THEPOWERGAME
Λιγότερο από το ένα τέταρτο των εκπομπών ρύπων φορολογούνται ή επιβαρύνονται από κάποια περιβαλλοντική πολιτική, με αποτέλεσμα οι στόχοι για την καταπολέμησή της κλιματικής κρίσης να κινούνται στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Ειδήμονες εκτιμούν πως θα χρειαστούν δαπάνες σχεδόν 5 τρισ. δολαρίων, ετησίως, ή και 100 τρισ. δολάρια την επόμενη 40ετία για να ενισχυθεί η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, να γίνουν ηλεκτροκίνητα τα μαζικά μέσα μεταφοράς, να μηδενιστούν οι εκπομπές ρύπων στη θέρμανση και τον κλιματισμό κτιρίων, και να προωθηθεί το πράσινο υδρογόνο.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει έρευνα των Financial Times την ώρα που οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης γίνονται όλο και πιο βαριές όχι μόνον στις αφρικανικές χώρες αλλά και την Ευρώπη. Στην Ελλάδα, οι πυρκαγιές και οι πλημύρες των τελευταίων ημερών κατέστησαν σαφές πως το τίμημα που πληρώνουν κυβερνήσεις και κοινωνίες είναι βαρύ.
Αλλά για να αναχαιτιστούν οι συνέπειες είναι απαραίτητο να ληφθούν ριζοσπαστικά μέτρα, να επενδυθούν κονδύλια με αποτελεσματικό τρόπο και να υπάρξει συστηματική ενημέρωση των πολιτών για το πώς μπορούν να μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα σε καθημερινή βάση. Μέτρα για την εξωτερική μόνωση των κτιρίων ώστε να μειώνονται οι ανάγκες θέρμανσης και κλιματισμού ή για την αντιμετώπιση της υπερκατανάλωσης κρέατος ή την προστασία των αστικών κέντρων από την ατμοσφαιρική ρύπανση φέρουν βραχυπρόθεσμο οικονομικό και πολιτικό κόστος.
Οι χώρες με προβάδισμα στις ΑΠΕ
Κοινός στόχος των κυβερνήσεων είναι ο μηδενισμός των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου περίπου μέχρι το 2050. Μόνον έτσι θα περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2ο Κελσίου και κατά προτίμηση στους 1,5ο Κελσίου από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Το 2021, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) υπολόγισε πως για την υλοποίηση των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού είναι απαραίτητες επενδύσεις της τάξεως των 5 τρισ. δολαρίων ανά έτος ή 2,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ έως το 2030.
Απευθυνόμενος στους Financial Times, ο λόρδος Νίκολας Στερν, πρόεδρος του London School of Economics και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπογραμμίζει πως χρειάζονται επιπλέον 3 τρισ. δολάρια, ανά έτος, με το σύνολο των επενδύσεων να φθάνει τα 100 τρισ. δολάρια μέσα στην επόμενη 30ετία με 40ετία.
Οι χώρες με εκτεταμένη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και με γενικότερη περιβαλλοντική συνείδηση έχουν προ πολλού το προβάδισμα στην πράσινη μετάβαση των οικονομιών τους. Εδώ και σχεδόν μια δεκαετία πάνω από το ήμισυ της ηλεκτροδότησης της Δανίας γίνεται από ανεμογεννήτριες, με την πλεονάζουσα αιολική ενέργεια κατά καιρούς να εξάγεται στη Γερμανία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Στόχος της Σουηδίας είναι από το 2015 να τροφοδοτείται αποκλειστικά από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2040. Έως και πέρσι, το 75% της ηλεκτροδότησης προέρχεται από υδροηλεκτρική και πυρηνική ενέργεια. Από το 2014, το 98% του ηλεκτρικού ρεύματος στην Κόστα Ρίκα προέρχεται κυρίως από υδροηλεκτρική, γεωθερμική, ηλιακή και αιολική ενέργεια.
Κάτω από την τρέχουσα συγκυρία, όπου το κόστος της ενέργειας και των τροφίμων είναι υψηλό, οι κυβερνήσεις έχουν θέσει σε δεύτερη μοίρα τους στόχους για το περιβάλλον. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) υπολόγισε πρόσφατα πως οι συνολικές επιδοτήσεις στην κατανάλωση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου έφθασαν πέρσι στο 7,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ, φθάνοντας το παγκόσμιο ρεκόρ των 7 τρισ. δολαρίων.
Αν και αρκετές από αυτές τις επιδοτήσεις είναι προσωρινές και αποδίδονται, κυρίως, στην ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καταδεικνύουν πως μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών ρύπων αναχαιτίζεται από τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες των οικονομιών.