς ρωσικής βενζίνης είναι κυρίως αφρικανικές χώρες, όπως η Νιγηρία, η Λιβύη, η Τυνησία και επίσης τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
«Αγκάθι» τα πλήγματα σε διυλιστήρια λόγω πολέμου
Η Ρωσία μείωσε τον περασμένο μήνα τις εξαγωγές βενζίνης σε χώρες εκτός της ΚΑΚ για να αντισταθμίσει τις εκτός προγράμματος επισκευές στα διυλιστήρια λόγω των πυρκαγιών και των επιθέσεων από drones στις ενεργειακές υποδομές της. Οι διακοπές αυτές, συμπεριλαμβάνουν τη διακοπή λειτουργίας μιας μονάδας στο NORSI, το τέταρτο μεγαλύτερο διυλιστήριο της χώρας, που βρίσκεται κοντά στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ, περίπου 430 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας, μετά από ένα τεχνικό συμβάν που πιστεύεται ότι συνέβη.
Πέρυσι, η Ρωσία απαγόρευσε τις εξαγωγές βενζίνης μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου προκειμένου να αντιμετωπίσει τις υψηλές εγχώριες τιμές και τις ελλείψεις. Αυτή τη φορά, η απαγόρευση δεν θα επεκταθεί στα κράτη μέλη της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης, τη Μογγολία, το Ουζμπεκιστάν και τις δύο υποστηριζόμενες από τη Ρωσία αποσχισθείσες περιοχές της Γεωργίας – τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία.
Οι χονδρικές τιμές των καυσίμων στη Ρωσία έχουν αυξηθεί από την αρχή του έτους. Σύμφωνα με τις τιμές της 26ης Φεβρουαρίου στο διεθνές εμπορικό χρηματιστήριο της Αγίας Πετρούπολης (SPIMEX), η βενζίνη 92 οκτανίων είχε αυξηθεί κατά 22% από την 1η Ιανουαρίου, ενώ η βενζίνη 95 οκτανίων είχε αυξηθεί κατά 32%. Από την ανακοίνωση της απαγόρευσης των εξαγωγών, η 92 έχει υποχωρήσει κατά 3,3%. Η τιμή της βενζίνης 95 στη Ρωσία είναι περίπου 62 αμερικανικά σεντς ανά λίτρο, σε σύγκριση με περισσότερα από 2,05 δολάρια στη δυτική Ευρώπη.