Η Ιταλίδα πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, έφτασε το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης στη Ουάσιγκτον. Σήμερα στις 7 μ.μ. ώρα Ελλάδος θα συναντηθεί με τον Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίο προβλέπεται γεύμα εργασίας μιας ώρας κεκλεισμένων των θυρών.
Στη συνέχεια θα μεταβούν στο Οβάλ Γραφείο για συζήτηση παρουσία του Τύπου, ενώ δεν προβλέπεται κοινή συνέντευξη Τύπου στο τέλος της συνάντησης.
Το διακύβευμα είναι υψηλό, καθώς η Τζόρτζια Μελόνι, μια συντηρητική που μοιράζεται κάποια από την εθνικιστική ιδεολογία του κ. Τραμπ, συναντάται μαζί του την Πέμπτη, καθώς ο εμπορικός του πόλεμος έχει τεντώσει τα νεύρα παγκοσμίως, αναφέρουν οι New York Times.
Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, θα γίνει η τελευταία στη σειρά των Ευρωπαίων ηγετών που συρρέουν στην Ουάσιγκτον με στόχο να κερδίσουν την εύνοια και να βελτιώσουν τις σχέσεις με τον πρόεδρο Τραμπ, αναφέρει το δημοσίευμα.
Αλλά το ταξίδι της κ. Μελόνι αυτήν την εβδομάδα έχει προκαλέσει περισσότερες ελπίδες -και φόβους- από τις επισκέψεις ορισμένων προηγούμενων Ευρωπαίων ηγετών στον Λευκό Οίκο, λόγω της μοναδικής θέσης που κατέχει στην ήπειρο.
Το δεξιό της υπόβαθρο την έχει τοποθετήσει εδώ και καιρό ως δυνητική σύμμαχο του κ. Τραμπ και προσκλήθηκε να παραστεί στην ορκωμοσία του κ. Τραμπ, σε αντίθεση με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες. Αυτά τα διαπιστευτήρια έχουν συμβάλει στην αναζωπύρωση των εικασιών ότι η κ. Μελόνι θα μπορούσε να επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο με μια προσέγγιση που θα έχει ως προτεραιότητα την Ιταλία, επιδιώκοντας να κλείσει συμφωνίες για τη χώρα της και απειλώντας να υπονομεύσει την ευρωπαϊκή ενότητα.
Αλλά πολλοί διπλωμάτες και αξιωματούχοι αποκρούουν τέτοιες ανησυχίες, εν μέρει επειδή η κ. Μελόνι έχει γίνει γνωστή τους τελευταίους μήνες ως συνεργάσιμη παίκτρια στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Για τους θαυμαστές της Μελόνι, αυτή είναι μια στιγμή γεμάτη ευκαιρίες. Για άλλους, είναι μια σημαντική δοκιμασία για το αν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη συμπάθειά της με τον κ. Τραμπ για να βοηθήσει την Ιταλία και την Ευρώπη.
«Η Ιταλία θα διαπιστώσει πόσο μπορεί να διεκδικήσει μια ειδική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Τζιοβάνι Ορσίνα, επικεφαλής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Luiss Guido Carli στη Ρώμη.
Η επίσκεψη έρχεται αναμφισβήτητα σε μια εποχή υψηλού διακυβεύματος: η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 χωρών βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της και ο εμπορικός πόλεμος του κ. Τραμπ απειλεί να το ανατρέψει αυτό.
Οι απειλές του κ. Τραμπ για την επιβολή τιμωρητικών δασμών, πέραν αυτών που ήδη ισχύουν, θα μπορούσαν να πλήξουν τη ζήτηση για τα πάντα, από το Κιάντι μέχρι τα χημικά προϊόντα -και η ευρωπαϊκή οικονομία κρέμεται από μια κλωστή, καθώς οι ηγέτες προσπαθούν να πείσουν τον κ. Τραμπ να υποχωρήσει.
«Θα παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή», μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Ηνωμένων Πολιτειών, δήλωσε σε συνέντευξή του ο υπουργός Επιχειρήσεων της Ιταλίας, Adolfo Urso. Πρόσθεσε ότι η κ. Μελόνι μπορεί να υπολογίζει όχι μόνο σε μια μακροχρόνια διμερή σχέση μεταξύ της Ιταλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και σε «μια προσωπική σχέση που εδραιώθηκε μεταξύ της Μελόνι και του Τραμπ».
Οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγωνίζονται να συναντηθούν με τους Αμερικανούς ομολόγους τους. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν μπόρεσε να μιλήσει με τον πρόεδρο Τραμπ από τότε που ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του, παρά τις προσπάθειες.
Μπροστά στο «τεστ Τραμπ» η Μελόνι, συνάντηση-κλειδί στις ΗΠΑ
Η Ιταλίδα πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, πέρασε μήνες προετοιμάζοντας αυτήν τη στιγμή: τη συνάντησή της με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Και ήρθε με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μάλιστα.
Με τον Αμερικανό πρόεδρο η Μελόνι έχει ισχυρή ιδεολογική συγγένεια και έχει στο μυαλό της τη μείωση των δασμών και την άμυνα. Αν τα καταφέρει, θα είναι μια σημαντική διπλωματική νίκη για την Ιταλίδα ηγέτιδα και θα την καταστήσει έναν ισχυρό παίκτη στο πλευρό της Γερμανίας και της Γαλλίας. Ωστόσο, υπάρχει και ο κίνδυνος να επιστρέψει με άδεια χέρια, αδυνατώντας πια να διατηρήσει μια δύσκολη και εύθραυστη ισορροπία, μεταδίδει το Bloomberg.
