THEPOWERGAME
Την καταδίκη των δυο κατηγορουμένων για τον βιασμό και τη δολοφονία της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη πρότεινε η εισαγγελέας και στη δευτεροβάθμια δίκη τους.
Η Εισαγγελέας Έδρας του ΜΟΕ υπέβαλε στους εφέτες και τους ενόρκους την πρόταση της για τους δύο νεαρούς, 24 και 22 ετών σήμερα, που έχουν καταδικαστεί για το φρικιαστικό έγκλημα σε ισόβια και επιπλέον ποινή 15ετούς κάθειρξης ο καθένας. Υπενθυμίζεται ότι ο 24χρονος Ροδίτης και ο 22χρονος Αλβανός καταδικάστηκαν ότι βίασαν και πέταξαν την Ελένη Τοπαλούδη μετά άγρια χτυπημένη, λιπόθυμη αλλά ζωντανή ζωντανή σε βραχώδη παραλία στην περιοχή Λίνδος της Ρόδου.
Ο μεγαλύτερος είναι μέλος εύπορης οικογένειας του νησιού ενώ ο νεαρότερος, γιος τεχνίτη από την Αλβανία που κατοικεί χρόνια στην Ρόδο.
Η εισαγγελέας του ΜΟΕ αγνοώντας τις αλληλοκατηγορίες των δύο νεαρών είπε ότι από κοινού βίασαν βασάνισαν την κοπέλα που αρνιόταν να υποκύψει στις σεξουαλικές επιθυμίες τους κι όταν τους απείλησε ότι θα τους καταγγείλει, την έριξαν ζωντανή στη θάλασσα για να εξαφανίσουν το σώμα της και τα ίχνη του διπλού εγκλήματος τους.
«Σε τρεις μέρες έφαγες το παιδί μου ρε βρομιάρη. Ήρθατε από την Αλβανία να σπείρετε τον πόνο», φώναξε η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, μόλις άρχισε η εισαγγελέας να περιγράφει τις μαρτυρικές ώρες, που έζησε η φοιτήτρια στα χέρια των δύο δραστών. Η μητέρα, που έχει κοντά της σήμερα τη μητέρα της Ερατούς που δολοφονήθηκε στη Λέσβο, οδηγήθηκε εκτός δικαστικής αίθουσας για να ηρεμήσει.
Η εισαγγελέας περιέγραψε τη συνάντηση των δύο κατηγορουμένων με την κοπέλα και τη μεταφορά της στο εξοχικό σπίτι του Ροδίτη. «Ώρα 01.07 η Ελένη στέλνει μήνυμα στη φίλη της «πάρε με σε μια ώρα τηλέφωνο». Το μήνυμα αυτό σημαίνει για μένα ότι «δεν περνάω καλά, κάτι συμβαίνει». Είχε ένστικτο. Παρά την αντίθετη βούληση της και με την άσκηση σωματικής βίας προχώρησαν μαζί της διαδοχικά σε συνουσία. Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή. Η μη ύπαρξη κακώσεων στα γεννητικά όργανα δεν προβληματίζει αφού έμεινε για αρκετή ώρα στο νερό. Το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγείλει. Οι δυο κατηγορούμενοι σκεπτόμενοι τις συνέπειες αυτού της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο προκαλώντας της αιμορραγία και οίδημα. Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση τη μετέφεραν στο μπάνιο κι εκείνη αιμορραγούσε ακατάσχετα. Όταν είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης την μετέφεραν στο αυτοκίνητο».
Η εισαγγελέας κρίνει ότι οι δύο δράστες μετέφεραν μαζί την άγρια κακοποιημένη φοιτήτρια στην ερημική τοποθεσία: «Για τη μεταφορά είναι βέβαιο ότι απαιτούνταν δυο άτομα αφού το κορίτσι δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Αντί την ύστατη στιγμή να τη βοηθήσουν, την οδήγησαν σε ερημική παραλία. Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα.
