Οι κρίσιμες πρώτες ύλες δεν είναι πλέον απλώς τεχνικός όρος -είναι ο σκληρός πυρήνας της νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής. Απαραίτητες για την πράσινη μετάβαση, θεμελιώδεις για την ψηφιακή εποχή, αποτελούν τη γραμμή που χωρίζει την τεχνολογική κυριαρχία από τη γεωπολιτική εξάρτηση. Η Ελλάδα, με έναν από τους πιο πλούσιους υπόγειους «θησαυρούς» στην Ευρώπη, καλείται όχι απλώς να αξιοποιήσει τα κοιτάσματά της, αλλά να επανατοποθετηθεί στον ευρωπαϊκό και διεθνή χάρτη ως πάροχος κρίσιμων πρώτων υλών, στρατηγικής σημασίας για την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τη βιομηχανική κυριαρχία της Ένωσης.
Αν και το έργο της Ελληνικός Χρυσός στη Χαλκιδική είναι αναμφίβολα το πιο ώριμο και εμβληματικό, οι προοπτικές για τη μεταλλευτική δραστηριότητα στην Ελλάδα δεν εξαντλούνται σε αυτό. Αντιθέτως, η χώρα διαθέτει ευρύ γεωλογικό δυναμικό, που την καθιστά δυνητικά σημαντικό παίκτη στον ευρωπαϊκό αγώνα για στρατηγική αυτονομία σε κρίσιμες πρώτες ύλες. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η Ελλάδα έχει επιβεβαιωμένες γεωλογικές ενδείξεις για τουλάχιστον εννέα κρίσιμες πρώτες ύλες, πέραν όσων εξορύσσονται ήδη, μεταξύ αυτών το αρσενικό, το γάλλιο, οι σπάνιες γαίες, το σκάνδιο, το γερμάνιο, ο γραφίτης και το βολφράμιο. Η γεωγραφική κατανομή αυτών των πόρων αποτυπώνει έναν νέο δυναμικό χάρτη.
Η Στερεά Ελλάδα, με επίκεντρο τη Φωκίδα και τη Βοιωτία, διατηρεί ενεργή εξορυκτική δραστηριότητα βωξίτη, αλλά παράλληλα παρουσιάζει προοπτικές για περαιτέρω αξιοποίηση αλουμινούχων και πυριτικών κοιτασμάτων. Στην Εύβοια και τη Μαγνησία συνεχίζεται η εκμετάλλευση λευκόλιθου και μαγνησίτη, ενώ εντοπίζεται δυναμική στον χαλαζία υψηλής καθαρότητας, ο οποίος θεωρείται καίριος για την παραγωγή μεταλλικού πυριτίου, απαραίτητου σε φωτοβολταϊκά και ψηφιακές τεχνολογίες. Η Θράκη εμφανίζεται ως ανερχόμενη περιοχή ενδιαφέροντος, με ενδείξεις παρουσίας γραφίτη και σπάνιων γαιών, υλικών που αποτελούν βασικά συστατικά για μπαταρίες και ανεμογεννήτριες. Στη Δυτική Μακεδονία, η απεξάρτηση από τον λιγνίτη ανοίγει τον δρόμο για αναδιάρθρωση του εξορυκτικού μοντέλου, με δεδομένες ενδείξεις για παρουσία στρατηγικών ορυκτών.
Παρ’ ότι δεν υπάρχουν ακόμη εξίσου ώριμα έργα με αυτά της Ελληνικός Χρυσός, η αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου και η πρόβλεψη για επιτάχυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών αναμένεται να ενισχύσουν την κινητικότητα του επενδυτικού ενδιαφέροντος. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η εναρμόνιση με τον Κανονισμό για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες της ΕΕ δημιουργεί επιπλέον ώθηση: η χώρα μπορεί να αποτελέσει πηγή εσωτερικής παραγωγής για το 10% της ετήσιας ευρωπαϊκής ζήτησης έως το 2030, υπό την προϋπόθεση ότι θα προωθηθούν νέες μεταλλευτικές επενδύσεις, με σεβασμό στο περιβάλλον και διασφάλιση κοινωνικής συναίνεσης.
Ήδη στην Ελλάδα πραγματοποιείται ενεργή εξόρυξη πέντε κρίσιμων πρώτων υλών -του βωξίτη, του νικελίου, του κοβαλτίου, του λευκόλιθου (μαγνησίτη) και του χαλαζία υψηλής καθαρότητας, απαραίτητου για την παραγωγή μεταλλικού πυριτίου. Παράλληλα, έχουν εντοπιστεί γεωλογικά κοιτάσματα σε τουλάχιστον άλλες εννέα πρώτες ύλες, μεταξύ των οποίων το αρσενικό, το γάλλιο, οι σπάνιες γαίες (ελαφριές και βαριές), το σκάνδιο, τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου, το βολφράμιο, το γερμάνιο και ο γραφίτης, τα οποία δημιουργούν ελκυστικές προοπτικές νέων έργων εξόρυξης σε βάθος δεκαετιών.
Σημαντική προοπτική ανοίγεται και για τον χαλκό, καθώς ήδη υπάρχει ισχυρή γεωλογική αναγνώριση και πρόβλεψη μελλοντικής εξόρυξης, ιδίως στις Σκουριές Χαλκιδικής. Το έργο των Σκουριών, που βρίσκεται στο τελικό στάδιο προετοιμασίας για πλήρη ανάπτυξη από την Ελληνικός Χρυσός, αναμένεται να λειτουργήσει ως υπόγειο μεταλλείο υψηλής τεχνολογίας, με ετήσια παραγωγή που προβλέπεται να φτάνει τις 140.000 ουγγιές χρυσού και 67 εκατομμύρια λίβρες χαλκού. Σε πλήρη ανάπτυξη, η επένδυση αυτή μπορεί να τοποθετήσει την Ελλάδα στην 3η θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών παραγωγών χρυσού, μετά τη Σουηδία και τη Φινλανδία, αναδεικνύοντας την περιοχή της ΒΑ Χαλκιδικής ως κόμβο στρατηγικών ορυκτών για την Ευρώπη.
Το αποτύπωμα του κλάδου στην ελληνική οικονομία
Ενισχυτικό αυτής της στρατηγικής σημασίας είναι και το συνολικό αποτύπωμα του κλάδου στην ελληνική οικονομία, όπως αποτυπώνεται σε όλα τα στάδια της παραγωγικής αλυσίδας: από την εξόρυξη και τη μεταποίηση, μέχρι τις εξαγωγές και την τοπική απασχόληση. Το 2023 ο συνολικός κύκλος εργασιών της μεταλλευτικής και λατομικής βιομηχανίας ανήλθε στα €1,5 δισ., καταγράφοντας αύξηση 27,1% σε σχέση με το 2020 (€1,2 δισ.), αν και παραμένει μειωμένος σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του 2018 (€2,1 δισ.). Την ίδια χρονιά, η παραγωγή εμπορεύσιμου προϊόντος ανήλθε σε 52,5 εκατομμύρια τόνους, σταθεροποιημένη σε σχέση με το 2022, αλλά μειωμένη κατά 27,5% σε σχέση με το 2017 (72,4 εκατ. τόνοι), γεγονός που αντανακλά εν μέρει τις επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης και της γενικότερης κάμψης της βιομηχανικής δραστηριότητας.
Η συμβολή του κλάδου αξιολογείται με βάση ανάλυση εισροών-εκροών, που αποτυπώνει τρεις βασικές επιδράσεις: την άμεση, από την ίδια τη μεταλλευτική δραστηριότητα, την έμμεση, από την κινητοποίηση των αλυσίδων αξίας και των προμηθευτών, και την προκαλούμενη, από την κατανάλωση που δημιουργούν τα νοικοκυριά των εργαζομένων σε όλους αυτούς τους τομείς. Συνολικά, η μεταλλευτική και λατομική βιομηχανία συνεισφέρει περίπου €2,9 δισ. στο ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 1,4% της οικονομίας, και υποστηρίζει περισσότερες από 53.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Πέρα από τα οικονομικά μεγέθη, η μεταλλευτική δραστηριότητα συνδέεται άρρηκτα με την ιστορική, κοινωνική και παραγωγική ταυτότητα της ελληνικής περιφέρειας. Περιοχές όπως η Στερεά Ελλάδα, η Εύβοια, η Μαγνησία, η Χαλκιδική, η Θράκη, αλλά και η Δυτική Μακεδονία και η Αρκαδία, συγκροτούν έναν άτυπο «μεταλλευτικό άξονα», στον οποίο βασίζεται μεγάλο μέρος της τοπικής οικονομίας. Ο μετασχηματισμός που επιτάσσει η απολιγνιτοποίηση στις λιγνιτικές περιοχές μπορεί να επανακαθοριστεί υπό το πρίσμα της ενίσχυσης των μεταλλευτικών και ορυκτών δραστηριοτήτων με βάση νέα πρότυπα βιωσιμότητας, τεχνολογικής καινοτομίας και τοπικής συναίνεσης.
Η συνολική παραγωγή εμπορεύσιμου προϊόντος στην Ελλάδα το 2023 διαμορφώθηκε στους 52,5 εκατομμύρια τόνους, διατηρώντας τη δυναμική του προηγούμενου έτους, αλλά καταγράφοντας σημαντική απόκλιση από τα προ πενταετίας επίπεδα. Ο κύκλος εργασιών του κλάδου έκλεισε στο €1,5 δισ., σημαντικά αυξημένος σε σχέση με το 2020, αλλά με αισθητή υστέρηση σε σύγκριση με το 2018. Με βάση ανάλυση εισροών-εκροών, η συνολική επίδραση του κλάδου στην ελληνική οικονομία προσεγγίζει τα €2,9 δισ. και αποτυπώνεται σε περισσότερες από 53.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης, επιβεβαιώνοντας πως πρόκειται για έναν τομέα με ευρύτατο αποτύπωμα -παραγωγικό, εξαγωγικό, κοινωνικό και αναπτυξιακό.
Διαβάστε περισσότερα στο energygame.gr