THEPOWERGAME
Το Επισκοπικό Ιωαννίνων είναι ένας ευλογημένος τόπος, χτισμένο κάτω από τα ιστορικά υψώματα Μανολιάσα και Καστρί και βορειοανατολικά του όρους Τόμαρος. Λίγο έξω από την πρωτεύουσα της Ηπείρου, σε αντίθεση με τα περισσότερα χωριά του νομού, γνώρισε ελάχιστη μετανάστευση τον περασμένο αιώνα και κράτησε σταθερό τον πληθυσμό του. Σημαντικό ρόλο, πέρα από τη γειτνίαση με τα Γιάννενα, έπαιξε και ο κάμπος που απλώνεται μπροστά του, ευνοώντας τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στον ευλογημένο αυτόν τόπο ξεκίνησε να χτίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ένα τυροκομείο, το οποίο αποδείχτηκε «καταραμένο», καθώς, όπως δείχνει η ιστορία, δεν «στεριώνει» ιδιοκτήτη. Πρόκειται για το εργοστάσιο παραγωγής φέτας που σήμερα ανήκει στη Μινέρβα, η οποία με τη σειρά της έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την πώληση της συγκεκριμένης μονάδας.
Ο «λευκός χρυσός»
Η ανέγερση του εργοστασίου το 1989, που ολοκληρώθηκε το 1991, ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας τεσσάρων τυροκόμων της περιοχής, που ίδρυσαν την Κοινοπρακτική Τυροκομικών Μονάδων Ιωαννίνων (Κ.Τ.Μ.Ι.), με την επωνυμία ΠΙΝΔΟΣ ΑΕΒΕ. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η κίνησή τους ήταν στο πλαίσιο των ραγδαίων αλλαγών που λάμβαναν χώρα στις αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων εκείνη της εποχής. Τα γαλακτοπωλεία και τα τυράδικα είχαν μειωθεί δραματικά, τα σούπερ μάρκετ επεκτείνονταν και έψαχναν μεγαλύτερους και αξιόπιστους προμηθευτές και η χύμα και βαρελίσια φέτα έδινε τη θέση της σιγά σιγά σε μικρότερες συσκευασίες.
Καθώς το εθνικό μας τυρί θα γινόταν ΠΟΠ, το 1996, αρκετοί είδαν το επόμενο «Ελ Ντοράντο» στην παραγωγή φέτας ή αλλιώς «λευκού χρυσού», όπως την ονόμαζαν τότε. Μην ξεχνάμε ότι «παιδί» της δεκαετίας του ’90 είναι και το τυροκομείο της Ήπειρος, στο οποίο είχαν επενδύσει ο Σωκράτης Κόκκαλης, ο μεγαλοδικηγόρος Τρύφων Κουταλίδης και επικεφαλής είχε τεθεί ο Σπύρος Καπράλος, ο σημερινός πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, που τη δεκαετία του ’90 είχε περάσει από θέσεις όπως αυτή του υποδιοικητή της Εθνικής Τράπεζας και του προέδρου του Χρηματιστηρίου.
Η «σκληρή» φέτα
Για τους πρώτους επενδυτές της Ήπειρος η φέτα αποδείχθηκε ένα «σκληρό» προϊόν, καθώς αναγκάστηκαν να την πουλήσουν στην ΟΠΤΙΜΑ της οικογένειας Παντελιάδη, που είχε ήδη πλούσια εμπειρία στην εμπορία τυροκομικών. Η φέτα είναι ένα «σκληρό» προϊόν, καθώς δεν έχει σημασία μόνο η παραγωγή ενός καλού τυριού, αλλά και η διοχέτευσή της σε μία αγορά που υπάρχει έντονος ανταγωνισμός από χιλιάδες τοπικούς κτηνοτρόφους και εκατοντάδες συνεταιρισμούς, μέχρι δεκάδες ισχυρές βιομηχανίες, οι οποίες είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό, καθώς απευθύνονται αποκλειστικά στις διεθνείς αγορές. Κάπως έτσι, και οι τυροκόμοι μας στο Επισκοπικό ήρθαν σε επαφή με την κορυφαία βιομηχανία γιαουρτιού στη χώρα, τη ΦΑΓΕ, που «ψαχνόταν» εκείνη την εποχή σε νέες κατηγορίες πέρα από το γιαούρτι.
