THEPOWERGAME
Στην υπόθεση της Temenos επανέρχεται η Hindenburg Research, σχολιάζοντας τα ευρήματα από την «ανεξάρτητη» έρευνα που ξεκίνησε η ελβετική εταιρεία μετά τις αποκαλύψεις της έκθεσης του Φεβρουαρίου. Όπως αναφέρει στη νέα της απάντηση, τα ευρήματα των εμπειρογνωμόνων επιβεβαιώνουν σημαντικά σημεία της δικής της έρευνας, η οποία έφερε στην επιφάνεια «χειραγώγηση κερδών μέσω backdating συμβάσεων, λογιστικές παρατυπίες και άλλες ύποπτες επιχειρηματικές πρακτικές» της Temenos. Η Hindenburg θεωρεί «μεροληπτική» την έρευνα της Temenos, η οποία επικεντρώνεται στην υπεράσπιση της εταιρείας, αντί να παρέχει μια έρευνα σε βάθος, προκειμένου οι επενδυτές να πάρουν ξεκάθαρες απαντήσεις.
«Η έκθεσή μας ήταν το αποτέλεσμα 4μηνης έρευνας, που περιελάμβανε εκτεταμένη εξέταση εγγράφων και συνεντεύξεις με 25 πρώην υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένων πρώην ανώτερων στελεχών της εταιρείας», τονίζει η Hindenburg Research. Και προσθέτει: «Η “ανεξάρτητη” έκθεση της ίδιας της εταιρείας, η οποία συντάχθηκε από δικηγόρους και λογιστές των Schellenberg Wittmer, Sullivan & Cromwell και Alvarez & Marsal Switzerland, που είχαν προσληφθεί από τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Temenos, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της, ανέφερε ότι πάνω από 150 δικηγόροι και ειδικοί σε λογιστικά θέματα δαπάνησαν περισσότερες από 22.000 ώρες για την εξέταση της έκθεσής μας».
Αφού υπογραμμίζει με νόημα ότι «μια έκθεση που ανατίθεται από μια εταιρεία, πληρώνεται από την εταιρεία, με τη λέξη “ανεξάρτητη” ειρωνικά τοποθετημένη στο εξώφυλλο» πολύ συχνά περιλαμβάνει «βασικές παραλείψεις και θετικά ηχηρά συμπεράσματα, που τα ενδιαφερόμενα μέρη σπεύδουν να χαιρετίσουν ως αθώωση», ξεκαθαρίζει: «Κάτω από την επιφάνεια διαπιστώνεται πόσο μεγάλο μέρος της έκθεσης επιβεβαιώνει τα ευρήματά μας, στα οποία επιμένουμε πλήρως μέχρι σήμερα. Επίσης, εγείρει ολοκαίνουργια ερωτήματα σχετικά με τον αριθμό των πελατών και άλλες βασικές μετρήσεις, που η εταιρεία επιλέγει σαφώς να αποκρύψει από τους επενδυτές».
Η πρακτική backdating στις συμβάσεις της Temenos
Η Hindenburg στην απάντησή της απορρίπτει τα όσα αναφέρουν οι εμπειρογνώμονες για «ανακριβείς και παραπλανητικούς ισχυρισμούς», παραθέτοντας στη συνέχεια στοιχεία που δείχνουν ότι υπάρχει μια «σιωπηρή επιβεβαίωση» των συμπερασμάτων της πολυσέλιδης έκθεσης του Φεβρουαρίου. Φέρνει μάλιστα ως παράδειγμα το κομμάτι που αφορά τη σκόπιμη αναπροσαρμογή συμβάσεων με στόχο τη χειραγώγηση των κερδών. «Οι εμπειρογνώμονες που πλήρωσε η Temenos επιβεβαίωσαν τη συγκεκριμένη πρακτική», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Hindenburg. Και εξηγεί: «Βρέθηκαν 7 περιπτώσεις αναπροσαρμογής συμβάσεων, 4 περιπτώσεις όπου τα έσοδα μεταφέρθηκαν στο προηγούμενο τρίμηνο και συζήτηση μεταξύ των εργαζομένων σχετικά με την αναπροσαρμογή της υπογραφής ενός πελάτη».
Η Hindenburg χαρακτηρίζει «προβληματική» και τη «δέσμευση» της Temenos «να λάβει πρόσθετα μέτρα για τη βελτίωση των διαδικασιών της όσον αφορά τις υπογραφές συμβάσεων». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αν οι διαδικασίες ήταν εξαρχής αποτελεσματικές, δεν θα υπήρχε λόγος να τις αλλάξει».
