Το Φιλελεύθερο κυβερνών κόμμα, με τον Μαρκ Κάρνεϊ στην ηγεσία και στην πρωθυπουργία, έκανε την ανατροπή στις πρόωρες εκλογές στον Καναδά, λαμβάνοντας εντολή να αντιμετωπίσει τους δασμούς και τη γενικότερη επιθετική εμπορική πολιτική του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Εξασφάλισε μια τέταρτη συνεχόμενη θητεία στην εξουσία -ένα σπάνιο επίτευγμα για τα πολιτικά δεδομένα του Καναδά, συγκρατώντας οριακά στη δεύτερη θέση το Συντηρητικό Κόμμα υπό την ηγεσία του Πιέρ Πουαλιέβρ.
Ο Μαρκ Κάρνεϊ διαδέχθηκε τον Τζάστιν Τριντό, ο οποίος αναγκάστηκε να αποχωρήσει το 2024 λόγω της αυξανόμενης αντιδημοτικότητας και του διχασμού μεταξύ των κυβερνητικών στελεχών. Στις εκλογές του κόμματος που ακολούθησαν ο Κάρνεϊ ανέλαβε την ηγεσία.
Μέχρι τότε η αντιπολίτευση των Συντηρητικών υπό τον Πιέρ Πουαλιέβ διατηρούσε σημαντικό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις -από το καλοκαίρι του 2023 έως τις αρχές του 2025. Ωστόσο, μετά τις επιθέσεις του Τραμπ με τους δασμούς και τις φανφάρες περί προσάρτησης, ο Κάρνεϊ κατάφερε να ανατρέψει το κλίμα υπέρ των Φιλελευθέρων, ιδίως καθώς οι Συντηρητικοί υιοθέτησαν μια «τραμπικού τύπου» πολιτική ατζέντα. Κάτι που αποδείχθηκε σοβαρό λάθος, ιδιαίτερα αφότου ο Τραμπ μίλησε για κατάργηση της καναδικής κυριαρχίας.
Μέσα από μια απροκάλυπτη επίκληση στον «καναδικό εθνικισμό», ο Καρνέι κατάφερε να αποσπάσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων που συνήθως στηρίζουν τους εργατοκεντρικούς Νέους Δημοκράτες και το γαλλοκαναδικό εθνικιστικό Μπλοκ του Κεμπέκ.
Μαρκ Κάρνεϊ: Ο ορισμός του τραπεζίτη που έγινε πολιτικός αλά Ντράγκι
Ο Μαρκ Κάρνεϊ αποτελεί την επιτομή του τραπεζίτη που έγινε πολιτικός.
- Ήταν πρώην στέλεχος της Goldman Sachs (13 χρόνια), πρόεδρος τόσο της Brookfield Asset Management, όσο και του Bloomberg.
- Διετέλεσε επικεφαλής δύο κεντρικών τραπεζών της G7, πρόεδρος της Τράπεζας του Καναδά και αργότερα πρόεδρος της Τράπεζας της Αγγλίας (για 7 χρόνια).
Μετά την αποχώρησή του από αυτήν τη θέση προετοίμασε τον εαυτό του για καριέρα στην πολιτική, ακολουθώντας το ρητό «η τύχη ακολουθεί τους φιλόδοξους». Και όταν ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε πρόεδρος και άρχισε να συζητάει για την πιθανότητα να γίνει ο Καναδάς η 51η πολιτεία των ΗΠΑ, ο Κάρνεϊ ξεκίνησε την εκστρατεία του με έντονες ιαχές «οικονομικού εθνικισμού». Μετά τη νίκη του στις εκλογές δήλωσε ότι η χώρα του δεν πρέπει να ξεχάσει ποτέ την αμερικανική «προδοσία», στην ομιλία που εκφώνησε ενώπιον οπαδών του στην Οτάβα.
Δεν είναι ο πρώτος αρχιτραπεζίτης που ακολουθεί πολιτική πορεία. Ο Μαρκ Κάρνεϊ είναι κάτι σαν τον Μάριο Ντράγκι, τον ηγέτη της Ιταλίας και της Ευρώπης, που αρκετοί πίνουν κρασί στο όνομά του και στους χρησμούς του με τη μορφή εκθέσεων για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τόσο ο Κάρνεϊ, όσο και ο Ντράγκι υπήρξαν στελέχη της Goldman Sachs. Και οι δύο ήταν κεντρικοί τραπεζίτες. Και οι δύο έγιναν ήρωες της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής σε δύσκολες συνθήκες: ο Ντράγκι για την Ευρώπη την περίοδο της κρίσης χρέους της ευρωζώνης και της «ελληνικής τραγωδίας» και τώρα ο Κάρνεϊ για τον Καναδά απέναντι στις επιθέσεις του Τραμπ.
