THEPOWERGAME
Από το 1855 που ο Αλεξάντερ Παρκς παρασκεύασε το πρώτο πλαστικό πολυμερές, ο άνθρωπος βρήκε έναν σύμμαχο που με την εξέλιξη της τεχνολογίας τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Από τις συσκευασίες φαγητού μέχρι τα ιατρικά εργαλεία, το πλαστικό έγινε ζωτικής σημασίας υλικό και βελτίωσε με πολλούς τρόπους την καθημερινότητα του ανθρώπου. Όμως εκτός από σύμμαχος, αυτό το ελαφρύ, ισχυρό και αδιάβροχο υλικό, έγινε και εχθρός. Κυρίως γιατί προέρχεται από ορυκτά καύσιμα, ανακυκλώνεται δύσκολα και δεν διασπάται στο περιβάλλον με αποτέλεσμα να έχουν βρεθεί σωματίδια πλαστικού από τον θαλάσσιο βυθό μέχρι τα παρθένα χιόνια της Ανταρκτικής.
Τα κακά νέα είναι ότι η χρήση πλαστικού ορυκτής βάσης συνεχίζει να αυξάνεται και συνεπώς συνεχίζονται και οι επιπτώσεις για το περιβάλλον. Ιδίως από το 2000 και μετά, ο κόσμος μας παράγει περισσότερο πλαστικό από ό,τι σε ολόκληρη την ιστορία. Πλαστικό που μολύνει το περιβάλλον και απειλεί τη βιοποικιλότητα. Τα καλά νέα είναι ότι η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο πολύ που μπορεί να δώσει λύση και να μετασχηματίσει σταδιακά τη βιομηχανία πλαστικών σε μία «πράσινη» βιομηχανία.
Η αρχή θα γίνει με τον περιορισμό των επιπτώσεων των εκπομπών ρύπων, κυρίως μέσω της δέσμευσης και αποθήκευσης εκπομπών άνθρακα κατά την παραγωγή πλαστικού, χρησιμοποιώντας ανακυκλωμένα πλαστικά. Στην προσπάθεια θα συμβάλλει επίσης η μετάβαση της βιομηχανίας στη χρήση πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ή πράσινου υδρογόνου. Οι πρώτες αυτές ενέργειες δεν θα λύσουν εντελώς το πρόβλημα γιατί τα πλαστικά θα συνεχίσουν να προέρχονται από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά θα δώσουν το έναυσμα μίας επανάστασης που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Η χρήση ΑΠΕ ή πράσινου υδρογόνου μπορεί να οδηγήσει στη μείωση των εκπομπών ρύπων έως και 75%, κάνοντας ένα μεγάλο βήμα για το περιβάλλον. Όμως αυτές οι τεχνολογίες δεν είναι τόσο ανεπτυγμένες, είναι ακριβές και θα έχουν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος του πλαστικού κατά 50%. Η δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, μία τεχνολογία που ονομάζεται CCS, αποτελεί σήμερα την πιο αποτελεσματική επιλογή για τη μείωση των ρύπων. Αυξάνει πολύ λίγο το κόστος του πλαστικού και μειώνει τις εκπομπές ρύπων έως και κατά 60%.
Η τεχνολογία CCS δεν έχει εφαρμοστεί όσο θα μπορούσε στην παραγωγή πλαστικών γιατί δεν είναι υποχρεωτική και η τιμή του άνθρακα δεν τιμολογείται καταλλήλως ανά την υφήλιο. Η ευρωπαϊκή τιμή του άνθρακα γύρω στα 85 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα έχει αρχίσει να επηρεάζει την αγορά, αλλά αυτό συμβαίνει από το 2022 κι έτσι είναι πολύ νωρίς για να αυξηθεί η χρήση της CCS καθώς θέλει χρόνια η εφαρμογή της. Η ING υπολογίζει ότι οι ρύποι διοξειδίου του άνθρακα θα μειώνονταν κατά 50%-60% αν η τεχνολογία CCS εφαρμοζόταν σήμερα ως βασική πρακτική από τις επιχειρήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει έντονη διαμάχη για την CCS. Οι υποστηρικτές της τεχνολογίας λένε προσφέρει μία σημαντική λύση στην προσπάθεια μείωσης των ρύπων και μπορεί να εφαρμοστεί σχετικά εύκολα, αρκεί να υπάρχουν υποδομές για τη μεταφορά και αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα. Τονίζουν ότι το περιβάλλον ευνοείται από κάθε τόνο άνθρακα που δεν μολύνει την ατμόσφαιρα. Στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η CSS δεν φέρνει πραγματική αλλαγή αφού η βιομηχανία θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή πλαστικών.
Και οι δύο απόψεις είναι βάσιμες και τελικά οι κοινωνίες θα αποφασίσουν για τη συνέχεια. Όμως από οικονομικής άποψης, η CCS είναι μία τεχνολογία που μπορεί να μειώσει σημαντικά τους ρύπους με σχετικά εύκολο, γρήγορα και οικονομικό τρόπο. Θα είναι το πρώτο βήμα, τονίζει η ING, προς τον συνολικό επανασχεδιασμό της σύνθετης πετροχημικής διαδικασίας στην παραγωγή πλαστικών.
Η οριστική λύση θα έρθει κάποια στιγμή, ίσως με την παραγωγή βιοπλαστικών που δεν θα χρειάζονται τα ορυκτά καύσιμα. Τα βιοπλαστικά παράγονται 100% από ανανεώσιμες πρώτες ύλες όπως σάκχαρα από ζαχαρότευτλα ή ζαχαροκάλαμο ή άμυλα από καλαμπόκι, πατάτες ή σιτάρι. Μικρότερο ποσοστό βιοπλαστικών παράγεται από φυτικά έλαια. Τα βιοπλαστικά μπορούν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο αρκεί να αντιμετωπιστούν ορισμένα ζητήματα. Ένα από αυτά είναι ότι τα υφιστάμενα συστήματα διαχείρισης απορριμμάτων δεν προβλέπουν τη διαλογή βιοαποδομήσιμων πλαστικών. Έτσι, βιοαποδομήσιμα πλαστικά θα καταλήγουν σε κομπόστ ή τα κομποστοποιήσιμα πλαστικά θα καταλήγουν σε μονάδες παραγωγής ενέργειας από απόβλητα.