THEPOWERGAME
Θετικά σχόλια αλλά και αντιδράσεις από συγκεκριμένους κλάδους της αγοράς προκαλούν οι προβλέψεις του υπό κατάθεση κλιματικού νόμου της κυβέρνησης όπως η υποχρέωση για κυκλοφορία μόνο ηλεκτρικών ταξί στις περιφέρειες Αθήνας και Θεσσαλονίκης από το 2025, η κατάργηση της πώλησης οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2030 και η απαγόρευση εγκατάστασης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης όπου υπάρχει επαρκές διαθέσιμο δίκτυο φυσικού αερίου από το 2023. Από το 2025, απαγορεύεται η εγκατάσταση καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης ενώ από το 2030, απαγορεύεται εντελώς η χρήση τους.
Από τα σχόλια που κατατέθηκαν στη δημόσια διαβούλευση προκύπτει πως αρκετές περιβαλλοντικές οργανώσεις θεωρούν πως ο κλιματικός νόμος έπρεπε να είναι περισσότερο τολμηρός, ενώ η αγορά θεωρεί πως είναι υπερβολικά φιλόδοξος. Για παράδειγμα, στην WWF Ελλάς τονίζουν πως «ενεργοβόροι τομείς της οικονομίας με μεγάλη συνεισφορά στις εκπομπές άνθρακα, όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία δεν καλύπτονται επαρκώς, αλλά περιορίζονται σε αναφορές σε “κατάλληλα μέτρα και πολιτικές” οι οποίες όμως δεν προσδιορίζονται στα επόμενα άρθρα».
Στον κλιματικό νόμο προβλέπεται πως οι ιδιοκτήτες κτιρίων των οποίων η κύρια χρήση σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της συνολικής επιφάνειας δόμησής τους δεν είναι η κατοικία, για τα οποία εκδίδονται οικοδομικές άδειες από 1/1/2023, υποχρεούνται να τοποθετούν συστήματα παραγωγής ηλιακής ενέργειας από φωτοβαλταϊκά ή θερμικά ηλιακά συστήματα σε ποσοστό που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 30% της κάλυψης. Εξαιρούνται οι ναοί και τα τουριστικά καταλύματα καθώς και «μεμονωμένα κτίρια εφόσον τεκμηριώνεται η σχετική αναγκαιότητα για λόγους μορφολογικούς ή αισθητικούς». Η Ένωση Βιομηχανιών Ηλιακής Ενέργειας θεωρεί όμως πως «το νομοσχέδιο πρέπει να συμβάλει ξεκάθαρα στη προώθηση των εφαρμογών των θερμικών ηλιακών συστημάτων σε όλες τις σχετικές διατάξεις και άρθρα (6, 13, 14,16,17,18,22,27)».
Για την απαγόρευση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από στερεά ορυκτά καύσιμα μετά την 31η Δεκεμβρίου 2028 η εταιρεία συμβούλων ελεγκτών Ernst & Young προτείνει να «γίνει εκτίμηση (τεχνική ή οικονομική) για το σενάριο της απαγόρευσης στερεών ορυκτών καυσίμων από το 2028 και μετά (…) και αναρωτιέται αν αποφευχθεί η περαιτέρω χρήση φυσικού αερίου, με ποιον τρόπο θα καλυφθεί η ζήτηση.
Συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τη χρήση ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή προτείνει ο Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών. Δηλαδή “πλήρης απεξάρτηση απόστερεά ορυκτά καύσιμα έως το 2025, από υγρά ορυκτά καύσιμα έως το 2030 και από αέρια ορυκτά καύσιμα έως το 2035”. Ο ΣΕΦ προτείνει να ενταχθούν στον κλιματικό νόμο και συγκεκριμένες προβλέψεις για τη διείσδυση των Ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Συγκεκριμένα μέχρι το 2030 συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας σε ποσοστό 50% και στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε ποσοστό 85%.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), «η δέσμευση της Ελλάδας για κατάργηση της πώλησης οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης, ήδη από το έτος 2030, είναι πρώιμη σε σχέση με τις εξελίξεις στην ΕΕ και τους ρυθμούς ανάπτυξης του εθνικού δικτύου υποδομών. Παράλληλα, αγνοεί τα οφέλη των ανανεώσιμων καυσίμων που μπορούν να μειώσουν άμεσα τις εκπομπές από το σύνολο των οδικών μεταφορών (επιβατικά, φορτηγά, μη οδικά κινητά μηχανήματα), συμπληρωματικά με την ηλεκτροκίνηση. Είναι σκόπιμο να διατηρηθεί η πώληση νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης και μετά το 2030, με την προϋπόθεση ότι τα οχήματα θα χρησιμοποιούν υγρά καύσιμα χαμηλού άνθρακα».
