Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, ενώ μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στις δεσμεύσεις της για ενεργειακή ανεξαρτησία και στις γεωπολιτικές πιέσεις της πραγματικότητας. Ενώ πλησιάζει το 2027, έτος-ορόσημο για την πλήρη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, τα στοιχεία δείχνουν όχι μείωση, αλλά αύξηση των ροών από τη Ρωσία. Παράλληλα, η ΕΕ διοχετεύει δισεκατομμύρια σε νέες υποδομές φυσικού αερίου, που κινδυνεύουν να μείνουν αχρησιμοποίητες, την ώρα που η ζήτηση παραμένει στάσιμη. Αυτά αναφέρει η τελευταία έκθεση της δεξαμενής σκέψης Ember, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στις 27 Μαρτίου και φέρνει στο φως σειρά αντιφάσεων στην ενεργειακή στρατηγική της Ένωσης. Η έκθεση παρουσιάζει όχι μόνο τη δυσκολία εφαρμογής των υφιστάμενων στόχων, αλλά και τις σοβαρές αποκλίσεις μεταξύ υποδομών και πραγματικών ενεργειακών αναγκών για την περίοδο 2025-2030. Η ΕΕ όχι μόνο δεν έχει προχωρήσει σε ρήξη με το ρωσικό αέριο, αλλά κινδυνεύει να μετατοπίσει την εξάρτηση σε μια νέα και εξίσου ευάλωτη μορφή—το εισαγόμενο LNG, ιδίως από τις ΗΠΑ.
Απέναντι σε αυτή την ευρωπαϊκή ενεργειακή αμφιθυμία, η Ελλάδα, με σύνθημα τη στροφή στον ρεαλισμό επιχειρεί έναν πιο τεχνικά στοχευμένο επαναπροσδιορισμό του ρόλου του αερίου χωρίς, ωστόσο, να έχει καταφέρει να ξεφύγει από ορισμένες «παγίδες». Σύμφωνα με στοιχεία του Green Tank το πρώτο δίμηνο του 2025, οι συνολικές εισαγωγές σε φυσικό αέριο ήταν 15.75 ΤWh. Πρώτη πηγή εισαγωγής ήταν το LNG από τις δύο πύλες εισόδου (Αγία Τριάδα και Αμφιτρίτη) με μερίδιο 51% (8.03 ΤWh). Δεύτερη πηγή ήταν το ρωσικό αέριο από την πύλη του Σιδηροκάστρου με 37.9% (5.97 ΤWh), ενώ ακολούθησε το αζέρικο αέριο με μερίδιο 11.1% (1.74 ΤWh). Η κατάταξη αυτή ίσχυε και το πρώτο δίμηνο του 2024, με μικρότερη διαφορά στα μερίδια του LNG και του ρωσικού αερίου. Επιπλέον, τότε υπήρχε μία μόνο πύλη εισόδου του LNG, καθώς ο FSRU Aλεξανδρούπολης στην Αμφιτρίτη, μπήκε σε εμπορική λειτουργία τον Οκτώβριο 2024.
«Αυτή τη στιγμή, το LNG φαίνεται να κυριαρχεί στο ισοζύγιο εισαγωγών, με ποσοστό περίπου 50%», ανέφερε από το βήμα του Power & Gas Forum, ο Σωτήριος Μπράβος, Διευθυντής Δραστηριοτήτων Εμπορίας του ΔΕΣΦΑ, εξηγώντας ότι αυτό αποτελεί σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2024 – αύξηση που συνδέεται τόσο με τη ζήτηση όσο και με την ενίσχυση των εισαγωγικών υποδομών. Οι εγκαταστάσεις της Ρεβυθούσας και –νεότερα– της Αλεξανδρούπολης (Αμφιτρίτη) αποτελούν σήμερα τη ραχοκοκαλιά αυτής της δυναμικής. Παράλληλα, εντυπωσιακή άνοδο κατέγραψαν και οι συνολικές καταναλώσεις φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά.
Η έκθεση προβλέπει ότι μέχρι το 2030, η προσφορά φυσικού αερίου στην ΕΕ θα υπερβαίνει τη ζήτηση κατά 26% ή 131 bcm, μέγεθος ίσο με την ετήσια κατανάλωση της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας μαζί. Ο υπερκορεσμός αυτός οφείλεται σε μια σειρά μεγάλων έργων που βρίσκονται υπό υλοποίηση: επέκταση των τερματικών LNG (από 203 σε 313 bcm ετησίως), νέοι αγωγοί όπως ο EastMed και η αναβάθμιση του TAP, καθώς και κρατικές και ιδιωτικές επενδύσεις που έχουν χαρακτηριστεί «στρατηγικές». Την ίδια στιγμή, η κατανάλωση φυσικού αερίου στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί μόλις κατά 4% ως το 2030, σύμφωνα με τα σενάρια των ευρωπαϊκών διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς.