»Έριξαν την Ελένη ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί. Και οι δυο σήκωσαν το σώμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. Προκύπτει από την κατάθεση του ιατροδικαστή ότι ενόψει ότι η Ελενη ήταν ψηλή κοπέλα και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και δεν ήταν δυνατόν να την σηκώσει κάποιος μόνος. Ούτε υπάρχουν σημάδια από σύρσιμο επάνω της. Τεκμαίρεται ότι συνεργάστηκαν και οι δυο για να πετάξουν την Ελένη στη θάλασσα. Μετά επέστρεψαν στο σπίτι για να καθαρίσουν το φορτηγάκι, το σπίτι και να μαζέψουν τα προσωπικά αντικείμενα της κοπέλας. Σε 40-45 λεπτά εντοπίστηκαν ξανά στο ίδιο σημείο που έριξαν την Ελένη για να ξεφορτωθούν τα πράγματα της. Όμως κόλλησαν στη βλάστηση γιατί ο γκρεμός δεν ήταν κάθετος.
»Ο θάνατος θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, απλώς διάλεξαν να την πετάξουν στη θάλασσα».
Για τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι υπήρξε συναίνεση της φοιτήτριας για την ερωτική πράξη, η εισαγγελέας είπε: «Τα σκισμένα ρούχα της Ελένης καταδεικνύουν την υπέρμετρη πάλη που προηγήθηκε. Αν η Ελένη συμμετείχε σε αυτό το σκηνικό με τη θέλησή της, θα ζούσε ακόμα και δεν υπήρχε λόγος για όλο αυτό που έγινε. Η ανθρωποκτονία τελέστηκε και από τους δυο προκειμένου να σωπάσει η κοπέλα. Αν κάποιος δεν ήθελε, θα καλούσε σε βοήθεια».
Στην προηγούμενη συνεδρίαση οι δύο κατηγορούμενοι απολογήθηκαν ισχυριζόμενοι όσα είχαν πει και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επιρρίπτοντας ουσιαστικά ο ένας την ευθύνη στον άλλον και περιγράφοντας ο καθένας τον εαυτό του ως εκείνον που απλώς δεν αντέδρασε στην βία που έβγαζε ο άλλος απέναντι στην φοιτήτρια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, όταν η Τοπαλούδη αρνήθηκε να έχει σεξουαλική επαφή με τους δύο τους, στο εξοχικό σπίτι του ροδίτη κατηγορούμενου, γεγονός που πυροδότησε άγριες και ακραίες αντιδράσεις των δύο κατηγορουμένων που άρχισαν να την χτυπάνε. Η κοπέλα βιασμένη και χτυπημένη έχασε τις αισθήσεις της και όταν συνήλθε, σύμφωνα με την δικογραφία «δήλωσε στους κατηγορούμενους την πρόθεσή της να τους καταγγείλει στην αστυνομία, πυροδοτώντας έτσι το θυμό τους και παράλληλα την ανησυχία τους ότι θα συλληφθούν και θα υποστούν ποινικές κυρώσεις για την ανωτέρω συμπεριφορά τους. Ενόψει αυτής της δυσάρεστης για εκείνους προοπτικής, οι κατηγορούμενοι προέβησαν τότε σε στάθμιση των δεδομένων και αποφάσισαν από κοινού τη φυσική εξόντωση της παθούσας…».
Με την πρόταση της Εισαγγελέως αρχίζει αντίστροφη μέτρηση για την ετυμηγορία του δικαστηρίου που θα κρίνει αν οι δύο νεαροί θα φύγουν από το δικαστήριο με την ίδια ποινή ή αν, όπως προσδοκούν οι ίδιοι, πετύχουν καλύτερη ποινική μεταχείριση.
Οι γονείς της Ελένης Τοπαλούδη ζητούν από το δικαστήριο να κρατήσει ως έχει την τιμωρία που έχει επιβληθεί στους δύο υπαίτιους για την απώλεια του παιδιού τους.
Η δίκη συνεχίζεται με τις αγορεύσεις των δικηγόρων.