THEPOWERGAME
Σημαντικά εμπόδια στην υλοποίηση διμερών συμφωνιών αγοραπωλησίας πράσινης ενέργειας (PPAs) με ευνοϊκούς όρους, που θα οδηγήσουν στη μείωση του ενεργειακού κόστους, βλέπει η βιομηχανία.
Κύκλοι της ενεργοβόρου βιομηχανίας εξέφραζαν στο energygame.gr τις ισχυρές επιφυλάξεις τους για το σχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας να «ξεπαγώσει» η παροχή όρων σύνδεσης στα έργα της λεγόμενης κατηγορίας Β, ισχύος περί τα 4.000 MW, για τα οποία οι παραγωγοί ΑΠΕ είχαν δεσμευτεί να συνάψουν διμερείς συμφωνίες με μη οικιακούς καταναλωτές.
Οι συμφωνίες αυτές δεν προχωράνε, καθώς οι τιμές πώλησης της παραγόμενης ενέργειας από τα εν λόγω έργα θεωρείται ότι είναι υψηλές, την ίδια ώρα που η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος έχει υποχωρήσει κοντά στα 90 ευρώ η μεγαβατώρα. Η πιθανή περαιτέρω αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου τους επόμενους μήνες θα οδηγήσει τη χονδρεμπορική σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ρίσκο σε περίπτωση που μια βιομηχανία κλείσει μια σύμβαση 10ετούς διάρκειας.
Ώθηση στα PPAs μπορεί να δώσει μόνο το Green Pool, δηλαδή η θεσμοθέτηση ενός μηχανισμού επιδότησης της βιομηχανίας για μέρος του κόστους που προκύπτει από την προσαρμογή της παραγωγής ενός φωτοβολταϊκού συστήματος στην καμπύλη λειτουργίας μιας βιομηχανίας. Η σχετική πρόταση που είχε καταθέσει το 2021 η κυβέρνηση προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει απορριφθεί, ωστόσο το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας φέρεται να επιδιώκει να το ξαναβάλει στο τραπέζι των συζητήσεων. Από την πλευρά της βιομηχανίας διατυπώνεται το μήνυμα ότι η κυβέρνηση θα πρέπει «να το πολεμήσει», ώστε να προχωρήσει το εν λόγω σχήμα.
Ανησυχία για την αντιστάθμιση
Την ίδια ώρα, έντονη ανησυχία επικρατεί στη βιομηχανία από την πιθανή μείωση των ποσών που εισπράττει από το μηχανισμό της αντιστάθμισης. Μέσω του μηχανισμού επιστρέφεται στις ενεργοβόρες βιομηχανικές επιχειρήσεις ένα τμήμα του κόστους που προκύπτει από τη μετακύλιση του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Ο μηχανισμός αποσκοπεί στην αποτροπή του κινδύνου μεταφοράς (carbon leakage – κίνδυνος «διαρροής άνθρακα») των βιομηχανιών σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν επιβαρύνεται με το κόστος των δικαιωμάτων. Ο μηχανισμός χρηματοδοτείται από ένα ποσοστό των ετήσιων εγχώριων εσόδων από την πλειστηριασμό των αδιάθετων δικαιωμάτων ρύπων, το οποίο καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση.
Για το 2023, με μέση τιμή δικαιωμάτων 80 ευρώ/τόνο, τα έσοδα ανήλθαν σε 1,4 δισ. ευρώ. Για το 2023 το ΥΠΕΝ φέρεται να προσανατολίζεται στην αύξηση του ποσοστού στο 17% περίπου, επίπεδο το οποίο κρίνεται ανεπαρκές για να καλύψει το ποσό, που φτάνει τα 300 εκατ. ευρώ ετησίως σε απόλυτα μεγέθη. Πιο σοβαρό είναι το πρόβλημα για τη φετινή χρονιά, καθώς η τιμή των δικαιωμάτων έχει σημειώσει σημαντική πτώση και κινείται κοντά στα επίπεδα των 60 ευρώ/τόνο. Από την πλευρά της ενεργοβόρου βιομηχανίας εκφράζεται το αίτημα να αυξηθεί το ποσοστό κατανομής έως και το 25% και στη συνέχεια, αν προκύψει ότι το ποσό που συγκεντρώνεται είναι υψηλότερο, η διαφορά να επιστραφεί, όπως άλλωστε ορίζει και το νομοθετικό πλαίσιο.
Σημειώνεται ότι τα 300 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν σε ενισχύσεις ύψους από 30 έως και 50 ευρώ τη μεγαβατώρα για τις επιλέξιμες βιομηχανίες ή το 30%-40% του λειτουργικού κόστους. Ο ΔΑΠΕΕΠ προβλέπει ότι η μέση τιμή των δικαιωμάτων θα διαμορφωθεί φέτος στα 80 ευρώ/τόνο, ωστόσο αυτή η πρόβλεψη θεωρείται ιδιαίτερα αισιόδοξη. Με μια μέση τιμή 70 ευρώ/τόνο, τα έσοδα αναμένεται να διαμορφωθούν στα 1,23 δισ. ευρώ περίπου.
Από τα έσοδα των δικαιωμάτων εκπομπών χρηματοδοτούνται επίσης, μεταξύ άλλων, οι δράσεις για τα επιδόματα θέρμανσης με ηλεκτρικό ρεύμα, η στήριξη των αγροτών και ο Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ). Από την πλευρά της κυβέρνησης εκφράζεται η βούληση να στηριχθεί η βιομηχανία, αλλά αναφέρεται ότι δεν θα υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα, ενώ από την άλλη πλευρά τονίζεται ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να επιλέξει αν θέλει να υπάρχει στη χώρα ισχυρή βιομηχανία. Εφόσον η κυβέρνηση το επιθυμεί, θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στα μέτρα που θα μειώσουν στην πράξη το ενεργειακό κόστος, καθώς, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, «χωρίς βιομηχανία δεν υπάρχει πράσινη μετάβαση».