Ωστόσο, η Ελλάδα είναι ανάμεσα στα κράτη μέλη που το φυσικό αέριο κρατάει τα ηνία. Η νέα ανάλυση του Green Tank έδειξε πως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο τον Φεβρουάριο του 2025, συνολικά 2,471 GWh, ήταν η δεύτερη υψηλότερη ιστορικά, μετά τον Ιούλιο του 2021. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της Eurostat (Ιανουάριος 2025), η Ελλάδα παρουσίασε τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση (+27.9%) στην κατανάλωση αερίου μεταξύ Ιανουαρίου 2024-2025. Επιπλέον 9 κράτη μέλη αύξησαν επίσης την κατανάλωση αερίου, αλλά πολύ λιγότερο, ενώ σε 16 κράτη μέλη η χρήση αερίου μειώθηκε, με πρωτοπόρο την Λετονία (-40.1%). Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ-27, παρουσίασε κατά μέσο όρο μικρή μείωση 1.1% στην κατανάλωση αερίου μεταξύ Ιανουαρίου 2024-2025.
Μάλιστα, ο ΔΕΣΦΑ προχωρά μέσα στο 2025 με δύο κομβικές επενδύσεις: την εγκατάσταση συμπιεστή στην Κομοτηνή, που αναμένεται να λειτουργήσει τον Ιούνιο του 2025 και θα δώσει δυνατότητα στο σημείο διασύνδεσης του ΝΑΤΖΙΜΠΗ (Νέα Αγία Τριάδα – Ζαχάρω – Μπίτολα) να διακινήσει έως και 5 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως· και δεύτερον, την αντίστοιχη εγκατάσταση στην Εμπελιά, που θα τεθεί επίσης σε λειτουργία το 2025 και θα ενισχύσει την εξαγωγική ικανότητα του Σιδηροκάστρου προς τη Βουλγαρία κατά 3 δισ. κυβικά μέτρα.
Ο σχεδιασμός αυτός, σύμφωνα με τον κ. Μπράβο, εντάσσει την Ελλάδα σε έναν ενεργειακό άξονα με γεωπολιτική σημασία. «Αν ληφθεί η απόφαση –γεωστρατηγικής φύσης– για περιορισμό του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω του TurkStream, ανοίγει μεγάλο περιθώριο στην Ελλάδα να καλύψει αυτό το κενό. Υπολογίζουμε πως πρόκειται για 50-60 TWh τον χρόνο», τόνισε. Το αμερικανικό LNG φαίνεται να ηγείται αυτής της προσπάθειας, με μερίδιο 70-75% στις ελληνικές εισαγωγές κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2025, ακολουθούμενο από το ρωσικό αέριο, τη Νορβηγία και τη Νιγηρία.
Οι νέες εξαρτήσεις
Ο Διευθυντής της ΗΡΩΝ, Δημήτρης Σαραντόπουλος δεν έκρυψε την ανησυχία του για το ενδεχόμενο η Ευρώπη, στην προσπάθειά της να απεξαρτηθεί από το ρωσικό αέριο, να πέσει σε μια νέα παγίδα εξάρτησης – αυτήν τη φορά από άλλες μεγάλες δυνάμεις και παραγωγούς LNG. «Ο στόχος επετεύχθη. Από 46% εξάρτηση από το ρωσικό αέριο το 2021, φτάσαμε στο 11% το 2024. Όμως, το ζητούμενο δεν είναι απλώς η αλλαγή προμηθευτή. Είναι η διατήρηση του πλουραλισμού, η ενεργειακή κυριαρχία και η δυνατότητα επιλογής», είπε. Σύμφωνα με στοιχεία του Ember, oι ΗΠΑ, από σχεδόν μηδενικές εξαγωγές LNG το 2018, έφτασαν να καλύπτουν το 43% των ευρωπαϊκών αναγκών σε LNG το 2023, για να πέσουν στο 29% το 2024. Η μεταβλητότητα των προμηθευτών επιτείνεται από την πολιτική αστάθεια στις ΗΠΑ και την εντεινόμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα για τα spot φορτία LNG, ιδίως με την Ασία.