Φαίνεται ότι σε κάποιες χώρες, όταν οι κυβερνήσεις βρίσκονται κολλημένες στον τοίχο, τότε οι πολιτικοί και οικονομικοί αξιωματούχοι που βρίσκονται σε δύσκολη θέση για να αντιμετωπίσουν μια κρίση στρέφονται στους «άνδρες του χρήματος» για να διασώσουν το καράβι που κινδυνεύει.
Ωστόσο, μαζί με το αφήγημα του οικονομικού εθνικισμού στη ρητορική κατά του Τραμπ, ο Κάρνεϊ έχει υιοθετήσει τη συνήθη νεοφιλελεύθερη οικονομική συνταγή: μειώσεις φόρων και περικοπές κρατικών δαπανών ως λύση για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Στην άλλη πλευρά, ο συντηρητικός μνηστήρας του πρωθυπουργικού θώκου υποσχόταν κι εκείνος μειώσεις φόρων και περικοπές δημόσιων δαπανών, χωρίς από ό,τι φάνηκε να πείσει τους ψηφοφόρους να γυρίσουν την πλάτη στους Φιλελεύθερους εν μέσω οικονομικών προβλημάτων.
Ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ρόδα για τον Κάρνεϊ: Η απειλή της ύφεσης
Τα προβλήματα είναι πολλά. Από τις επτά μεγαλύτερες οικονομίες (G7), ο Καναδάς είναι η μικρότερη, τόσο σε ΑΕΠ, όσο και σε πληθυσμό. Ωστόσο, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο σε έκταση και διαθέτει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή παγκοσμίως. Περιβάλλεται από τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό ωκεανό, γεγονός που τον καθιστά ιδανικά τοποθετημένο για παγκόσμιο εμπόριο -με παρόμοιο τρόπο όπως οι ΗΠΑ.
Η χώρα είναι ενεργειακά αυτάρκης και διαθέτει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα υψηλής ποιότητας ουρανίου στον κόσμο, καθώς και τα τρίτα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου. Είναι επίσης ο πέμπτος μεγαλύτερος παραγωγός φυσικού αερίου. Επιπλέον, ο Καναδάς διαθέτει τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών, όπως τα μεγαλύτερα αποθέματα ποτάσας (χρησιμοποιείται στην παραγωγή λιπασμάτων), πάνω από το ένα τρίτο των πιστοποιημένων δασών παγκοσμίως και το ένα πέμπτο των επιφανειακών γλυκών υδάτων του πλανήτη. Διαθέτει επίσης αφθονία σε κοβάλτιο, γραφίτη, λίθιο και άλλα σπάνια μέταλλα που χρησιμοποιούνται στις τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας.
Παρά τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα σε φυσικούς πόρους, η αύξηση του ΑΕΠ του Καναδά υστερεί διαχρονικά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μέλη της G7, κατατάσσοντάς τον μόλις 16ο παγκοσμίως σε όρους αγοραστικής δύναμης (PPP). Μια χώρα με τέτοια γεωγραφικά χαρακτηριστικά θα ανέμενε κανείς να παράγει υψηλότερη οικονομική απόδοση. Ωστόσο, έχει μείνει πίσω τόσο σε παραγωγικές επενδύσεις (εκτός του ενεργειακού τομέα), όσο και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αύξηση του πληθυσμού. Στον 21ο αιώνα, ο Καναδάς είχε μακράν τον ταχύτερο ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης στην G7, με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1% -πάνω από το διπλάσιο του μέσου όρου της G7, που ήταν 0,5%. Συνολικά, ο πληθυσμός του Καναδά αυξήθηκε κατά 30%, έναντι μόλις 11,5% για το σύνολο της G7. Η προσθήκη ενός εκατομμυρίου ανθρώπων μέσα σε ένα μόλις έτος, σε έναν πληθυσμό βάσης περίπου 40 εκατομμυρίων, είναι χωρίς προηγούμενο.
Κι όμως, το βιοτικό επίπεδο των Καναδών -μετρημένο μέσω του πραγματικού ΑΕΠ ανά κάτοικο- είναι το 2024 μόλις οριακά υψηλότερο απ’ ό,τι ήταν το 2014· μια δεκαετία στασιμότητας.
Ο κύριος λόγος είναι η ραγδαία επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας. Κατά τη δεκαετία πριν από την πανδημία, η παραγωγικότητα στον επιχειρηματικό τομέα αυξανόταν με αξιοπρεπή ρυθμό, 1,2% ετησίως. Από το 2019 και μετά, όμως, έχει σταματήσει πλήρως να αυξάνεται -καθιστώντας τον Καναδά μία από τις πιο αδύναμες επιδόσεις μεταξύ των προηγμένων οικονομιών.
Η σκοτεινή σκιά του Τραμπ στον Καναδά
Τώρα, ο πρόεδρος Τραμπ ρίχνει μια σκοτεινή σκιά πάνω στην καναδική οικονομία. Ο Τραμπ ανακοίνωσε αύξηση των δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από τον Καναδά και απειλεί με ακόμη μεγαλύτερους δασμούς. Ο Καναδάς είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής και των δύο αυτών προϊόντων (με κύκλο εργασιών 11,2 δισ. δολαρίων για τον χάλυβα προς τις ΗΠΑ, ξεπερνώντας τη Βραζιλία, το Μεξικό, τη Νότια Κορέα και τη Γερμανία, και 9,5 δισ. δολάρια για το αλουμίνιο).
Ο Τραμπ έχει επιμείνει ότι «ο Καναδάς θα σταματήσει να υπάρχει ως χώρα» χωρίς να του πουλάει προϊόντα η Αμερική. «Δεν θέλουμε πραγματικά ο Καναδάς να φτιάχνει αυτοκίνητα για εμάς, για να το πούμε με απλά λόγια. Θέλουμε να φτιάχνουμε τα δικά μας αυτοκίνητα», δήλωσε ο Τραμπ. «Πρέπει να είμαι ειλικρινής, ως (αμερικανική) πολιτεία, θα λειτουργούσε υπέροχα».
Ο Τιφ Μάκλεμ, διοικητής της Τράπεζας του Καναδά, έχει δηλώσει ότι οι αμερικανικοί δασμοί πιθανότατα θα βάλουν τον Καναδά σε ύφεση: «Ανάλογα με την έκταση και τη διάρκεια των αμερικανικών δασμών, ο οικονομικός αντίκτυπος θα μπορούσε να είναι σοβαρός· μόνο η αβεβαιότητα ήδη προκαλεί ζημιά». Οι υψηλότεροι αμερικανικοί δασμοί στις υπόλοιπες χώρες «θα αδυνατίσουν σημαντικά τη ζήτηση σε παγκόσμιο επίπεδο και θα βαθαίνουν την ύφεση στον Καναδά», δήλωσαν επίσης ο Τόνι Στίλο, διευθυντής Οικονομικών του Καναδά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και ο ανώτερος οικονομολόγος Μάικλ Ντάβενπορτ.
Στο Λονδίνο το 2012, έμεινε στην ιστορία η φράση του Μάριο Ντράγκι: «Η ΕΚΤ είναι έτοιμη να πράξει ό,τι απαιτείται για να σώσει το ευρώ και πιστέψτε με, αυτό θα είναι επαρκές». Τώρα ο Μαρκ Κάρνεϊ προβεβλημένος ως «διαχειριστής κρίσεων» κάνει τις δικές του δηλώσεις για τον Καναδά στη σκιά του Τραμπ:
«Η παλιά σχέση που είχαμε με τις ΗΠΑ, οι οποίες βασιζόταν στην εμβάθυνση της ενσωμάτωσης των οικονομιών μας και στη στενή συνεργασία σε θέματα ασφάλειας και στρατιωτικής συνεργασίας, έχει τελειώσει. Έχει έρθει η ώρα για μια ευρεία επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης μας σε θέματα ασφάλειας και εμπορίου». Αλλά δεν είναι καθόλου σαφές τι θα μπορούσε να προκύψει από αυτήν την επαναδιαπραγμάτευση.