THEPOWERGAME
Νέα, «καθαρότερα» καύσιμα, όπως η μεθανόλη, η αμμωνία και το υδρογόνο, αναμένεται ότι θα αποτελέσουν τα «εργαλεία» προκειμένου, να επιτευχθεί ο στόχος της απανθρακοποίησης της ναυτιλίας έως το 2050, βάσει των στόχων που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Ναυτιλίας (ΙΜΟ). Σε ετήσια βάση, η ναυτιλία είναι υπεύθυνη για την έκλυση 681 εκατ. τόνων διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα, αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι με πλοία διεξάγεται το 90% του παγκόσμιου εμπορίου.
Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις, προβλέπεται ότι το μέγεθος των ρύπων CO2 θα μειωθεί κατά 15% έως το 2030. Έως το 2050, η μείωση θα πρέπει να είναι της τάξεως του 50% (σε σχέση με το 2008), χωρίς όμως να αποκλείεται ο στόχος αυτός να αναθεωρηθεί, με δεδομένο ότι η συμφωνία για το κλίμα που υπεγράφη το 2015 κάνει λόγο για την διαμόρφωση μιας παγκόσμιας οικονομίας μηδενικού (net zero) περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Η κύρια οδός για την μείωση της ρύπανσης από την ναυτιλία είναι η ανάπτυξη και ευρεία χρήση συνθετικών καυσίμων, όπως το υδρογόνο, η αμμωνία και η μεθανόλη, που φαίνεται να κερδίζουν έδαφος έναντι των υπόλοιπων λύσεων. Μέχρι σήμερα έχει φανεί ότι η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των υφιστάμενων μηχανών και πλοίων, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να περιορίσει την περαιτέρω μεγέθυνση της ρύπανσης και όχι την μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων του θερμοκηπίου.
Στο πλαίσιο αυτό, ήδη έχουν αρχίσει να αναλαμβάνονται οι πρώτες πρωτοβουλίες από τους «κολοσσούς» του κλάδου. Για παράδειγμα, η Maersk, η μεγαλύτερη ναυτιλιακή εταιρεία παγκοσμίως, έχει παραγγείλει την ναυπήγηση των πρώτων πλοίων, που θα χρησιμοποιούν διπλά συστήματα καύσης, τόσο συμβατικών καυσίμων, όσο και μεθανόλης.
Το ζήτημα ασφαλώς ότι σήμερα, τα καύσιμα αυτά μπορεί να είναι έως και εννιά φορές ακριβότερα έναντι των συμβατικών καυσίμων. Πρόκειται για τεχνολογίες που βρίσκονται στο ξεκίνημά τους και ακόμα δεν έχουν ωριμάσει επαρκώς, ενώ ταυτόχρονα απαιτούνται και μεγάλες ποσότητες ενέργειας για την παραγωγή των εν λόγω καυσίμων. Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, τα κόστη μπορεί να είναι από δύο έως και εννιά φορές υψηλότερα. Το θετικό είναι ότι οι περισσότεροι ειδικοί μοιάζουν να συμφωνούν ότι το κόστος θα αρχίσει να περιορίζεται σταδιακά, τόσο μέσω επιδοτήσεων και οικονομικών κινήτρων, όσο και μέσω της ωρίμανσης της ίδιας της τεχνολογίας και την βελτιστοποίηση της παραγωγής.
Η αμμωνία παράγεται μέσω του συνδυασμού αζώτου με υδρογόνου. Είναι λοιπόν ένα μη ορυκτό καύσιμο. Η διαδικασία παραγωγής προϋποθέτει υψηλή θερμοκρασία και πίεση κι επομένως απαιτεί πολλή ενέργεια. Παράλληλα, η απόδοση (ενεργειακή πυκνότητα) της αμμωνίας είναι σχετικά χαμηλή, αλλά και 21 φορές υψηλότερη από εκείνη του υδρογόνου. Από την άλλη πλευρά, η αμμωνία είναι ένα πολύ τοξικό υγρό, κάτι που σημαίνει ότι η μεταφορά της ενέχει σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο, σε περίπτωση ατυχημάτων.
Η μεθανόλη αποτελεί μια επίσης πιθανή εναλλακτική. Χρησιμοποιείται ευρέως στην παραγωγή διαφόρων χημικών, όπως πλαστικά, αλλά μπορεί επίσης να βρει χρήση και ως καύσιμο για την ναυτιλία. Παράγεται από ένα συνθετικό αέριο, μίγμα από μονοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνου, ενώ στην διαδικασία της καύσης, χρησιμοποιείται και διοξείδιο του άνθρακα. Έτσι, κατά την καύση της μεθανόλης στην μηχανή του πλοίου, απελευθερώνεται διοξείδιο του άνθρακα. Η όλη διαδικασία μπορεί να είναι περιβαλλοντικά ουδέτερη, μόνο αν η προμήθεια του διοξειδίου του άνθρακα έχει γίνει από κάποιο σύστημα αποθήκευσης CO2. Στην πράξη, η ναυτιλία θα είναι υπεύθυνη για την έκλυση CO2 που όμως έχει απορροφηθεί από άλλους τομείς της οικονομίας, όπως π.χ. η βιομηχανία. Αν όμως το διοξείδιο του άνθρακα ληφθεί απευθείας από την ατμόσφαιρα, τότε η διαδικασία γίνεται ακόμα πιο «καθαρή» και θεωρείται μηδενικού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Όσον αφορά το υδρογόνο, από το οποίο αποτελείται το 75% του σύμπαντος, είναι ίσως η «καθαρότερη» λύση ως καύσιμο του μέλλοντος. Το πρόβλημα είναι ότι δεν απαντάται μόνο του, ως αέριο (πλην πολύ σπάνιων περιπτώσεων), αλλά ως μέρος του νερού, των φυτών, των ζώων, ακόμα και των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή του απαιτεί μια χημική διαδικασία. Για παράδειγμα, γκρι υδρογόνο μπορεί να παραχθεί από το φυσικό αέριο, που είναι ένα ορυκτό καύσιμο. Το πράσινο υδρογόνο παράγεται μέσω της διάσπασης του νερού σε υδρογόνο και οξυγόνο, μέσω ηλεκτρικού ρεύματος. Η διαδικασία ονομάζεται ηλεκτρόλυση και μπορεί να είναι εντελώς «καθαρή», εφόσον η ενέργεια που χρησιμοποιείται προέρχεται από κάποια ανανεώσιμη πηγή παραγωγής, όπως ο αέρας, ο ήλιος, ή το νερό.