THEPOWERGAME
Έχοντας επιτυχημένη επιχειρηματική εμπειρία δεκαετιών, ο ιδρυτής της Chipita και σήμερα CEO της Bespoke SGA Holdings, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, παρεμβαίνει μέσω των τοποθετήσεών του σε κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά θέματα όποτε του δίνεται η ευκαιρία. Αυτό έκανε και χθες αργά το απόγευμα, από το βήμα του συνεδρίου CEO Initiative, που διοργάνωσε το Fortune Greece.
Στη συζήτηση που είχε με τη δημοσιογράφο Νίκη Λυμπεράκη ανέφερε ότι η χώρα μας είναι σε καλή κατάσταση. «Κατ’ αρχάς το Ελληνικό Δημόσιο βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, με ένα χρέος ρυθμισμένο σε βάθος χρόνου και επίσης με σταθερά επιτόκια, θα του επιτρέψουν να μη χρειαστεί να πληρώσει τις διαφορές των επιτοκίων οι οποίες δημιουργούνται αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο. Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές επιχειρήσεις, νομίζω ότι και αυτές βρίσκονται σε καλή κατάσταση, διότι έρχονται από μία περίοδο στην οποία ξεκαθάρισε αρκετά η αγορά, μετά την κρίση την οποία περάσαμε, και πολλές επιχειρήσεις από αυτές που η PwC αποκαλεί “ζόμπι” έχουν φύγει πια από την αγορά. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις, που άντεξαν, είχαν προφανώς κάποιες δυνατότητες και επίσης σε αυτή τη δεκαετή κρίση και με τη μείωση που είχαμε στην ελληνική αγορά, πολλές επιχειρήσεις ετοιμάστηκαν και δουλεύουν πλέον διεθνώς ανταγωνιστικά».
«Αν πάμε και στον Έλληνα καταναλωτή, παρ’ όλη την γκρίνια μας, και δεν αμφισβητώ ότι ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας πράγματι βρίσκεται σε οικονομική ένδεια, η μεσαία τάξη στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αναπνεύσει, οι καταθέσεις στις τράπεζες και των ιδιωτών και των επιχειρήσεων βρίσκονται σε υψηλά δωδεκαετίας. Άρα, βρισκόμαστε γενικώς σε μια καλή κατάσταση. Επίσης, η πολιτική των τελευταίων ετών ξανάβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη, πάψαμε να είμαστε “special case country”, είμαστε πια μια κανονική χώρα, ενώ τον τελευταίο καιρό διαπιστώνω πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις. Και το 2022 αλλά και το 2023 πιστεύω ότι το ενδιαφέρον για επενδύσεις θα βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα», επισήμανε.
Δεν γίνεται να μην περάσει ο πληθωρισμός στους μισθούς
Ερωτηθείς για το θέμα του πληθωρισμού, που έχει αναστατώσει κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και καταναλωτές, σημείωσε: «Ο πληθωρισμός, δεν ξέρω γιατί, είναι κάτι με το οποίο έχουμε τρομάξει τόσο πολύ. Εμείς που έχουμε και μία ηλικία, έχουμε ζήσει και εποχές με 20%, 25%, 30% πληθωρισμό. Είναι ένα οικονομικό φαινόμενο στο οποίο οι επιχειρήσεις δεν πεθαίνουν, αρκεί να προσαρμοστούν. Οι κεντρικές τράπεζες αυτήν τη στιγμή προσπαθούν να πιέσουν τις κυβερνήσεις να μην περάσει ο πληθωρισμός στους μισθούς, γιατί φοβούνται ότι θα γίνει διαρθρωτικός. Αυτή κατά τη γνώμη μου είναι μια λάθος αντίληψη. Δεν γίνεται να μην περάσει ο πληθωρισμός στους μισθούς. Οι μισθοί θα πρέπει να ανεβούν, πρέπει να προσαρμοστούν στα σημερινά δεδομένα, γιατί πρέπει ο κόσμος να μπορεί και να ζήσει».
Ο κ. Θεοδωρόπουλος τοποθετήθηκε και για τους λόγους που οι εργοδότες θα πρέπει να προχωρήσουν σε αυξήσεις μισθών των εργαζομένων τους εξαιτίας του πληθωρισμού. «Οι εργοδότες μπορεί να αντέξουν αυτές τις αυξήσεις για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργούσαμε σε ένα οικονομικό περιβάλλον όπου στο εξωτερικό δεν υπήρχε πληθωρισμός και εμείς είχαμε. Σήμερα είμαστε σε καλύτερη θέση, γιατί ο πληθωρισμός είναι παντού, είναι παγκόσμιος. Άρα δεν χάνουμε σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές μας και, δεύτερον, οι εργαζόμενοι στις περισσότερες από τις επιχειρήσεις είναι και καταναλωτές μας. Εάν οι εργαζόμενοί μας δεν έχουν λεφτά να ψωνίσουν, σε ποιους θα πουλήσουμε τα προϊόντα μας; Άρα όχι μόνο μπορούμε, αλλά είναι και ανάγκη».