Στη δεξαμενή σκέψης Green Tank υποστηρίζουν πως απαιτείται αποσαφήνιση της σχέσης του υπό αναμόρφωση Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) με τους ενδιάμεσους κλιματικούς στόχους. Για να καταστεί σαφές ότι ο κλιματικός νόμος είναι αυτός που ορίζει τους στόχους ενώ το ΕΣΕΚ τους εξειδικεύει σε τομείς οικονομικής δραστηριότητας (ηλεκτροπαραγωγή, βιομηχανία, μεταφορές, κτίρια κλπ) και διαμορφώνει τα μέτρα και τις πολιτικές που απαιτούνται για την επίτευξή τους, προτείνεται συγκεκριμένη τροποποίηση του κλιματικού νόμου.
Στο Green Tank προτείνουν αλλαγές ώστε να «επισπευστεί η απολιγνιτοποίηση με καταληκτική ημερομηνία το 2025», να τεθεί χρονικό όριο τερματισμού των δραστηριοτήτων εξόρυξης υδρογονανθράκων, να οριστεί το 2035 ως το έτος κατά το οποίο η χώρα θα μηδενίσει τις εκπομπές της στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, να τεθούν στόχοι διείσδυσης των ΑΠΕ για τη θέρμανση κτιρίων καθώς και να βελτιωθούν και να συμπληρωθούν οι προβλέψεις για υποχρεωτική εγκατάσταση συστημάτων αξιοποίησης της ηλιακής ενέργειας στα κτίρια, να διασφαλιστεί ότι οι επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν για έργα μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή με δημόσιους πόρους θα είναι απολύτως συμβατές με τους κανόνες της Πράσινης Ταξινομίας και των σχετικών κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και να ενισχυθεί η συμμετοχή των πολιτών στις διαβουλεύσεις για ζητήματα κλιματικής πολιτικής (ετήσια έκθεση προόδου και πενταετείς προϋπολογισμοί άνθρακα) και να θεσπιστεί συζήτηση στη Βουλή κάθε χρόνο της ετήσιας έκθεσης που θα υποβάλλει η Επιστημονική Επιτροπή Αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής.
Στην Greenpeace θεωρούν πως «η έλλειψη σύνδεσης με το ΕΣΕΚ δημιουργεί ερωτηματικά αν το παρόν σχέδιο νόμου θα βασιστεί στο υφιστάμενο ή αναθεωρημένο ΕΣΕΚ δεδομένου ότι γίνεται αναφορά σε ενδιάμεσους κλιματικούς στόχους για το 2030 και το 2040 τη στιγμή που βρισκόμαστε ήδη σε τροχιά μετάβασης. Πρέπει να γίνεται σαφές με ποιο τρόπο οι στόχοι του κλιματικού νόμου είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τους στόχους που τίθενται στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ. Θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο στο σχέδιο νόμου ότι η τροποποίηση της εθνικής συνεισφοράς στους τομείς που καλύπτει το ΕΣΕΚ επιτρέπεται μόνο εφόσον η μεταγενέστερη συνεισφορά αντιπροσωπεύει πρόοδο πέρα από την προηγούμενη…» Υποστηρίζουν επιπλέον πως «εξαιρετικά αρνητικό στοιχείο του νομοσχεδίου είναι ότι δεν φαίνεται να προβλέπονται νομικά δεσμευτικοί στόχοι για την σταδιακή απεξάρτηση από το ορυκτό αέριο και να γίνεται η παραμικρή αναφορά στον τερματισμό των εξορύξεων υδρογονανθράκων, την ώρα μάλιστα που όλο και περισσότερα κράτη ανακοινώνουν σχετικά σχέδια».
Οι προτάσεις για τα αυτοκίνητα
Ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ) και άλλοι επιχειρηματικοί φορείς υποστηρίζουν πως ο κλιματικός νόμος «δεν συνοδεύεται από την ανάλυση των οικονομικών επιπτώσεων στην ανακάμπτουσα Ελληνική οικονομία των μέτρων που θα κληθούν να εφαρμόσουν νωρίτερα από τον λοιπό ευρωπαϊκό ανταγωνισμό». Γι’ αυτό το λόγο προτείνουν «να εκπονηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη επιπτώσεων «impact assessment» από οίκο εγνωσμένης εμπειρίας».
