THEPOWERGAME
Στο χαμηλότερο επίπεδο των δύο τελευταίων ετών υποχωρεί η τιμή του φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές αγορές, καθώς οι καιρικές συνθήκες στις μεγάλες καταναλώτριες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά είναι καλύτερες από τις αναμενόμενες, ενώ η προσφορά του καυσίμου είναι επαρκής για να καλύψει τη ζήτηση. Συγκεκριμένα, η τιμή του ευρωπαϊκού συμβολαίου αναφοράς (TTF) για τον μήνα Ιανουάριο του 2024 «βούτηξε» χθες χαμηλότερα κατά 3,29% στα 34,83 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα (MWh), στο χαμηλότερο επίπεδο από τις 15 Δεκεμβρίου 2021. Στις αρχές του 2023 η τιμή ήταν στα 86,71 ευρώ, δηλαδή η πτώση φέτος πλησιάζει το 60%.
Το κλίμα στις διεθνείς αγορές φυσικού αερίου έχει βελτιωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, καθώς έχουν εκλείψει από το προσκήνιο οι φόβοι για έλλειψη επαρκούς προσφοράς στις αγορές της Ευρώπης και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Οι ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου είναι σχεδόν 100% γεμάτες, ενώ παράλληλα εξασθενεί η ζήτηση από τη βιομηχανία, ειδικά σε μεγάλες καταναλώτριες χώρες όπως η Γερμανία και η Κίνα.
Όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι τους επόμενους μήνες οι τιμές θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα. Οι αναλυτές, πάντως, προειδοποιούν ότι οι κυβερνήσεις δεν θα πρέπει να εφησυχάζουν, καθώς η προσφορά του καυσίμου σε διεθνές επίπεδο συνεχίζει να παραμένει σφιχτή. Αυτό σημαίνει ότι, μέχρι τουλάχιστον την περίοδο 2025-2026 όταν θα ξεκινήσει η εμπορική λειτουργία μεγάλων τέρμιναλ LNG στις ΗΠΑ και το Κατάρ, η αγορά θα είναι ευάλωτη σε πιθανές διακυμάνσεις που θα προκαλέσει πιθανή γεωπολιτική αστάθεια ή πιθανές διαταραχές στην προσφορά από μεγάλες παραγωγούς χώρες.
Έρχονται καλύτερες τιμές για τους Έλληνες καταναλωτές
Η πτώση των τιμών του φυσικού αερίου εκτιμάται ότι θα σταθεροποιηθεί στα τρέχοντα ή και χαμηλότερα επίπεδα τις τιμές του ρεύματος που πληρώνουν οι Έλληνες καταναλωτές. Το ποσοστό του καυσίμου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αν και μειούμενο, παραμένει σχετικά υψηλό. Θετικό παράγοντα για την πορεία των τιμών αποτελεί επίσης το αυξανόμενο μερίδιο που έχει στην ηλεκτροπαραγωγή η καθαρή ενέργεια, δηλαδή οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και οι μεγάλες υδροηλεκτρικές μονάδες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων του ΑΔΜΗΕ από το Green Tank, στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2023, οι ΑΠΕ μαζί με τα υδροηλεκτρικά, έσπασαν το «φράγμα» του 50% (50,8%) ως προς το μερίδιο τους στην κάλυψη της ζήτησης, κάτι το οποίο συνέβη για πρώτη φορά στο εννεάμηνο με ελαφρώς χαμηλότερο ποσοστό (50,2%). Ως αποτέλεσμα, η καθαρή ενέργεια με 21.069 GWh ξεπέρασε τα ορυκτά καύσιμα και τις καθαρές εισαγωγές αθροιστικά (20.431 GWh). Ακόμα πιο μεγάλη ήταν η αύξηση της συνεισφοράς τους στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή, αφού ΑΠΕ μαζί με μεγάλα υδροηλεκτρικά είχαν μερίδιο 56,6%, υπερβαίνοντας την αντίστοιχη επίδοση του 2022 κατά περισσότερο από 6 ποσοστιαίες μονάδες (50,4%).
Υψηλό ήταν και το μερίδιο των ΑΠΕ στην κάλυψη της ζήτησης (χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά), οι οποίες με ποσοστό 42,9% ξεπέρασαν κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες το προηγούμενο υψηλό του 2022 (38,9%). Την υπόλοιπη ζήτηση κατά το δεκάμηνο κάλυψαν το φυσικό αέριο με μερίδιο 30,1% (το χαμηλότερο από το 2019), οι καθαρές εισαγωγές με 10,4%, ο λιγνίτης με 8,8% και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά με 7,9%.
Στην αποκλιμάκωση των τιμών θα συμβάλει και η πτώση τιμών στα δικαιώματα εκπομπών ρύπων στην ευρωπαϊκή αγορά (EU ETS – Emissions Trading System). Τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων (EU Allowances – EUA’s) επιβαρύνουν κυρίως το λειτουργικό κόστος των μονάδων που καίνε λιγνίτη -αλλά και αυτών με φυσικό αέριο σε μικρότερο βαθμό- για την παραγωγή ρεύματος. Την Τρίτη, η τιμή του συμβολαίου αναφοράς (λήξεως Δεκεμβρίου 2024) διολίσθησε έως τα 69,86 ευρώ ο τόνος, επίπεδο το οποίο είναι το χαμηλότερο από τις 7 Μαρτίου 2022, για να κλείσει τελικά στα 71,05 ευρώ. Στις αρχές του 2023 η τιμή ήταν στα 90,33 ευρώ, ενώ κατά τη διάρκεια της χρονιάς ανήλθε έως τα 105,14 ευρώ.
