THEPOWERGAME
Η επένδυση της Pfizer στη Θεσσαλονίκη με το κέντρο καινοτομίας που ολοκληρώνει και στο οποίο θα επεξεργάζεται δεδομένα κλινικών ερευνών, άνοιξε την όρεξη πολλών επιχειρήσεων που αρχίζουν να διαβλέπουν πολλές ευκαιρίες στον τομέα των κλινικών ερευνών στη χώρα μας.
Επιπλέον, καθώς η κυβέρνηση επιδιώκει με τη μείωση του clawback (επιστροφών) και των rebates (εκπτώσεων) να κινητοποιήσει πολλές επενδύσεις στη φαρμακοβιομηχανία, έχει θέσει σε μεγάλη κινητικότητα ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούντα στη χώρα μας.
Σημειώνεται ότι ο εγχώριος κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) έχει ήδη γνωστοποιήσει από τον περασμένο Ιούλιο την πρόθεση επενδύσεων ύψους 1,2 δισ. ευρώ προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αν σε αυτές συμπεριληφθούν και οι επενδύσεις των θυγατρικών πολυεθνικών εταιρειών στη χώρα μας μπορεί να φτάσουν τα 2 δισ. ευρώ.
Μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων θα συμψηφιστούν με επιστροφές και εκπτώσεις που επιβάλλονται κάθε χρόνο στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Ειδικά οι θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών στη χώρα μας που δεν θέλουν να επενδύσουν σε παραγωγικές μονάδες, θα εστιαστούν κατά κύριο λόγο στις επενδύσεις έρευνας και ανάπτυξης και ειδικότερα αναμένεται να στραφούν στις κλινικές έρευνες.
Σήμερα, η αγορά των κλινικών ερευνών, όπως ανέφερε ο επικεφαλής της Pharmaserve Lilly και πρώην αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) Σπύρος Φιλιώτης, ανέρχεται σε 90 εκατ. ευρώ και υστερεί πολύ σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κατά κεφαλήν δαπάνη ανέρχεται σε 8 ευρώ όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι τα 45 ευρώ. Στην Ελβετία η κατά κεφαλήν δαπάνη για κλινικές έρευνες, ξεπερνά τα 850 ευρώ.
Στόχος, όπως ανέφερε το στέλεχος της Pharmaserve, είναι η δαπάνη για κλινικές έρευνες στη χώρα μας να ανέλθει τουλάχιστον στον δυτικοευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή σε κατά κεφαλήν δαπάνη στα 45 ευρώ. Αυτό μεταφράζεται σε ετήσια επενδυτική δαπάνη 520 εκατ. ευρώ, ποσό που είναι δυσθεώρητα μεγάλο με βάση τα σημερινά δεδομένα.
Ωστόσο φαίνεται ότι υπάρχουν καλά εργαλεία για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Και κυρίως μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε μέσα στην τριετία 2023-2025 να μειωθεί το claw back και τα rebates μέχρι 400 εκατ. ευρώ ετησίως. Έτσι μια σειρά φαρμακευτικών επιχειρήσεων τώρα τρέχουν να δημιουργήσουν κέντρα καινοτομίας τα οποία θα επικεντρωθούν, αφενός στις φαρμακευτικές έρευνες αλλά και στις κλινικές έρευνες.
Η χώρα, εκτός από το Ταμείο Ανάκαμψης που θα στηρίξει αυτή τη προσπάθεια έχει και ένα επιπλέον ισχυρό ατού.
Πρόκειται για τα «δεδομένα πραγματικού κόσμου (real world evidents)» όπως λέγονται και που είναι τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί επί μια σχεδόν 10ετία μέσω της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης.
Τα δεδομένα αυτά αποτελούν μια τεράστια πηγή πλούτου που αποτελούν μαγνήτη για μεγάλες φαρμακευτικές επιχειρήσεις, όπως η Pfizer κ.ά. καθώς, όπως αναφέρουν στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας, οι εταιρείες δαπανούν ετησίως εκατοντάδες εκατ. ευρώ για να αποκτήσουν τέτοιου είδους δεδομένα.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Pharmaserve Lilly κ. Φιλιώτη, η επίπτωση στο ΑΕΠ μιας επένδυσης ύψους 520 εκατ. ευρώ σε κλινικές έρευνες θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1 δισ. ευρώ, ενώ επιπλέον θα δημιουργήσει 23.000 θέσεις εργασίας.
Μάλιστα οι θέσεις αυτές είναι καλοπληρωμένες καθώς αφορούν επιστήμονες ερευνητές, πολλοί από τους οποίους θα επιστρέψουν από το εξωτερικό.
«Η Ελλάδα έχει κάνει πολύ σημαντικά βήματα», είπε ο κ. Φιλιώτης. «Έχουμε δημιουργήσει ένα έδαφος έτοιμο. Χαίρομαι ιδιαίτερα -και όλοι αναγνωρίζουμε- την προσπάθεια που κάνει ο υπουργός (σ.σ. Υγείας), σε αυτή τη κατεύθυνση».
Ο κ. Φιλιώτης πρόσθεσε ότι οι κλινικές έρευνες είναι ευλογία για τους ασθενείς, ενώ η ευκαιρία και η αξία που θα επιφέρει η έρευνα αυτή στην Ελλάδα θα είναι τεράστια.
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο Healthworld 2021 του Αμερικανικού Επιμελητήριου δείχνουν ότι στη χώρα πραγματοποιούνται σήμερα 359 κλινικές έρευνες από 10 πολυεθνικές εταιρείες.
Οι πιο πολλές διεξάγονται από την Roche (79 έρευνες), τη Novartis (48 έρευνες) και την Abbvie (43 έρευνες).
Κάθε μια έρευνα εκτιμάται ότι απαιτεί κατά μέσο όρο δαπάνες 350 χιλ. ευρώ ετησίως, αλλά η επίδρασή της στο ΑΕΠ είναι τουλάχιστον επί δύο -ενώ κάποιοι εκτιμούν την επίδραση αυτή στο τριπλάσιο.