THEPOWERGAME
Επενδύσεις συνολικού ύψους έως και 650 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν μέχρι το 2050 στην Ευρώπη για τη μετατροπή διυλιστηρίων, ώστε να παράγουν προηγμένα βιοκαύσιμα, αλλά και για νέες μονάδες παραγωγής συνθετικών καυσίμων από πράσινο υδρογόνο, νερό και ανανεώσιμο ηλεκτρισμό, όπως επισημαίνει σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Θεσσαλονικιά χημικός μηχανικός Λιάνα Γούτα, από 1ης Ιανουαρίου γενική διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Βιομηχανιών Παραγωγής Καυσίμων (Fuels Europe & Concawe), η πρώτη γυναίκα και το πρώτο άτομο ελληνικής καταγωγής, που αναλαμβάνει τη συγκεκριμένη θέση.
Προσθέτει ότι τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια καλούνται σήμερα να ακροβατήσουν σε μια δύσκολη ισορροπία, να παραμείνουν ανταγωνιστικά και κερδοφόρα, συνεχίζοντας την ομαλή και ασφαλή τροφοδοσία καυσίμων στη μεταβατική περίοδο και ταυτόχρονα προχωρώντας σε τεράστιες επενδύσεις για την παραγωγή συγκεκριμένης γκάμας ανανεώσιμων καυσίμων, όπως τα αεροπορικά ή ναυτιλιακά. «Αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει σοβαρούς κινδύνους επιβίωσης των ευρωπαϊκών διυλιστηρίων με συνέπειες στην ενεργειακή ασφάλεια του Ευρωπαίου πολίτη και αύξηση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα, που δεν έχουν υπολογισθεί» εκτιμά η Λιάνα Γούτα, μέχρι πρότινος διευθύντρια Ενεργειακής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων της HELLENiQ ENERGY.
Η κ. Γούτα, η οποία αναλαμβάνει το «τιμόνι» ενός φορέα που εκπροσωπεί 40 εταιρείες, αντιπροσωπεύοντας το 98% της διυλιστικής ικανότητας στην Ευρώπη των 27, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νορβηγία και την Ελβετία, σημειώνει επίσης ότι θα πρέπει να αποτυπωθεί και στις επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο ρεαλισμός που έφεραν στο προσκήνιο κρίσεις όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Απαντώντας σε ερώτημα για το πώς φαντάζεται το ενεργειακό προφίλ της Ευρώπης και της Ελλάδας το 2050 επισημαίνει: «Η Ευρώπη του 2050 θα χρειαστεί όχι μία ή δύο, αλλά μεγάλη γκάμα πράσινων τεχνολογιών. Παράλληλα με τον πράσινο εξηλεκτρισμό, την ηλεκτροκίνηση, το υδρογόνο, την αποθήκευση άνθρακα, τα ανανεώσιμα καύσιμα θα έχουν κρίσιμο ρόλο, προσφέροντας σημαντικά πλεονεκτήματα: παραγωγή από εγχώριες βιώσιμες πρώτες ύλες, τροφοδοσία σε κάθε γωνιά της Ευρώπης με το υπάρχον ευρύ δίκτυο υποδομών, συμβολή στην ενεργειακή ασφάλεια, την κυκλική οικονομία, την αποκεντρωμένη παραγωγή και διανομή ενέργειας. Η κεντρική και βόρεια Ευρώπη θα έχουν πλεονεκτήματα στην παραγωγή από βιομάζα, ενώ oι χώρες της νότιας Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, στην παραγωγή συνθετικών καυσίμων, με την ανάπτυξη της άφθονης και φθηνής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και του πράσινου υδρογόνου να παίζουν σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ελλάδα, πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία, και με το πλούσιο ανανεώσιμο δυναμικό και τη γεωστρατηγική της θέση να γίνει κόμβος, όχι μόνο αιολικής και ηλιακής ενέργειας, αλλά και υδρογόνου και κέντρο παραγωγής συνθετικών καυσίμων (efuels), τα οποία μπορούν να παράγονται στη χώρα και να μεταφέρουν την πράσινη ενέργεια σε όλη την Ευρώπη».
Σε τι ποσοστό του συνόλου ανέρχονται τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια, που έχουν ήδη μετατρέψει την παραγωγή τους ώστε να παράγουν και εναλλακτικά καύσιμα; Και ποια είναι η προοπτική ως προς τα συνθετικά καύσιμα (eFuels) η Λιάνα Γούτα είπε τα εξής: «Σήμερα, τέσσερα ευρωπαϊκά διυλιστήρια που έχουν μετατραπεί σε βιοδιυλιστήρια, καθώς και μία νέα μονάδα, παράγουν αποκλειστικά εναλλακτικά καύσιμα, ενώ ακόμα δύο διυλιστήρια είναι υπό μετατροπή. Πέραν αυτών, σχεδόν όλα τα μέλη μας δρομολογούν επενδύσεις για παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων, είτε μετατρέποντας υπάρχουσες εγκαταστάσεις είτε με νέες μονάδες. Έως το 2030, οι σχετικά πιο ώριμες τεχνολογίες παραγωγής προηγμένων βιοκαυσίμων, θα πάρουν σταδιακά τη σκυτάλη από τα συμβατικά βιοκαύσιμα, για να καλύψουν τις ανάγκες για εναλλακτικά αεροπορικά, ναυτιλιακά και εν μέρει οδικά καύσιμα. Σε επόμενη φάση αναμένεται η βιομηχανικής κλίμακας παραγωγή efuels από πράσινο υδρογόνο, νερό και άνθρακα. Τα efuels θα είναι μια ακόμα επιλογή κλιματικά ουδέτερων καυσίμων του μέλλοντος, όταν θα έχουμε πρόσβαση σε άφθονο και φθηνό πράσινο ηλεκτρισμό και υδρογόνο» υπογραμμίζει και επισημαίνει ότι τα διυλιστήρια είναι ήδη από τους κύριους επενδυτές υδρογόνου, ενώ δρομολογούν και μεγάλο έργα αποθήκευσης άνθρακα».