Μόνιμη «παραφωνία» της ελληνικής αγοράς παραμένουν οι υψηλές τιμές χονδρικής (φέτος η Ελλάδα είναι η 4η ακριβότερη αγορά στην Ευρώπη με μέσο όρο 120,30 ευρώ ανά μεγαβατώρα), γεγονός που οφείλεται κυρίως στις λιγότερες ηλεκτρικές διασυνδέσεις που έχει η χώρα σε σύγκριση με τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, στο μικρό «βάθος» της εγχώριας αγοράς, αλλά και σε παράγοντες που επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας όπως η ειδική εισφορά στο φυσικό αέριο που έχει επιβληθεί από τον Νοέμβριο του 2022. Από τις αρχές του μήνα, πάντως, η ελληνική αγορά έχει υποχωρήσει στην 9η θέση με μέση τιμή 110,71 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Οι χαμηλότερες διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου θα φανούν στη χονδρεμπορική αγορά τον Ιανουάριο, καθώς η ελληνική αγορά λειτουργεί με το μοντέλο «month ahead», δηλαδή οι ηλεκτροπαραγωγοί αγοράζουν το καύσιμο με βάση τη μέση τιμή του προηγούμενου μήνα, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι σχετικές συναλλαγές γίνονται στην αγορά άμεσης παράδοσης (spot market).
Η σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη
Οι τιμές στα κυμαινόμενα οικιακά τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας παρέμειναν φέτος χαμηλότερες κατά τουλάχιστον 20% σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. «Η τιμή των κυμαινόμενων συμβολαίων στην Ελλάδα δεν παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις μέσα στη χρονιά. Η εκτιμώμενη μηνιαία τους τιμή παρέμεινε μέσα σε ένα εύρος τιμών 22,45 – 25,50 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα (/kWh) και σταθερά κάτω από τον μέσο όρο των αντίστοιχων συμβολαίων» δήλωσε στο powergame η Ραφαήλα Γρηγορίου, επικεφαλής του ελληνικού γραφείου της εταιρείας VaasaETT, η οποία μαζί με τις Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας καταρτίζουν τον δείκτη HEPI (Households Energy Price Index), Οι χώρες που συμμετέχουν στον εν λόγω δείκτη είναι οι Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Σουηδία.
Τα κυμαινόμενα οικιακά τιμολόγια στις υπόλοιπες χώρες «διακυμάνθηκαν μέσα σε ένα εύρος τιμών 28,95 – 36,25 λεπτά του ευρώ ανά kWh μέσα στο 2023. Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα δεδομένα του HEPI, η τιμή των κυμαινόμενων συμβολαίων στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο, κινήθηκε σε παρόμοια επίπεδα με αυτά του Νοεμβρίου του 2022, παρουσιάζοντας μια μικρή πτώση της τάξεως του 5% (σε 23,25 λεπτά/kWh και 24,59 λεπτά/kWh αντίστοιχα)» σημείωσε η κα Γρηγορίου. Και συνέχισε, επισημαίνοντας: «Η πτωτική αυτή τάση είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο, καθώς είναι εμφανής στον μέσο όρο των χωρών, όπου από 38,07 λεπτά/kWh το Νοέμβριο του 2022, έφτασε στα 28,95 λεπτά/kWh τον Νοέμβριο του 2023 (-24%)».
Όπως τόνισε, «σύμφωνα με τη μεθοδολογία του HEPI, δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν ένα τιμολόγιο αναφοράς ανά χώρα, αλλά η τιμή υπολογίζεται ως ο σταθμισμένος μέσος όρος ανάμεσα σε διαφορετικά τιμολόγια, ώστε η τιμή που υπολογίζουμε να είναι όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική. Επομένως, οι επερχόμενες αλλαγές (σ.σ. με την καθιέρωση 4 τιμολογίων στην Ελλάδα) δεν δημιουργούν κάποια δυσκολία στην εφαρμογή της μεθοδολογίας του HEPI, η οποία θα συνεχίσει να είναι η ίδια. Άλλες αλλαγές που έχουν να κάνουν με την κατάργηση επιδοτήσεων ή άλλων έκτακτων μέτρων τέτοιου τύπου (π.χ. μειώσεις φόρων/ΦΠΑ) τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες στην Ευρώπη απλά θα σταματήσουν να λαμβάνονται υπ’ όψιν στους υπολογισμούς μας όταν σταματήσουν να ισχύουν».
Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, «σταθμίζεται το ποσοστό των καταναλωτών στο Γ1 της ΔΕΗ (το by- default συμβόλαιο), αυτό στα υπόλοιπα συμβόλαια της ΔΕΗ και τέλος τα συμβόλαια των 2 μεγαλύτερων εναλλακτικών παρόχων. Όλα αυτά τα συμβόλαια θα συνεχίσουν να λαμβάνονται υπ’ όψιν από τον Ιανουάριο ανεξαρτήτως τύπου/χρώματος».