Σε σχέση με την πρόβλεψη του κλιματικού νόμου για μείωση εκπομπών κατά 80% μέχρι το 2040, οι εταιρείες πετρελαιοειδών θεωρούν πως «είναι δυσανάλογο για την οικονομία της χώρας μας, την περίοδο που το σύνολο των ευρωπαϊκών θεσμών που εμπλέκονται στο νομοθετικό και οικονομικό γίγνεσθαι προβληματίζεται για το πως θα επιτευχθούν οι στόχοι της δέσμης μέτρων «Fit for 55», στην Ελλάδα να υιοθετούμε ακόμα δυσμενέστερους κανόνες και πιο σύντομα».
Ειδικά για τα οχήματα, στον ΣΕΕΠΕ θεωρούν πως «είναι πολύ πρώιμη η δέσμευση της χώρας μας για κατάργηση της πώλησης οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης το έτος 2030, τη στιγμή που η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Κανονισμού εκπομπών οχημάτων στα πλαίσια της δέσμης μέτρων Fit for 55 το προβλέπει για το έτος 2035, ενώ παράλληλα είναι σε εξέλιξη διαβουλεύσεις για την αναθεώρηση της πρότασης του κανονισμού εκπομπών οχημάτων, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η συνεισφορά των υγρών καυσίμων χαμηλού άνθρακα στη μείωση των εκπομπών κινητήρων εσωτερικής καύσης».
Επίσης, η Ευρωπαϊκή Αυτοκινητοβιομηχανία υποστηρίζει ότι είναι ήδη πολύ φιλόδοξος ο ενδιάμεσος στόχος-πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση των εκπομπών CO2 κατά 55% το 2030, λόγω ανεπαρκών υποδομών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων και προτείνει να επανεξεταστούν το 2028 οι στόχοι μείωσης εκπομπών που αφορούν τα έτη μετά το 2030.Επιπλέον των όσων συμβαίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερα για τη χώρα μας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα ακόλουθα:
- Ο στόλος της Ελλάδας είναι πιο γερασμένος από αυτόν άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, λόγω οικονομικής κρίσης και χαμηλότερων εισοδημάτων και επομένως, η υποχρέωση οι νέες ταξινομήσεις να γίνονται με ακριβότερα νέας τεχνολογίας οχήματα, θα οδηγήσει σε αδυναμία των καταναλωτών να αλλάξουν τα παλιά αυτοκίνητα.
- Δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες υποδομές Ηλεκτρικού Δικτύου ούτε και εξαγγελθείσες επενδύσεις για να υποστηριχθεί αντίστοιχα η εκτεταμένη ηλεκτροκίνηση».
Σύμφωνα με τον ΔΕΣΦΑ πρέπει να προστεθούν «πρόσθετα σημεία που να υπογραμμίζουν τον σημαντικό ρόλο που αναμένεται να διαδραματίσουν το CNG/LNG και το bio-LNG/bio-CNG, το συμπιεσμένο και υγροποιημένο φυσικό αέριο, τα επόμενα χρόνια στις μεταφορές.Συγκεκριμένα προτείνουν να προβλέπεται η δυνατότητα να κυκλοφορούν οχήματα εναλλακτικών καυσίμων που καίνε βιομεθάνιο (bio-CNG, bio-LNG), τα οποία έχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων. Θεωρούν, επίσης, πως πρέπει να υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ οχημάτων και βαρέων φορτηγών (ή λεωφορείων), όπου το LNG / CNG αρχικά και το bio-LNG/bio-CNG αργότερα αναμένεται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο (σε ευρωπαϊκό επίπεδο) στην απoανθρακοποίηση της οικονομίας.
Στο ΙΕΝΕ θεωρούν πως το νομοσχέδιο μηδενίζει «απότομα την αγορά των οδικών καυσίμων και των καυσίμων θέρμανσης το 2030, αγνοώντας ότι ο Κλάδος θα χρειαστεί να συμβάλλει στην μετάβαση μέσω της ανάπτυξης ανανεώσιμων καυσίμων σε ευρεία κλίμακα. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο ένα καθεστώς στήριξης, με στόχους, κίνητρα και ένα σταθερό επενδυτικό περιβάλλον, αντίστοιχο με αυτού που απολαμβάνει η ηλεκτροκίνηση. Το αποτέλεσμα θα ήταν η θέσπιση ενός ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου για το Κλίμα, που να στηρίζει όλες τις καινοτόμες τεχνολογίες, χωρίς αποκλεισμούς και να διευκολύνει την μετάβαση του συνόλου της οικονομίας».
