Μια στρατηγική ανατιμήσεων καταστρώνουν οι εταιρείες που πωλούν προϊόντα στις ΗΠΑ, ώστε να καλύψουν το αυξημένο κόστος που προκύπτει από τους δασμούς του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και να μην αποθαρρύνουν τους καταναλωτές. Μεγάλοι όμιλοι και μικρές επιχειρήσεις επανεξετάζουν το κόστος των προϊόντων τους σε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας. Η εμπορική πολιτική της κυβέρνησης των Ρεπουμπλικανών έχει οδηγήσει τους δασμούς των ΗΠΑ, κατά μέσο όρο, στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 100ετίας. Από τους κολοσσούς ειδών πολυτελείας LVMH και Hermès μέχρι την εταιρεία τηλεπικοινωνιών Verizon σχεδιάζονται ανατιμήσεις, ώστε να επωμιστούν οι καταναλωτές έστω ένα μέρος των δασμών. Ήδη περίπου το 47% πάνω από 500 μικρών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ έχουν ήδη αυξήσει τις τιμές από τις αρχές του έτους, σύμφωνα με την εταιρεία αναλύσεων Vistage Worldwide και τη Wall Street Journal.
Στην Ευρώπη, εν τω μεταξύ, οι φαρμακοβιομηχανίες παροτρύνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιτρέψει την άνοδο των τιμών στα φάρμακα, ώστε να δημιουργηθούν κίνητρα για νέες επενδύσεις, αντανακλώντας τις επιπτώσεις που μπορεί να προκληθούν στα κράτη-μέλη από τους δασμούς του Τραμπ. Κεντρικό επιχείρημα των ισχυρότερων εκπροσώπων του κλάδου είναι πως οι έλεγχοι της Ε.Ε. στο κόστος των φαρμάκων μπορεί να πλήξουν την έρευνα και την καινοτομία, όπως αναφέρεται σε επιστολή προς τις Βρυξέλλες που συνυπέγραψαν οι διευθύνοντες σύμβουλοι των Novartis και Sanofi, την οποία έφεραν οι Financial Times στο φως της δημοσιότητας. Οι εταιρείες του κλάδου φαρμάκων στην Ευρώπη σκέφτονται να μεταφέρουν δραστηριότητες στις ΗΠΑ για να αποφύγουν τους δασμούς, με τα κίνητρα να γίνονται ισχυρότερα, διότι το κόστος των φαρμάκων στην αμερικανική οικονομία είναι τριπλάσιο σε σχέση με κάθε άλλη οικονομία του ανεπτυγμένου κόσμου. Χαρακτηριστικά, ένα φιαλίδιο ινσουλίνης κοστίζει, κατά μέσο όρο, από 25 έως 300 δολάρια στις ΗΠΑ, ενώ στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, οι τιμές κυμαίνονται από τα 7,50 μέχρι τα 12 δολάρια.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι, πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές δεν κρύβουν πως η σημερινή συγκυρία είναι εξαιρετικά αβέβαιη, καθώς ουδείς γνωρίζει τις επόμενες ενέργειες του Αμερικανού προέδρου και του επιτελείου του, ούτε τις αντιδράσεις των χωρών ή των εταιρειών που επηρεάζονται από αυτές. Προσπαθώντας να ισορροπήσουν σε κινούμενη άμμο, οι διεθνείς αγορές παρουσιάζουν τόσο απότομες διακυμάνσεις, που ο δείκτης μεταβλητότητας VIX έχει αναρριχηθεί άνω του 55% από τις αρχές του έτους.
Ο Τραμπ επιχείρησε να κατευνάσει τους φόβους των επιχειρηματιών για τους δασμούς 145% εις βάρος της Κίνας, δηλώνοντας πως δεν θα είναι τόσο υψηλοί επ’ άπειρον. Αν και έχουν ανακληθεί αμοιβαίοι δασμοί σε δεκάδες άλλες χώρες για ενάμιση μήνα, παραμένουν σε ισχύ φόροι 25% στις εισαγωγές αλουμινίου, χάλυβα και αυτοκινήτων. Από τους δασμούς 145% εις βάρος της Κίνας, οι ΗΠΑ εξαίρεσαν ορισμένα ηλεκτρονικά προϊόντα. Αλλά, πέραν των ανατιμήσεων που έχουν ήδη λάβει χώρα, το 60% πάνω από 500 μικρών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ εξετάζει να προχωρήσει σε νέες αυξήσεις τιμών μέσα στο επόμενο τρίμηνο, σύμφωνα με τη Vistage Worldwide και τη Wall Street Journal.
Ο όμιλος προϊόντων ευρείας κατανάλωσης Kimberly–Clark αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις για τη φετινή κερδοφορία της, διότι εκτιμά πως οι δαπάνες θα αυξηθούν κατά 300 εκατ. δολάρια. Άλλες εταιρείες απλώς αξιοποιούν τα αποθέματά τους μέχρι να σταθεροποιηθεί η εμπορική πολιτική των Ρεπουμπλικανών. Μία από αυτές είναι η Lilac St., η οποία ιδρύθηκε επί πανδημίας και πια έχει ετήσια έσοδα 15 εκατ. δολαρίων. Προμηθεύεται ψεύτικες βλεφαρίδες από την Κίνα. Η ιδρύτρια, Αλίσια Ζενγκ, ζήτησε από τους εργολάβους της να μεταφέρουν αλλού την παραγωγή στην Ασία, αλλά εκείνοι αποφεύγουν να δεσμευτούν.
Ορισμένες από τις ισχυρότερες εταιρείες αποφασίζουν να μην προχωρήσουν ακόμη σε ανατιμήσεις. Μία από αυτές είναι η Hyundai Motor, η οποία ανακοίνωσε πως θα διατηρήσει αμετάβλητες τις τιμές μέχρι τον Ιούνιο. Οι αλυσιδωτές αντιδράσεις στη διεθνή επιχειρηματικότητα παραμένουν ασαφείς. Όμως οι δασμοί Τραμπ ήδη έχουν οδηγήσει συνολικά στο 25% τη φορολόγηση των εισαγωγών τους από το 3% που ίσχυε τον Ιανουάριο του 2025, σύμφωνα με το ΔΝΤ.