Ο ρόλος της Αλεξανδρούπολης για τον ΔΕΣΦΑ θεωρείται κομβικός. «Το αμερικανικό αέριο είναι αυτό που παραδίδεται και στην Αλεξανδρούπολη. Άρα, θεωρούμε πως η Ελλάδα έχει έναν κομβικό ρόλο να παίξει στην περιοχή», δήλωσε ο κ. Μπράβος, σημειώνοντας πως η πλήρης ενεργοποίηση της υποδομής θα ενισχύσει περαιτέρω τις εξαγωγές προς τη Βουλγαρία. Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει και η νέα σύνδεση Καρπερής–Κομοτηνής, που θα επιτρέψει τη χρήση του αγωγού YGB και από άλλους χρήστες εκτός της Αλεξανδρούπολης. Οι εξαγωγές, ήδη ενισχυμένες το πρώτο τρίμηνο του 2025, αναμένεται να αυξηθούν κι άλλο, ιδιαίτερα καθώς προχωρά και η εσωτερική προετοιμασία της Βουλγαρίας για να υποδεχθεί περισσότερες ποσότητες μέσω Σιδηροκάστρου. «Η Bulgartransgaz υλοποιεί επενδύσεις στην πλευρά της Βουλγαρίας ώστε να αυξηθεί η δυναμικότητα. Η βουλγαρική πλευρά θα είναι έτοιμη το πρώτο τρίμηνο του 2026», αποκάλυψε.
Η έκθεση προειδοποιεί: υπάρχει ανάγκη για προτεραιοποίηση και πρόταξη των καίριων υποδομών. Το διακύβευμα είναι οι υπό κατασκευή ή σχεδιαζόμενες μονάδες να μην μετατραπούν σε στραγγαλισμένα περιουσιακά στοιχεία (stranded assets), δηλαδή υποδομές των οποίων η οικονομική απόδοση θα είναι χαμηλότερη από το κόστος κατασκευής και λειτουργίας τους. Αυτή η εξέλιξη, σύμφωνα με την έκθεση, όχι μόνο θα επιβαρύνει τους κρατικούς προϋπολογισμούς, αλλά και θα μετακυλήσει το κόστος στους καταναλωτές μέσω ρυθμιζόμενων τιμολογίων και τελών δικτύου.
Ο ρόλος της Ρωσίας και οι τιμές
Η ΕΕ κατέγραψε το 2024 μια αξιοσημείωτη αύξηση κατά 18% στις ρωσικές εισαγωγές: από 38 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) σε 45 bcm. Η Ιταλία προσέθεσε 4 bcm, η Τσεχία 2 bcm και η Γαλλία 1,7 bcm, ανεβάζοντας το μερίδιο του ρωσικού αερίου στο 14% της συνολικής κατανάλωσης της Ένωσης. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης αφορά εισαγωγές LNG, με μέσο όρο 74,3 εκατ. κυβικά μέτρα την ημέρα τον Φεβρουάριο του 2025, αυξημένο κατά 11% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Το ευρωπαϊκό benchmark TTF αυξήθηκε από 30 σε 48 ευρώ/MWh (+59%) κατά τη διάρκεια του 2024, οδηγώντας σε ανάλογη άνοδο των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία πλέον πληρώνει σχεδόν τα διπλά σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Οι επιδοτήσεις για την προστασία των καταναλωτών και των επιχειρήσεων ανήλθαν το 2023 σε επίπεδα τέσσερις φορές υψηλότερα από τα προ της κρίσης, ενώ το συνολικό κόστος των ρωσικών εισαγωγών ξεπέρασε τα 21,9 δισ. ευρώ—υψηλότερο ποσό από τη χρηματοδότηση που παρείχε η ΕΕ στην Ουκρανία το ίδιο έτος.
Απαντώντας σε αυτή την πραγματικότητα ο Δημήτρης Σαραντόπουλος ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η ενεργειακή κρίση του 2022, όπου οι τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύτηκαν στα 170 ευρώ/MWh, έχει πλέον περάσει». Παρότι η αγορά δεν έχει επιστρέψει σε προ κρίσης σταθερότητα, έχει φτάσει σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα τιμών, χωρίς να είναι όμως «φθηνή». Το 2023, όπως εξήγησε, η τιμή κινήθηκε στα 50-60 ευρώ/MWh και στα τέλη του έτους κατέβηκε ακόμα και στα 27-28 ευρώ, για να επανέλθει μέσα σε λίγους μήνες κοντά στα 50. «Βλέπουμε μια πολύ μεγάλη μεταβλητότητα. Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα. Δεν μπορείς να την αποφύγεις. Μπορείς μόνο να τη διαχειριστείς», σημείωσε με έμφαση.
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr