THEPOWERGAME
Στη 16η θέση του δείκτη της EY για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, EY Renewable Energy Country Attractiveness Index (RECAI 60), βρέθηκε η Ελλάδα, ενώ καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση παγκοσμίως με βάση τις επιδόσεις των χωρών προσαρμοσμένες, έχοντας λάβει υπόψη το μέγεθος του ΑΕΠ τους, σύμφωνα με την τελευταία έκδοση της εξαμηνιαίας έρευνας. Η έρευνα αξιολογεί τις 40 κορυφαίες οικονομίες του κόσμου και τις κατατάσσει ως προς την ελκυστικότητα των επενδυτικών ευκαιριών σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ).
Η 16η θέση είναι η υψηλότερη που έχει καταλάβει η χώρα μας στην τριακονταετή ιστορία του δείκτη, έχοντας ανέβει πέντε θέσεις από την έκδοση του Απριλίου -η μεγαλύτερη βελτίωση μεταξύ των χωρών του δείκτη- και οκτώ θέσεις από την έκδοση του Οκτωβρίου του 2021. Καθώς ο δείκτης, από τη φύση του, πριμοδοτεί τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου, αφού λόγω μεγέθους έχουν και τις μεγαλύτερες αγορές ΑΠΕ, η έκθεση περιλαμβάνει και έναν δεύτερο δείκτη, ο οποίος προσαρμόζει τις επιδόσεις κάθε χώρας με βάση το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), για να διερευνήσει τις επιδόσεις των χωρών σε σχέση με το οικονομικό τους μέγεθος. Με βάση τον προσαρμοσμένο αυτόν δείκτη, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη θέση, μετά το Μαρόκο, και πάνω από τη Δανία, την Ιορδανία, τη Χιλή και την Ιρλανδία.
Η 60η έκθεση RECAI, η έκδοση της οποίας συνέπεσε με την Ημέρα Ενέργειας της Διάσκεψης των Μελών των Ηνωμένων Εθνών COP27, διαπιστώνει ότι οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο επιταχύνουν τα προγράμματά τους για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ώστε να συμβάλουν στη μείωση της εξάρτησής τους από την εισαγόμενη ενέργεια, σε μια περίοδο συνεχιζόμενων γεωπολιτικών εντάσεων και οικονομικής αβεβαιότητας.
Τα ευρήματα για την Ελλάδα
Η έκθεση σημειώνει ότι το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε τον Ιούνιο αλλαγές στη νομοθεσία που θα συμβάλουν στην επίσπευση της αδειοδότησης ενεργειακών έργων. Η νέα νομοθεσία αναμένεται να μειώσει τον μέσο χρόνο που απαιτείται για την αδειοδότηση «πράσινων» έργων, από πέντε χρόνια σε 14 μήνες, με προκαθορισμένες προθεσμίες, καθώς και κυρώσεις και πρόστιμα για την καθυστέρηση της διαδικασίας αδειοδότησης. Προβλέπει, επίσης, την ανάπτυξη τουλάχιστον 3,5GW δυναμικότητας αποθήκευσης ενέργειας έως το 2030 (δυναμικότητα που ενδέχεται, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου, να αυξηθεί σημαντικά περαιτέρω) και αυξημένες συνδέσεις στο δίκτυο για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Τα μέτρα αναμένεται να διαδραματίσουν βασικό ρόλο, υποστηρίζοντας την επίτευξη του στόχου για 25GW ανανεώσιμης ενέργειας (μη συμπεριλαμβανομένης της υδροηλεκτρικής ενέργειας) μέχρι το 2030.
Επιπλέον, τον Ιούλιο η Ελλάδα ξεκίνησε το πρόγραμμα υπεράκτιων αιολικών πάρκων, με την ψήφιση του πρώτου σχετικού νόμου, ενώ σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία προσδιορισμού των υπεράκτιων ζωνών αιολικής ενέργειας και των κριτηρίων για τις δημοπρασίες, ενώ έχει θέσει στόχο, στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, την ένταξη τουλάχιστον 2GW υπεράκτιας αιολικής ενέργειας έως το 2030, μεγάλο μέρος της οποίας θα προέρχεται από πλωτά υπεράκτια αιολικά πάρκα. Παράλληλα, οι διαχειριστές των συστημάτων μεταφοράς ενέργειας βρίσκονται στη διαδικασία εντοπισμού δυνατοτήτων σύνδεσης για μελλοντικά έργα ΑΠΕ.
Τον Σεπτέμβριο η Ελλάδα ανέθεσε 538,4MW δυναμικότητας μέσω της τελευταίας δημοπρασίας ΑΠΕ, εκ των οποίων 372MW αφορούν 14 φωτοβολταϊκά πάρκα, με μέση τιμή 47,98 €/MWh, ενώ τα 166MW αφορούν έργα αιολικής ενέργειας με μέση τιμή 57,66 €/MWh.
Τέλος, η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να προσελκύει μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον στις ΑΠΕ, με αρκετές σημαντικές συμφωνίες να έχουν ανακοινωθεί.