Κάνοντας ειδική αναφορά τόσο στον νυν όσο και τον πρώην CEO της Temenos, για τους οποίους οι «ανεξάρτητοι» εμπειρογνώμονες δεν βρήκαν επιβαρυντικά στοιχεία ότι «γνώριζαν την αναδρομολόγηση των συμβάσεων πώλησης», η Hindenburg σχολιάζει: «Δεδομένου ότι μπορέσαμε να εξακριβώσουμε πληροφορίες σχετικά με την αναπροσαρμογή κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας, με πολλούς πρώην υπαλλήλους να εξηγούν συγκεκριμένα πώς ενθαρρύνθηκε η πρακτική αυτή, αυτό είναι πιθανότατα ψευδές, και τα ανώτερα στελέχη στην καλύτερη περίπτωση ήταν αμελείς στο να μη γνωρίζουν ή είχαν εσκεμμένη άγνοια».
Η υπόθεση Mbang και η εικονική πώληση λογισμικού της Temenos
Επίσης, η Hindenburg εστιάζει στην υπόθεση της Μbanq. «Στην έκθεσή μας επισημάναμε στοιχεία που έδειχναν ότι η Temenos είχε χρηματοδοτήσει κρυφά την αγορά του δικού της λογισμικού, συμμετέχοντας ουσιαστικά σε ένα σύστημα roundtripping, πραγματοποιώντας δηλαδή μια αδήλωτη επένδυση ύψους 20 εκατ. δολαρίων στην Mbanq, την ίδια στιγμή που η Mbanq υπέγραφε μια συμφωνία με βάση την οποία δεσμευόταν να αγοράσει 20 εκατ. δολάρια σε υπηρεσίες λογισμικού από την Temenos, σύμφωνα με ένα πρώην στέλεχος της ελβετικής εταιρείας με το οποίο μιλήσαμε», τονίζει. Και εξηγεί: «Η “ανεξάρτητη” εξέταση ουσιαστικά επιβεβαίωσε το σύνολο αυτών των ισχυρισμών και παρουσίασε νέα στοιχεία, που υποδεικνύουν ότι το ζήτημα ήταν χειρότερο σε σχέση με ό,τι είχαμε αποκαλύψει. Η εξέταση διαπίστωσε, όπως ισχυριστήκαμε, ότι τον Ιούνιο του 2021 και τον Σεπτέμβριο του 2022 η Temenos πραγματοποίησε επενδύσεις στην Mbanq, και επιβεβαίωσε ότι η Mbanq απέκτησε άδειες λογισμικού από την Temenos κατά τον χρόνο αυτών των επενδύσεων (τον Ιούνιο του 2021 και τον Σεπτέμβριο του 2022)».
«H ανασκόπηση της Temenos έδειξε ότι οι “άδειες χρήσης” λογισμικού πωλήθηκαν κατά τη στιγμή των “επενδύσεων”, υποδεικνύοντας ότι πραγματοποιήθηκαν δύο τέτοιες ταυτόχρονες συμφωνίες επενδύσεων και πωλήσεων λογισμικού. Η εξέταση σιωπά επιδεικτικά σχετικά με το γιατί η Temenos δεν αποκάλυψε τίποτε από αυτά στους επενδυτές εκείνη την εποχή ή γιατί δεν αποκάλυψε καν την επένδυσή της στην Mbanq μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2021, όταν ανακοίνωσε για πρώτη φορά μια συνεργασία. Αντ’ αυτού, η Temenos ανέφερε μόνο μια “επένδυση μειοψηφίας” σε μια ανακοίνωση πάνω από έναν χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2022», συνεχίζει η Hindenburg στην απάντησή της.
«Τα ευρήματα αυτά όχι μόνο υποστηρίζουν προφανώς το συμπέρασμά μας για roundtripping, αλλά φαίνεται επίσης να αναδεικνύουν σημαντικές απώλειες που υπέστησαν οι μέτοχοι της Temenos ως αποτέλεσμα. Παρ’ όλα αυτά, η επανεξέταση δεν αμφισβήτησε τα γεγονότα, αλλά τον χαρακτηρισμό μας ότι αυτό αποτελούσε απόδειξη ενός συστήματος roundtripping. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, θεωρούμε ότι ο διευθύνων σύμβουλος, Ανδρέας Ανδρεάδης, πρέπει να παραιτηθεί αμέσως», σημείωσε ακόμη η Hindenburg, κάνοντας και μια ξεχωριστή αναφορά στο ψηφιακό τραπεζικό προϊόν Infinity, το οποίο -όπως και η συνεργασία με την DXC- «δεν απέδωσαν επαρκώς», με τους εμπειρογνώμονες της Temenos να αναγνωρίζουν τις «προκλήσεις» στη συγκεκριμένη συνεργασία, αλλά να αποφεύγουν να παράσχουν λεπτομέρειες.
Υπενθυμίζεται ότι μετά τις αποκαλύψεις για την Temenos, η μετοχή της ελβετικής εταιρείας σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση της τα τελευταία 15 χρόνια.