Η κρίση γεννά ευκαιρίες
«Η κρίση αυτήν τη στιγμή δεν είναι μόνο η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης. Έχουμε γενικότερες κρίσεις. Η Κίνα βρίσκεται αυτή τη στιγμή ακόμα σε κρίση Covid. Αυτό γεννάει μια παγκόσμια ευκαιρία, διότι αυτό που συνειδητοποίησαν οι πολυεθνικές από τον κορονοϊό είναι ότι αυτό το trend των τελευταίων ετών να μετατρέψουμε την Κίνα σε παγκόσμιο εργοστάσιο είναι λάθος, και γιατί είδαμε όλα αυτά τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και διότι καταλάβαμε ότι είμαστε εξαρτημένοι από μία χώρα. Αυτό το μονομερές, πάμε να τα φτιάξουμε όλα στην Κίνα, όπου είναι φθηνά, και που λειτούργησε καλά για αρκετές δεκαετίες για να είμαστε ειλικρινείς, έχει δημιουργήσει νέες σκέψεις. Τώρα για την Ελλάδα, καθώς δεν είμαστε μία καλή βιομηχανική χώρα, αυτό δεν θα δημιουργήσει τόσες ευκαιρίες. Από εκεί και πέρα, όμως, θα σταματήσουμε πια να είμαστε μονομερείς στις κινήσεις μας, όπως γίνεται με την ενέργεια από τη Ρωσία και τα βιομηχανικά προϊόντα από την Κίνα».
Για την «πράσινη» μετάβαση σημείωσε: «Ζούσαμε μια υπερβολή και γενικώς στη ζωή οι υπερβολές δεν επιβιώνουν ποτέ. Από το 100% στα ορυκτά καύσιμα φθάσαμε να μιλάμε για την πλήρη απαξίωση των ορυκτών καυσίμων. Ούτε η μία θέση είναι σωστή ούτε η άλλη. Όπως το εκκρεμές, θα έρθει και θα καθίσει στο μέσον. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα πρέπει να συνεχίσουν, την ”πράσινη” μετάβαση θα πρέπει να φροντίσουμε, όχι όμως με αυτό το πάθος που πηγαίναμε. Τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να υπάρχουν για πολλά χρόνια ακόμα. Και να θέλαμε να στραφούμε αποκλειστικά στην ”πράσινη” ενέργεια, αυτό δεν μπορεί να γίνει, καθώς δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοιες καιρικές συνθήκες που να προσφέρουν συνεχή ενέργεια. Θα πρέπει να υπάρχουν και τα ορυκτά καύσιμα, ώστε να καλύπτουν τα κενά που αφήνει σήμερα η ”πράσινη” ενέργεια».
Τέλος, σε ό,τι αφορά το πρόβλημα εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού, θεωρεί ότι μεγάλη ευθύνη φέρει το εκπαιδευτικό μας σύστημα: «Κάποτε στην Ελλάδα υπήρχαν αρκετές τεχνικές σχολές. Έβγαζαν τεχνικούς που κέρδιζαν αξιοπρεπώς την ζωή τους και με πολύ καλούς μισθούς. Κάποια στιγμή κάναμε όλες τις σχολές Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, μία ωραία ψηφοθηρική απόφαση, με αποτέλεσμα αν ψάξετε πού εκπαιδεύονται ψυκτικοί στην Ελλάδα, βγαίνουν περίπου 150 ψυκτικοί τον χρόνο, ηλεκτρολόγοι κίνησης πουθενά, μηχανικοί κίνησης πουθενά. Φθάσαμε σήμερα σχεδόν το 40%-50% των ανθρώπων που βγάζουν ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα το πτυχίο τους να μην έχει καμία εφαρμογή στην αγορά εργασίας. Βγάζουμε χιλιάδες θεολόγους και φιλολόγους, πολύ περισσότερους απ’ ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε, σε κάποιους εκπαιδευτικούς η επετηρίδα έχει φτάσει τα 50 χρόνια. Συνεχίζουμε να εκπαιδεύουμε ανθρώπους σε επαγγέλματα που δεν έχουν ανταπόκριση».