Η μάχη για τους καυστήρες θέρμανσης
Ο ΣΕΕΠΕ υποστηρίζει «δεν υπάρχει πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη δέσμη μέτρων Fit for 55 για κατάργηση του Πετρελαίου Θέρμανσης. Επομένως, η απαγόρευση της χρήσης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης αφορά μια πρωτοβουλία της χώρας μας που θεωρούμε πως είναι σε λάθος κατεύθυνση γιατί θα αντικατασταθούν καυστήρες πετρελαίου θέρμανσης με αντίστοιχους ορυκτού καυσίμου (φυσικού αερίου), το οποίο έχει μικρή επίδραση στο ανθρακικό αποτύπωμα, θα οδηγήσει τους ασθενέστερους οικονομικά σε χειρότερες λύσεις θέρμανσης, όπως η συστηματική καύση ξύλων οποιασδήποτε προέλευσης / επεξεργασίας, με σοβαρές συνέπειες στην υγεία των πολιτών, θα ενταθεί η ενεργειακή φτώχεια».
Κατά το σύνδεσμο «δεν ενισχύεται έτσι η παραγωγή καυσίμων χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος, τα οποία δεν απαιτούν αλλαγή στις υποδομές και μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στη μείωση των εκπομπών, ιδιαίτερα αν συνδυαστούν με νέους αποδοτικούς καυστήρες ή/και με ηλιακή ενέργεια, συμβάλλοντας έτσι και στους στόχους αύξησης της χρήσης ΑΠΕ μέσω του υγρού καυσίμου θέρμανσης, αλλά και δυνητικά μέσω και χρήσης φωτοβολταϊκών (υβριδικά συστήματα θέρμανσης)».
Αντίθετα στον Σύνδεσμο Εταιρειών ΦωτοβολταΪκών υποστηρίζουν πως «πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη απαγορεύσει ή δρομολογήσει την απαγόρευση συστημάτων θέρμανσης με ορυκτό αέριο σε νέα κτίρια. Η Γαλλία δρομολογεί την πλήρη απαγόρευση μέχρι το 2024, στη Δανία υπάρχει απαγόρευση από το 2013, στο Ηνωμένο Βασίλειο θα γίνει το 2025 και απαγόρευση πωλήσεων καυστήρων αερίου από το 2035, στην Ιρλανδία από το 2025 και στην Ολλανδία έχει γίνει από το 2021. Στη Σουηδία η πλειοψηφία των κτιρίων θερμαίνεται με τηλεθέρμανση από ΑΠΕ και ανακτώμενη θερμότητα από τη βιομηχανία ενώ στη Φινλανδία με τηλεθέρμανση.
Στον ΣΕΦ στηρίζουν πολιτικές χωρών του εξωτερικού για υποχρεωτική εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων σε κτίρια που έχει υιοθετηθεί και από την οργάνωση-ομπρέλα των ευρωπαϊκών Συνδέσμων Φωτοβολταϊκών, την SolarPower Europe.
Στην ΕΔΑ Αττικής (την εταιρεία διανομής φυσικού αερίου) υποστηρίζουν πως σε νόμο του 2000 για την “επιβολή περιορισµών στο είδος των χρησιµοποιούµενωνκαυσίµων στην περιοχή του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας» ορίζεται μεταξύ άλλων και ειδικότερα για τους επαγγελματικούς χώρους ότι απαγορεύεται η χρήση πετρελαίου στις εστίες καύσης για παρασκευή φαγητού και άρτου και για τη θέρμανση νερού και των χώρων τους . Επίσης απαγορεύεται η χρήση πετρελαίου για τη θέρμανση νερού και των χώρων των κατοίκων της ίδιας περιοχής. Παρόλα αυτά δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμή σαφής εφαρμογής του μέτρου. Για τον λόγο αυτό θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρξει καθορισμός φορέα ελέγχου της υποχρέωσης που προκύπτει από τον Εθνικό Κλιματικό νόμο και των κυρώσεων σε περίπτωση μη εφαρμογής της”.