THEPOWERGAME
«Ο Σεπτέμβριος θα είναι ένας ακριβός μήνας». Αυτή την ξεκάθαρη πρόταση χρησιμοποίησε υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών για να περιγράψει τις επιδοτήσεις που θα δοθούν τον Σεπτέμβριο, προκειμένου οι λιανικές τιμές ρεύματος που θα κληθούν να πληρώσουν οι τελικοί καταναλωτές να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα με τον Αύγουστο.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές δεσμεύσεις, ανεξάρτητα το ύψος των τιμολογίων που θα ανακοινώσουν, εκτός απρόοπτου, εντός της ημέρας οι πάροχοι, το Υπουργείο Οικονομικών θα καταβάλει ενισχύσεις έτσι ώστε να καλύψει το 90% της αύξησης για το σύνολο των καταναλωτών και το 100% της αύξησης για όσους ανήκουν στο κοινωνικό τιμολόγιο.
Αυτό θα επιφέρει σημαντική πίεση για τα κρατικά ταμεία, καθώς το σύνολο των χρημάτων που θα κατευθυνθούν προς τους καταναλωτές δεν αποκλείεται να φτάσουν και το 1,5 δισ. ευρώ. Τον Αύγουστο η συνολική δαπάνη που έφτασε στα νοικοκυριά ήταν 1,136 δισ.
Βέβαια το ποσό που κατέβαλαν τα κρατικά ταμεία ήταν κατά πολύ μικρότερο και διαμορφώθηκε στα 200 εκατομμύρια, καθώς τα υπόλοιπα χρήματα αντλήθηκαν από τον Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Το ίδιο αναμένεται να γίνει και αυτό το μήνα. Όμως, η πορεία των τιμών της κιλοβατώρας που θα ανακοινώσει ο κάθε πάροχος ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα αυξημένη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΔΕΗ από τα 0,486 ευρώ ανά κιλοβατώρα που ανακοίνωσε για τον Αύγουστο, σκέφτεται να τιμολογήσει με ποσό που θα φτάσει κοντά στα 80 λεπτά. Οι σκέψεις είναι για 0,78 ή 0,79 ευρώ, που θα σημάνει πολύ μεγάλη απόκλιση από τις τιμές που θα ήθελε να δει η κυβέρνηση, ήτοι χαμηλότερα από 0,6 ευρώ, ώστε -για ψυχολογικούς λόγους- η τιμή να συμπεριλαμβάνει το 0,5.
Για την κυβέρνηση η πιθανότητα η ΔΕΗ σχεδόν να διπλασιάσει την τιμή της κιλοβατώρας είναι ένα πολύ κακό σενάριο, καθώς θα δώσει τον τόνο και στους υπόλοιπους παρόχους που ενδέχεται να προχωρήσουν σε ανάλογες αυξήσεις. Άλλωστε στο παρασκήνιο τα τηλέφωνα έχουν ανάψει εδώ και πολλές μέρες κι ας είμαστε καταμεσής στον Αύγουστο.
Μην ξεχνούμε ότι τον προηγούμενο μήνα οι εναλλακτικοί πάροχοι ανακοίνωσαν τιμές από 0,55 ευρώ έως και 0,94, που σημαίνει ότι τα ακριβότερα τιμολόγια μπορεί να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν το 1,5 ευρώ ανά κιλοβατώρα.
Σε μία τέτοια περίπτωση είναι πολύ πιθανό, το Υπουργείο Οικονομικών να κληθεί να κλείσει μία τρύπα μεταξύ 300 και 400 εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου η μέση τελική τιμή που θα πληρώσουν οι καταναλωτές να πέσει και πάλι στα 16 έως 18 λεπτά η κιλοβατώρα, όπως έγινε και τον Αύγουστο.
Και από εκεί και πέρα τί;
Η εικόνα την αγοράς του ηλεκτρικού ρεύματος ολοένα και χειροτερεύει. Στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου η μέση τιμή του φυσικού αερίου ήταν οριακά πάνω από τα 200 ευρώ/MWh στα 200,794, ενώ στη συνέχεια κατέγραφε κάθε ημέρα και νέο ρεκόρ σκαρφαλώνοντας ακόμη και μέχρι τα 250 ευρώ κατά τη διάρκεια της ημερήσιας διαπραγμάτευσης.
Και η τιμή δεν φαίνεται να συγκρατείται αυτή τη στιγμή, καθώς από τη μία η βιομηχανίες τις Ευρώπης δεν μπορούν να σταματήσουν ουσιαστική τη χρήση του αερίου και ταυτόχρονα οι κυβερνήσεις προσπαθούν να γεμίσουν τις υπόγειες αποθήκες. Η Γερμανία βρίσκεται στο 78% με στο στόχο το 95% μέχρι το Νοέμβριο, ένα ποσοστό όμως που είναι άγνωστο αν θα πετύχει. Το αποτέλεσμα είναι ότι όσο υπάρχει ζήτηση, αλλά η προσφορά από τη Ρωσική πλευρά (και κυρίως στον αγωγό Nord Stream 1) παραμένει στο 20%, οι τιμές απλά θα ανεβαίνουν.
Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του ενεργειακού αναλυτή της Société Générale Κοκού Αγμπό-Μπλουά που τόνισε μιλώντας στο CNBC: «Αν πάμε σε ένα πρόγραμμα δελτίου (στο φυσικό αέριο) όπως το σκέφτεται η Γερμανία όσο πλησιάζει ο χειμώνας, τότε θα δούμε σημαντική συγκράτηση της ζήτησης αν κλείσει κυριολεκτικά η παροχή ενέργειας σε κάποιο τμήμα της βιομηχανίας. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να έχεις μία βαθιά ύφεση προκειμένου να δημιουργήσεις αρκετή συγκράτηση της ζήτησης προκειμένου οι τιμές του φυσικού αερίου ή της ενέργειας να πέσουν».
Στην ουσία οι αναλυτές προβλέπουν συγκράτηση των τιμών στο φυσικό αέριο μόνο όπως παρατηρείται ήδη στο πετρέλαιο, όπου η προσδοκία για συγκράτηση της ανάπτυξης έχει επαναφέρει τις τιμές στα προ-ουκρανικής κρίσης επίπεδα. Το πρόβλημα είναι ότι η αγορά πετρελαίου είναι μία υγιής αγορά. Το αντίθετο δηλαδή από εκείνη του φυσικού αερίου, στην οποία η Ρωσία παραμένει ο κύριος παίκτης στο αέριο μέσω αγωγών, ενώ το LNG ακόμη παραμένει μία ακριβή λύση, που χρειάζεται μεγάλες επενδύσεις για να αποτελέσει το αντίπαλο δέος. Όσο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δυστυχώς είμαστε ακόμη πολύ μακριά.