Σχολιάζοντας τις επιδόσεις της Ελλάδας, ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, εταίρος, επικεφαλής του Τμήματος Συμβούλων Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών και Επικεφαλής Τομέα Ενέργειας της EY Ελλάδος, δήλωσε: «Τα ευρήματα της τελευταίας έκδοσης της παγκόσμιας έρευνας της ΕΥ για τις ΑΠΕ αποτελούν μια σημαντική αναγνώριση των προσπαθειών που καταβάλλει η χώρα μας για την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών και την απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα. Η Ελλάδα αναδεικνύεται σε πραγματικό πρωτοπόρο στην παγκόσμια προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η απλοποίηση και η επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης αποτελούν ένα σημαντικό βήμα, και βλέπουμε ήδη τις πρώτες θετικές επιπτώσεις. Ωστόσο, για να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι που έχουμε θέσει για το 2030 θα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αναβάθμιση του δικτύου, ώστε να επιταχυνθούν η σύνδεση των νέων έργων, οι επενδύσεις σε αποθήκευση ενέργειας, καθώς και η προώθηση και αξιοποίηση του υπεράκτιου αιολικού δυναμικού της χώρας. Η ενεργειακή κρίση που αντιμετωπίζουμε τον τελευταίο χρόνο έρχεται να επιβεβαιώσει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού».
Βασικές διαπιστώσεις της έκθεσης
Οι ΗΠΑ διατηρούν την πρώτη θέση στην κατάταξη, λόγω του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού που ψηφίστηκε τον Αύγουστο του 2022, ο οποίος εκτιμάται ότι αλλάζει τα δεδομένα ως προς τον τομέα του «πράσινου» υδρογόνου. Στη δεύτερη θέση, η Κίνα παραμένει προσηλωμένη στην επιτάχυνση της μετάβασής της στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς επιδιώκει να αναστρέψει την αυξητική τάση των εκπομπών άνθρακα έως το 2030 και να επιτύχει καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2060. Η Γερμανία ανεβαίνει στην τρίτη από την τέταρτη θέση, καθώς ο τομέας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενισχυμένος από το πακέτο μέτρων που ανακοινώθηκαν την άνοιξη, το λεγόμενο Easter package, αναμένεται να τριπλασιάσει την επέκτασή του μέσα σε μια δεκαετία.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, έχοντας χάσει φέτος από την Κίνα την πρώτη θέση ως προς την εγκατεστημένη υπεράκτια αιολική δυναμικότητα, υποχώρησε κατά μία θέση στην κατάταξη του δείκτη RECAI. Ωστόσο, η χώρα διαθέτει σήμερα έναν σημαντικό αριθμό έργων σε ανάπτυξη, με την υπεράκτια αιολική ενέργεια να κατέχει κυρίαρχη θέση στην ενεργειακή στρατηγική της κυβέρνησης. Η Ολλανδία βρέθηκε για πρώτη φορά στην δεκάδα των κορυφαίων χωρών του δείκτη με τη φιλόδοξη ατζέντα της για καθαρή ενέργεια, η οποία περιλαμβάνει στόχο υπεράκτιων αιολικών 70GW έως το 2050. Μεταξύ των χωρών με τις πιο αξιοσημείωτες εξελίξεις, η έρευνα κάνει ειδική αναφορά στην Ελλάδα, σημειώνοντας τις εξαιρετικά ισχυρές της επιδόσεις, με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί για 15GW νέας καθαρής ενέργειας και 2GW υπεράκτιας αιολικής ενέργειας μέχρι το 2030.
Ο νέος προσαρμοσμένος δείκτης RECAI
Ο δείκτης RECAI χρησιμοποιεί μια σειρά από διαφορετικά κριτήρια για να συγκρίνει την ελκυστικότητα των αγορών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως τη δυναμικότητα των έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη, αντικατοπτρίζοντας το απόλυτο μέγεθος των επενδυτικών ευκαιριών στις ΑΠΕ. Ως εκ τούτου, είναι φυσικό ο δείκτης να πριμοδοτεί τις πιο μεγάλες οικονομίες. Γι’ αυτό, η παρούσα έκδοση της έκθεσης περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, έναν νέο δείκτη, ο οποίος προσαρμόζει τον βασικό δείκτη ως προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο αγορές που έχουν απόδοση πάνω από τις προσδοκίες με βάση το ΑΕΠ τους.
Σε αυτόν τον δείκτη η Ελλάδα κατακτά τη δεύτερη θέση, με πρώτο το Μαρόκο.
Δείκτης PPA: παρά τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, τα θεμελιώδη μεγέθη παραμένουν ισχυρά για περαιτέρω επέκταση της παγκόσμιας αγοράς
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι, έπειτα από μια εκτεταμένη περίοδο εκθετικής ανάπτυξης -λόγω των ιστορικά υψηλών τιμών ενέργειας και της ακραίας αστάθειας της αγοράς- η ποσότητα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που δεσμεύεται μέσω εταιρικών διμερών συμβολαίων (corporate PPAs) το 2022 αναμένεται να μειωθεί σε σχέση με το 2021, αν και αναμένεται να παραμείνει σε επίπεδα υψηλότερα από το 2020. Η Ισπανία παραμένει η κορυφαία αγορά ως προς τα εταιρικά διμερή συμβόλαια, αντιπροσωπεύοντας, μέχρι σήμερα, περίπου το ένα τρίτο της νέας δυναμικότητας στην Ευρώπη το 2022. Η Ινδία εισέρχεται στην πρώτη δεκάδα, μετά τις πρόσφατες αλλαγές που εισήγαγε για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ευελιξία και σαφήνεια όρων στους ενδιαφερομένους.
Ενίσχυση της παγκόσμιας ενεργειακής ανθεκτικότητας
Η έκθεση υπογραμμίζει, επίσης, την επείγουσα ανάγκη για μεγαλύτερη ενεργειακή ανθεκτικότητα. Η αύξηση της παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η επιτάχυνση της διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας και η αύξηση των δυνατοτήτων αποθήκευσης ενέργειας αποτελούν παγκόσμιες προτεραιότητες. Παράλληλα, αναδεικνύεται και μια νέα πρόκληση: η επιτάχυνση της ενσωμάτωσης αυξανόμενων ποσοτήτων ανανεώσιμης ενέργειας στα δίκτυα.