THEPOWERGAME
Την κατάσταση που διαμορφώνεται στις συγχωνεύσεις και στις εξαγορές για το 2024, που χαρακτηρίζεται από μια αξιοσημείωτη κάμψη αλλά και από αναδυόμενες ευκαιρίες, αποτυπώνει στην έκτη ετήσια παγκόσμια μελέτη της η Bain & Company. Ιδιαίτερα, αναφέρεται στον τομέα των τραπεζών, στο ενεργειακό τομέα και στην παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία διερευνά τις τάσεις σε 14 κλάδους και 4 γεωγραφικές περιοχές, η συνολική αγορά συγχωνεύσεων και εξαγορών έπεσε στα 3,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Αυτό αντιστοιχεί σε μείωση της τάξης του 15% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, σηματοδοτώντας μια σημαντική αλλαγή στη δυναμική της αγοράς, δεδομένου ότι οι dealmakers ήρθαν αντιμέτωποι με τα υψηλά επιτόκια, τους αυστηρούς ρυθμιστικούς ελέγχους και τα μεικτά μακροοικονομικά μηνύματα, που τους ώθησαν να είναι πιο επιλεκτικοί ως προς το ποιες συμφωνίες θα έπρεπε να κλείσουν κατά το 2023.
Παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη στις συγχωνεύσεις και εξαγορές
Η μελέτη σε περισσότερους από 300 επαγγελματίες στον τομέα των συγχωνεύσεων και των εξαγορών δείχνει ότι, ενώ μόνο το 16% εφαρμόζει επί του παρόντος παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη για τις διαδικασίες των συμφωνιών, το 80% αναμένει ότι θα το κάνει μέσα στα επόμενα τρία χρόνια.
Οι αρχικοί χρήστες της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης έχουν επικεντρωθεί στην αποτελεσματικότητα των διαδικασιών κατά τα πρώτα στάδια των συγχωνεύσεων και των εξαγορών – παραγωγή ιδεών κατά την εξεύρεση και εξέταση δεδομένων στο πλαίσιο της έρευνας. Το 85% αυτών των χρηστών ανέφερε ότι η τεχνολογία ανταποκρίθηκε ή ξεπέρασε τις προσδοκίες τους, ενώ το 78% δήλωσε ότι πέτυχε αύξηση της παραγωγικότητας καθώς απαιτούνταν λιγότεροι ανθρώπινοι πόροι.
Οι επαγγελματίες του κλάδου, επισημαίνουν πιθανά προβλήματα: η έλλειψη ακρίβειας στα δεδομένα, η προστασία του απορρήτου και η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο θεωρούνται οι πιο σημαντικοί κίνδυνοι κατά τη χρήση της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα των συγχωνεύσεων και των εξαγορών.
Στον τομέα της ενέργειας
Μετά από τρία χρόνια διαρκούς αύξησης, ο όγκος των συμφωνιών στον τομέα της ενεργειακής μετάβασης έμεινε στάσιμος, καθώς οι εταιρείες αναπροσάρμοσαν τις προτεραιότητές τους, καταδεικνύοντας ότι η πορεία προς ένα μέλλον με λιγότερες εκπομπές άνθρακα και με μια κυκλική οικονομία δεν είναι γραμμική.
Το 2020, το 19% του όγκου των συμφωνιών για συγχωνεύσεις και εξαγορές σχετιζόταν με την ενεργειακή μετάβαση. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στο 21% το 2021 και στο 27% το 2022, προτού σταθεροποιηθεί στο 25% τους πρώτους εννέα μήνες του 2023. Θεωρούμε ότι πρόκειται για μια προσωρινή σταθεροποίηση πριν συνεχιστεί η αύξηση κεφαλαίων προς την ενεργειακή μετάβαση στο επόμενο διάστημα της δεκαετίας.
Οι επενδύσεις στον τομέα της ενεργειακής μετάβασης περιλαμβάνουν συνήθως project finance. Το σημερινό αβέβαιο μακροοικονομικό περιβάλλον και τα υψηλά επιτόκια έχουν καταστήσει τα έργα λιγότερο ελκυστικά από οικονομικής άποψης. Αυτό έχει καταστήσει ακόμη πιο δύσκολο για τις εταιρείες ενέργειας να βρουν μια ισορροπία στη διπλή πρόκληση να συνεχίσουν να ενισχύουν τις επιδόσεις τους στις βασικές τους δραστηριότητες με τους υδρογονάνθρακες – στην ασφάλεια, παραγωγικότητα, κόστος, εκπομπές άνθρακα και παραγωγικότητα κεφαλαίου- ενώ αποδεικνύουν ότι είναι επίσης άξιοι θεματοφύλακες κεφαλαίων καθαρής ενέργειας. Αυτή η ένταση μεταξύ της βελτίωσης των επιδόσεων στις βασικές δραστηριότητες με τους υδρογονάνθρακες και της προώθησης της κατακερματισμένης, ακανόνιστης και μη γραμμικής ενεργειακής μετάβασης είναι εμφανής στη δραστηριότητα των συγχωνεύσεων και των εξαγορών σε ολόκληρο τον κλάδο.
Στον τραπεζικό τομέα
Στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2023, η συνολική αξία των συμφωνιών στον τραπεζικό τομέα μειώθηκε κατά 36%. Την ίδια στιγμή, ο όγκος μειώθηκε κατά 21%.
Επιπλέον, η δραστηριότητα ήταν περιορισμένη σε σύγκριση με το 2022 λόγω των υψηλών επιτοκίων, των χαμηλών αποτιμήσεων και των ρυθμιστικών εμποδίων. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του έτους, πολλές τράπεζες εκποίησαν μη βασικά περιουσιακά στοιχεία, ενώ οι ισχυροί παίκτες προέβησαν σε ευκαιριακές εξαγορές προβληματικών τραπεζών. ‘Αλλες τράπεζες ενισχύθηκαν κάνοντας “scopedeals” με fintechs ή επιχειρήσεις με χαμηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως στον χώρο του wealth management.
Tο 2024 θα μπορούσε να φέρει μια ανάκαμψη των συγχωνεύσεων και των εξαγορών ενεργοποιώντας νέες κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης ή απόκτησης νέων δυνατοτήτων. Οι τράπεζες αναμένεται να αξιοποιήσουν περαιτέρω τις ευκαιρίες εξαγοράς fintech επιχειρήσεων για τη δημιουργία νέων δυνατοτήτων. Καθώς πολλές fintech επιχειρήσεις παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας και αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην πρόσβαση σε κεφάλαια, θα είναι διαθέσιμες για εξαγορά με χαμηλότερες αποτιμήσεις από ό,τι στο παρελθόν. Οι τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν από τις αναδυόμενες συνθήκες πίεσης για να αποκτήσουν πολύτιμα τεχνολογικά περιουσιακά στοιχεία. Αγοραστές θα είναι εκείνοι που επιθυμούν να προχωρήσουν σε βαθμιαίες αλλαγές στις δυνατότητές τους – για παράδειγμα, τράπεζες με παρωχημένα τεχνολογικά συστήματα και συστήματα καινοτομίας.