THEPOWERGAME
Σοβαρά προβλήματα στον σχεδιασμό για την ενεργειακή επάρκεια της Ελλάδας και στα επενδυτικά πλάνα για την κατασκευή μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο προκαλούν οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο περίφημο EU Taxonomy, τον κατάλογο επενδύσεων που θεωρούνται «πράσινες». Πρόκειται για το γνωστό κατάλογο για τον οποίο υπάρχει πολύμηνη κόντρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με επίκεντρο το αν θεωρούνται πράσινες επενδύσεις τα έργα φυσικού αερίου και πυρηνικής ενέργειας.
Στελέχη της ενεργειακής αγοράς υποστηρίζουν πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει δεσμευτικό στόχο για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 55% (σε σχέση με το 1990) μέχρι το 2030. Οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου έχουν ήδη μειωθεί κατά 26%. Δηλαδή απομένουν περίπου 30 ποσοστιαίες μονάδες που πρέπει να καλυφθούν στα επόμενα εννιά χρόνια. Αυτό είναι μια ηράκλεια προσπάθεια. Επομένως, η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση και την αναχρηματοδότηση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο φυσικό αέριο κατά την τρέχουσα δεκαετία πρέπει να αποτελέσει βασικό κομμάτι της ευρωπαϊκής ταξινομίας. Και αυτό γιατί καμία άλλη διαθέσιμη τεχνολογία δεν μπορεί να προσφέρει τόσο σύντομα τόσο μεγάλη μείωση εκπομπών CO2 και ταυτόχρονα να συνεισφέρει στην ευστάθεια του συστήματος προσφέροντας εφεδρείες και να διασφαλίσει την επάρκεια ισχύος και την αποφυγή μπλακ-άουτ.
Όπως εξηγούν, «το σχέδιο όμως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις μη ρεαλιστικές προϋποθέσεις που θέτει προκαλεί ανησυχία όσον αφορά την απόδοση του χαρακτηρισμού της μεταβατικής δραστηριότητας στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο. Επιπλέον, η σχετική ενότητα 4.29 βρίθει ασαφειών και δημιουργεί σύγχυση σε πολλά σημεία της».
Ειδικότερα, εάν μια μονάδα αερίου μπορεί μελλοντικά να λειτουργήσει με κάτω από 100 gCO2/kWh(γραμμάρια διοξειδίου ανά κιλοβατώρα) στον κύκλο ζωής της, τότε θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως πράσινη (αφού αυτό το όριο θέτει η ταξινομία και για τις ΑΠΕ) και όχι ως μεταβατική δραστηριότητα. Στην αγορά θεωρούν πως «το όριο των 270 gCO2/kWh είναι ανεφάρμοστο». Οι τελευταίας τεχνολογίας μονάδες συνδυασμένου κύκλου εκπέμπουν 340 gCO2/kWh με καύση φυσικού αερίου. Σημειώνεται ότι οι συγκεκριμένες μονάδες διαθέτουν δυνατότητα καύσης υδρογόνου (Η2)». Καθώς όμως, κατά την τρέχουσα δεκαετία, δεν παρέχεται δυνατότητα εμπορικής τροφοδοσίας πράσινου υδρογόνου σε σημαντικές ποσότητες από τα πανευρωπαϊκά δίκτυα, η επίτευξη του ορίου των 270 gCO2/kWh δεν είναι εφικτή.
Για αυτό τον λόγο στην αγορά θεωρούν πως και για τις νέες μονάδες θα πρέπει να προβλέπεται η τεχνολογική δυνατότητά τους να χρησιμοποιούν Η2 (‘hydrogenready’), όριο εκπομπών στο επίπεδο των 340 gCO2/kWh για όσο δεν υπάρχουν εμπορικά διαθέσιμες επαρκείς ποσότητες πράσινου Η2 μέσω δικτύων και αγορών. Το όριο αυτό να μειώνεται αυτόματα σε 270 gCO2/kWh τη χρονική στιγμή που θα καταστούν εμπορικά διαθέσιμες επαρκείς ποσότητες πράσινου καυσίμου.
Πολύ σφιχτά περιθώρια υπάρχουν και στη δεύτερη εναλλακτική που προβλέπει το EU Taxonomy προκειμένου να χαρακτηριστεί μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής ως μεταβατική δραστηριότητα, με όριο εκπομπών τα 550 kgCO2/kW-year. «Αυτό πρακτικά σημαίνει λειτουργία μιας νέας μονάδας για μόλις 1.600 ώρες περίπου τον χρόνο. Κάτι που οδηγεί στη μη βιωσιμότητα της επένδυσης, ιδίως κατά τα πρώτα κρίσιμα έτη της λειτουργίας της. Μία λύση θα ήταν το όριο των 550 kgCO2/kW-year να επιτυγχάνεται ως μέσος όρος τουλάχιστον της 25ετίας, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν επαρκείς ποσότητες καυσίμων χαμηλών ή/και μηδενικών εκπομπών. Εναλλακτικά, το όριο πρέπει να τεθεί το όριο στα 1.100 kgCO2/kW-year για την περίοδο 2023-2035 και να μειώνεται κατόπιν σταδιακά, παράλληλα με την αποδεδειγμένη διείσδυση εναλλακτικών/πράσινων καυσίμων, ώστε να επιτυγχάνεται στο βάθος της ωφέλιμης ζωής μιας μονάδας φυσικού αερίου το όριο των 550 kgCO2/kW-year».
«Τα χρονικά όρια για τη διείσδυση του πράσινου υδρογόνου στην ηλεκτροπαραγωγή δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα» λένε τα στελέχη της αγοράς ενέργειας. «Με τα σημερινά δεδομένα δεν προκύπτει ότι το 2026 θα υπάρχει τόσο μεγάλη παραγωγή πράσινου υδρογόνου στην Ευρώπη (και δη για τους σκοπούς της ηλεκτροπαραγωγής) που να μπορεί να καλύψει το 30% της παραγωγής των νέων μονάδων φυσικού αερίου. Ούτε το 55% το 2030».
Οι προβλέψεις του σχεδίου σχετικά με τη διαδικασία αντικατάστασης ρυπογόνων μονάδων είναι ασαφείς. «Θα πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη -με τη μορφή πίνακα- ποια ποσότητα ανθρακικής και πετρελαϊκής ισχύος θεωρείται ότι είναι προς αντικατάσταση σε κάθε χώρα, βάσει του εγκεκριμένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι δεν μπορεί να τιμωρούνται χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία έχει επιλέξει ένα πολύ σύντομο μονοπάτι απολιγνιτοποίησης».
Τέλος, κατά την αγορά, «το όριο για την αναγνώριση ότι μία μονάδα δεν «επιβαρύνει σημαντικά» τους περιβαλλοντικούς στόχους και ειδικά τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής (do not significant harm – climate change mitigation) επιβάλλεται να αναπροσαρμοστεί σε 450 gCO2/kWh ώστε να καταλαμβάνει ρεαλιστικά επίπεδα εκπομπών και των υφιστάμενων μονάδων φυσικού αερίου, οι οποίες είναι απολύτως αναγκαίες για το Σύστημα. Εξάλλου, δεν έχει καμία λογική και από πλευράς συστηματικής προσέγγισης η πρόβλεψη του ορίου 270 gCO2/kWh τόσο για τις μονάδες που χαρακτηρίζονται ως sustainable (σ.σ. πληρούν κριτήρια βιωσιμότητας) όσο και για αυτές που χαρακτηρίζονται ως doing no significant harm (σ.σ. δεν προκαλούν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις)».