Η οικογένεια Φιλίππου ξεκίνησε να συνεργάζεται με την Πίνδος ΑΒΕΕ από το 1993 -τότε η ετήσια παραγωγή της υπερέβαινε τους 2.000 τόνους-, απέκτησε σημαντικό μετοχικό ποσοστό και το εργοστάσιο επεκτάθηκε σε κτιριακές υποδομές χάρη στις επενδύσεις που πραγματοποίησε. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2003, η Πίνδος ΑΒΕΕ θα απορροφούνταν από τη ΦΑΓΕ, που πλέον είχε τον πλήρη μετοχικό της έλεγχο. Η διοίκηση της ΦΑΓΕ πίστεψε πολύ στην κατηγορία της φέτας, καθώς στις μέρες της από 24.000 τ.μ. οικόπεδο και 2.000 τ.μ. κάλυψη η μονάδα έφτασε στα 75.000 τ.μ. και 5.500 τ.μ. αντίστοιχα. Παράλληλα, η ημερήσια δυνατότητα επεξεργασίας αιγοπρόβειου γάλακτος κινήθηκε σε 70-75 τόνους, με την ετήσια δυνατότητα παραγωγής φέτας να αγγίζει τους 3.500 τόνους.
Η πώληση στη Μινέρβα
Η παραγωγή φέτας αποδείχθηκε «σκληρή» και για τους δεύτερους ιδιοκτήτες του τυροκομείου στο Επισκοπικό. Στην ελληνική αγορά η ΦΑΓΕ δεν κατάφερε να αποκτήσει ποτέ σημαντικά μερίδια στη φέτα και οι εξαγωγές, που ήταν ένας από τους βασικούς της στόχους, κινήθηκαν πολύ κάτω από τις αρχικές προσδοκίες. Η διοίκηση, έχοντας αποφασίσει να στρέψει το ενδιαφέρον της στο γιαούρτι και κυρίως τις διεθνείς αγορές (σ.σ.: μερικά χρόνια αργότερα, το 2016, θα εξερχόταν και από την αγορά του γάλακτος), λαμβάνει την απόφαση να πουλήσει το εργοστάσιο στη Μινέρβα το 2008, η οποία μεταξύ των άλλων θα παρήγαγε φέτα φασόν για τη ΦΑΓΕ για μερικά χρόνια ακόμη.
Για τη Μινέρβα, η οποία τότε ανήκε στον διεθνή όμιλο της PZ Group, η επέκταση στα τυροκομικά ήταν η πρώτη κίνηση εκτός ελαιουργικών προϊόντων. Υπήρξε και αυτή γαλαντόμος ως προς τις επενδύσεις, καθώς διέθεσε κεφάλαια της τάξης των 10 εκατ. ευρώ, ενώ δημιούργησε και στην Ανδραβίδα το 2009 υπερσύγχρονο σταθμό συγκέντρωσης γάλακτος, που θα τροφοδοτούσε με πρώτη ύλη το εργοστάσιο στο Επισκοπικό. Και στην περίπτωση της Μινέρβα στόχος ήταν και οι εξαγωγές, όπου ήδη είχε αξιόλογη παρουσία μέσω του ελαιολάδου. Και εδώ οι προσδοκίες αποδείχτηκαν υψηλές, καθώς οι εξαγωγές τελικά ήταν ελάχιστες, ενώ ούτε στην ελληνική αγορά το «Χωριό», το brand της Μινέρβα στη φέτα, κατάφερε ποτέ να γίνει αξιοπρόσεκτος παίκτης.
Έπειτα από τρία χρόνια παρουσίας στη Μινέρβα, η νέα διοίκηση υπό την DECA Investment αποφάσισε να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τον πιθανό τέταρτο ιδιοκτήτη του τυροκομείου στο Επισκοπικό Ιωαννίνων. Σύμφωνα με πληροφορίες του Powergame, πρόθεσή της είναι να παραμείνει στην κατηγορία της φέτας, την οποία θα παράγει για λογαριασμό της είτε ο νέος ιδιοκτήτης του εργοστασίου είτε άλλος παίκτης στην αγορά. Άγνωστο παραμένει εάν στη συμφωνία θα συμπεριληφθεί και ο σταθμός συγκέντρωσης γάλακτος στη Ανδραβίδα ή θα ακολουθηθεί ξεχωριστή διαδικασία. Υπενθυμίζεται ότι αντίστοιχη αποεπένδυση είχε πραγματοποιήσει πριν από τρία χρόνια ένας σημαντικός παίκτης στα γαλακτοκομικά, η Δέλτα, η οποία πούλησε τον εξοπλισμό της Βίγλα Ελασσόνας στην εταιρεία Ήπειρος.