THEPOWERGAME
Το αργότερο μέχρι τα μέσα Ιουλίου θα έχει εισαχθεί προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή -εφόσον φυσικά η Νέα Δημοκρατία επανεκλεγεί στην εξουσία- το νέο φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Πρόκειται για το δεύτερο σχέδιο νόμου που σχεδιάζει να περάσει τη νέα τετραετία, με το πρώτο να αφορά αλλαγές στη δομή, την οργάνωση και τη λειτουργία του επιτελικού κράτους. Οι στόχοι που έχει θέσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την οικονομία την τετραετία 2023-2027 είναι αρκετά φιλόδοξοι. Με «όπλο» και την επιδιωκόμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το φθινόπωρο, θέλει να πετύχει διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ετήσια βάση, διπλάσιες δημόσιες επενδύσεις και αύξηση συνολικά των επενδύσεων κατά 70%. «Θέλουμε έναν διαφορετικό τύπο ανάπτυξης, μια ανάπτυξη που να επικεντρώνεται στα ανταγωνιστικά µας πλεονεκτήματα, αλλά και να μειώνει την ανισότητα», δήλωσε προχθές σε συνέντευξή του στο Reuters. Επιδιώκει επίσης τη μείωση του δημόσιου χρέους στο 140% του ΑΕΠ το 2027 και στο 120% του ΑΕΠ το 2030, αλλά και την επαναφορά και διατήρηση του πληθωρισμού στο 2%.
Ένα «εργαλείο» προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και ένας στόχος από μόνος του, είναι η περαιτέρω μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Αποτελεί εξάλλου πεποίθηση του κ. Μητσοτάκη ότι η πολιτική αυτή είναι μονόδρομος και για την -έμμεση- αύξηση του εισοδήματος των πολιτών και για την προσέλκυση και διατήρηση επενδύσεων στη χώρα. Γι’ αυτό και επέλεξε, πριν κλείσει η Βουλή για τις θερινές διακοπές (υπολογίζεται να μείνει ανοιχτή μέχρι την Παρασκευή 4 Αυγούστου), να φέρει το νομοσχέδιο με μειώσεις φορολογικών συντελεστών και μη μισθολογικού κόστους, ώστε να δείξει εξαρχής τις προθέσεις του για τη δεύτερη θητεία του στο Μέγαρο Μαξίμου, εφόσον πάντα οι εκλογές τον οδηγήσουν ξανά σε αυτό.
Το οικονομικό νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει και την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, που θεσπίστηκε το 2011 για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Θα προβλέπει τη σταδιακή μείωση της επιβάρυνσης αυτής κατά 20% από το 2025 και στη συνέχεια νέα μείωση 30% το 2026 και πλήρη κατάργηση το 2027. Θα περιλαμβάνει επίσης την οριστική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Στο πλαίσιο στήριξης της οικογένειας -για την οποία θα έχει προηγηθεί η ίδρυση ξεχωριστού υπουργείου, που θα περιλαμβάνει ως αρμοδιότητες και το δημογραφικό και την οικογενειακή πολιτική-, το φορολογικό νομοσχέδιο θα ελαφρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Συγκεκριμένα, θα νομοθετηθεί η αύξηση με τη νέα χρονιά, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 2024, του αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες που έχουν παιδιά (εξαρτώμενα τέκνα), ένα μέτρο που αφορά κατ’ εκτίµηση περίπου 700.000 οικογένειες. Αλλες πρόνοιες του νομοσχεδίου θα είναι η μείωση κατά μία επιπλέον μονάδα των ασφαλιστικών εισφορών και του μη μισθολογικού κόστους, καθώς και η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης κατά 30% μεσοσταθμικά από 1ης/1/2025. Το τελευταίο αυτό μέτρο αναμένεται να ελαφρύνει σημαντικά πολλούς φορολογουμένους µε χαμηλά εισοδήματα, οι οποίοι δεν καταφέρνουν να καλύψουν τα υψηλά ποσά φορολογητέου εισοδήματος που προσδιορίζονται μέσα από τα τεκμήρια της Εφορίας. Αλλες διατάξεις θα ρυθμίζουν τη μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων από 0,5% σε 0,2% και τη μείωση κατά 50% του φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών. Παράλληλα, στο ίδιο νομοσχέδιο θα υπάρχουν και συγκεκριμένες παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής θα βοηθούσε επίσης την Ελλάδα να πετύχει τους στόχους της και να απελευθερώσει πόρους για κοινωνικές πολιτικές, δήλωσε στο Reuters ο Κυριάκος Μητσοτάκης. «Πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση σε αυτό το θέμα, γιατί προσθέτει δημοσιονομική δύνανη στον Προϋπολογισμό μας», πρόσθεσε χαρακτηριστικά. Το φορολογικό νομοσχέδιο, σύμφωνα με πληροφορίες, θα περιέχει και άλλες διατάξεις, όπως είναι η νέα τροποποίηση της σύμβασης παραχώρησης για τον ∆ιεθνή Αερολιμένα Αθηνών, που λήγει το 2046, ώστε να προχωρήσει η εισαγωγή του ∆ΑΑ στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Θα περιλαμβάνει επίσης τη σύμβαση παραχώρησης του Οργανισμού Λιμένος Ηγουμενίτσας μετά την πώληση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών.