THEPOWERGAME
Ιδιαίτερη δυναμική καταγράφουν τα εκπτωτικά εμπορικά κέντρα στην Ευρώπη, καθώς εν μέσω πληθωρισμού και οικονομικής αστάθειας, προσφέρουν στους καταναλωτές επώνυμα προϊόντα σε σημαντικά μειωμένες τιμές. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, είναι πλέον πιο κερδοφόρα από τα εμπορικά καταστήματα των μεγάλων κεντρικών δρόμων κυρίως λόγω των χαμηλότερων ενοικίων και του λιγότερου προσωπικού. Παράλληλα, ανταγωνίζονται και τα παραδοσιακά malls, ενσωματώνοντας εγκαταστάσεις αναψυχής για τη μεγαλύτερη παραμονή των καταναλωτών σε αυτά.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα στην Ελλάδα αποτελούν το πρώην εκπτωτικό χωριό McArthurGlen, το οποίο πωλήθηκε στη Lamda Development για 109 εκατ. ευρώ και μετονομάστηκε σε Designer Outlet Athens. Πρόκειται για έναν υπαίθριο εμπορικό χώρο 21.200 τετραγωνικών μέτρων, με καθαρά κέρδη 3,7 εκατ. ευρώ και απόδοση της τάξεως του 7,15%. Μία ακόμη περίπτωση εκπτωτικού εμπορικού κέντρου αποτελεί και το Factory Outlet του άλλοτε κραταιού ομίλου Folli Follie, με την τελευταία ετήσια έκθεση που είχε δημοσιευτεί για το οικονομικό έτος του 2021 να κάνει λόγο για αύξηση πωλήσεων του συγκεκριμένου εμπορικού κατά 16%.
Σύμφωνα μάλιστα με την έρευνα της Savills, η ελκυστικότητα των εκπτωτικών κέντρων ενισχύθηκε σημαντικά και λόγω της πανδημίας, καθώς η αδυναμία των λιανοπωλητών να πωλήσουν λόγω των lockdowns, συσσώρευσε ένα μεγάλο απόθεμα επωνύμων προϊόντων με χαμηλές τιμές σε αυτά. Ακόμη, λόγω του γεγονότος ότι τα περισσότερα εκπτωτικά κέντρα βρίσκονται κυρίως σε υπαίθριους χώρους και σε τοποθεσίες εκτός πόλης, για πολλούς καταναλωτές αποτελούσαν ασφαλέστερη επιλογή από τα παραδοσιακά εμπορικά κέντρα.
Η ελκυστικότητα των κέντρων outlet οφείλεται ακόμη εν μέρει στις υψηλές επιδόσεις τους σε περιόδους οικονομικής ύφεσης λόγω των εκπτώσεων της τάξεως 30%-70% στα προϊόντα, προσφέροντας αξία για έναν καταναλωτή που έχει όλο και μεγαλύτερη συνείδηση του κόστους. Επιπλέον, ο ελκυστικός συνδυασμός αγορών και αναψυχής με τις πρόσθετες ανέσεις αποτελούν επιπλέον στοιχεία της ελκυστικότητάς τους. Παράλληλα, είναι σχετικά προστατευμένα από την άνοδο του ηλεκτρονικού εμπορίου, σε σχέση με τα παραδοσιακά εμπορικά κέντρα, καθώς, γενικά οι εκπτώσεις που υπάρχουν είναι διαθέσιμες μόνο στα συγκεκριμένα καταστήματα.
Σε σύγκριση με τα παραδοσιακά εμπορικά καταστήματα, όπως υπογραμμίζει η έρευνα της Savills, η κερδοφορία των εκπτωτικών εμπορικών καταστημάτων είναι σημαντικά καλύτερη. Πράγματι, το 34% των εμπορικών brand δηλώνουν ότι η κερδοφορία των καταστημάτων τους που φιλοξενούνται σε αυτά είναι υψηλότερη σε σχέση με τα παραδοσιακά καταστήματα, ενώ 19% θεωρεί ότι η κερδοφορία τους είναι πολύ υψηλότερη. Οι δύο λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι ότι τα εκπτωτικά εμπορικά καταστήματα έχουν χαμηλότερα ενοίκια και χαμηλότερη αναλογία προσωπικού προς πελάτη σε σχέση με τα υπόλοιπα εμπορικά καταστήματα.
Σχετικά με τις χώρες της Ευρώπης που προσφέρουν τις μεγαλύτερες δυνατότητες για καταστήματα outlet τα επόμενα τρία χρόνια, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η Γερμανία είναι ο πιο δημοφιλής προορισμός, με το 46% των εμπορικών σημάτων να ενδιαφέρονται να επεκταθούν εκεί τα επόμενα τρία χρόνια. Ακολουθούν η Γαλλία (35%), η Ισπανία (29%), το Ηνωμένο Βασίλειο (19%) και η Ιταλία (19%).
Το απόθεμα των outlet centers στην Ευρώπη ωστόσο παραμένει περιορισμένο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 2% του αποθέματος των ευρωπαϊκών εμπορικών κέντρων. Με τα δύο κυριότερα προβλήματα να είναι οι ελλείψεις προσωπικού και η αύξηση των δαπανών ιδιοκτησίας (θέρμανση και ενέργεια).
Συγκεκριμένα, επί του παρόντος, υπάρχουν περίπου 200 εκπτωτικά εμπορικά καταστήματα συνολικής εκμισθωμένης επιφάνειας 3,6 εκατομμύριων τετραγωνικών μέτρων.Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και η Γαλλία είναι οι τρεις πρώτες χώρες όπου βρίσκονται τα περισσότερα εκπτωτικά. Το απόθεμα τους, ωστόσο, είναι περιορισμένο λόγω των περιορισμών που υπάρχουν στις άδειες σχεδιασμού και των περίπλοκων αιτήσεων έγκρισης. Yπάρχουν, επίσης, στα σκαριά περίπου 370.000 τετραγωνικά μέτρα νέων εκπτωτικών με πλάνο ολοκλήρωσης μεταξύ 2023 και 2025, εκ των οποίων τα πέντε είναι στο Ηνωμένο Βασίλειο (114.000 τ.μ.), τα τρία στη Γαλλία (59.400 τ.μ.) και τα τρία στην Ιταλία (59.000 τ.μ.). Με αυτόν τον ρυθμό ανάπτυξης αναμένεται ότι το απόθεμα θα αυξηθεί κατά 4% ετησίως έως το 2025.