Ήταν η μόνη Ευρωπαία ηγέτις που παραβρέθηκε στην ορκωμοσία του Τραμπ τον Ιανουάριο και έδωσε ομιλία μέσω τηλεδιάσκεψης στο πρόσφατο συνέδριο CPAC, το οποίο είναι βασικός χώρος της υπερσυντηρητικής πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Όπως γράφει η ομάδα του Politico για τη συνάντηση, ακόμη και οι πιο επιφυλακτικοί ομόλογοi της Μελόνι στην Ε.Ε. αποδέχονται την ιδέα ότι μπορεί να είναι η πιο κατάλληλη Ευρωπαία ηγέτις που θα ακούσει ο Τραμπ -παρά τα ηχηρά προειδοποιητικά σήματα από το Παρίσι.
Οι συνέπειες των αυθόρμητων ενεργειών του Τραμπ, τόσο στην οικονομία, όσο και στην εξωτερική πολιτική, δεν περνούν απαρατήρητες από τους Ιταλούς αξιωματούχους, οι οποίοι από τον Ιανουάριο προετοιμάζουν τη συνάντηση της πρωθυπουργού μαζί του, μερικές φορές παραπονούμενοι ότι δεν είχε καθοριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία από τον Λευκό Οίκο, όπως σχολιάζει το Bloomberg.
Η Μελόνι και η συνοδεία της είχαν μείνει έκπληκτοι από ορισμένες δηλώσεις του Τραμπ μετά την εκλογή του -συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατων σχολίων του ότι οι χώρες «φιλάνε τον πισινό» του για να βρουν τρόπο να αποφύγουν τους τιμωρητικούς δασμούς του, τα οποία έγιναν λίγες ώρες μετά την επιβεβαίωση της επίσκεψής της στην Ουάσιγκτον.
Ωστόσο, δημόσια η Μελόνι έχει δείξει σεβασμό. Η πιο σκληρή κριτική που έχει ασκήσει στον Τραμπ είναι ότι η κίνηση για τους δασμούς που πλήττει περίπου το 10% των εξαγωγών της Ιταλίας είναι «λάθος», καλώντας αντίθετα σε διαπραγματεύσεις και προτείνοντας ότι η ανταπόδοση μπορεί να είναι ανώφελη.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της, η Μελόνι σκοπεύει να προτείνει την αμοιβαία κατάργηση των περισσότερων βιομηχανικών δασμών μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε., δημιουργώντας ουσιαστικά μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου.
Η επίτευξη σημαντικών παραχωρήσεων στο εμπόριο, αν και θεωρείται απίθανη, δεν είναι αδύνατη, δήλωσαν αξιωματούχοι της Ε.Ε. Εκπρόσωπος της ιταλικής κυβέρνησης απέφυγαν να σχολιάσουν.
Εν τω μεταξύ, ο επικεφαλής εμπορίου της ΕΕ, Μάρος Σέφκοβιτς, επέστρεψε από την Ουάσιγκτον χωρίς σαφή εικόνα για τη στάση των ΗΠΑ, έπειτα από συναντήσεις με τους Αμερικανούς ομολόγους του -τονίζοντας την πρόκληση που αντιμετωπίζει η Μελόνι.
Μεταξύ των στόχων που θεωρούν πιο εφικτούς στην ομάδα της είναι η δυνατότητα να πείσουν τον Τραμπ να συμφωνήσει σε μια σύνοδο κορυφής ΗΠΑ-Ε.Ε., επιτρέποντας στα κράτη-μέλη να συζητήσουν το εμπόριο και την άμυνα. Πρόκειται για μια ιδέα που η Μελόνι είχε προτείνει νωρίτερα φέτος, μετά την επίθεση του Αμερικανού προέδρου στον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σε συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο.
Η εξασφάλιση διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. για το εμπόριο θα προσέφερε επίσης στον Τραμπ την ευκαιρία να μιλήσει για πρώτη φορά με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, καθιστώντας τη Μελόνι έναν διαμεσολαβητη μεταξύ Ευρώπης και Ουάσινγκτον, αναφέρει το Bloomberg.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν να επηρεάσουν την Ουάσινγκτον από την ημέρα που ο Τραμπ ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο, ανατρέποντας τους καθιερωμένους κανόνες στις διατλαντικές σχέσεις τους τελευταίους τρεις μήνες.
Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, και ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, συνεργάστηκαν για να επισκεφτούν την Ουάσιγκτον μετά την αποτυχία της συνάντησης στο Οβάλ Γραφείο με τον Ζελένσκι, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τον ευρωπαϊκό ρόλο στις συνομιλίες μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Ο Ούγγρος Βίκτορ Όρμπαν έσπευσε να βρεθεί στο Μαρα-Λάγκο για να δείξει τη στενή του σχέση με τον πρόεδρο.
Aξιωματούχοι προειδοποιούν ότι η ευμετάβλητη φύση του Τραμπ καθιστά δύσκολη την πρόβλεψη των πιθανών αποτελεσμάτων και οι προσδοκίες για μεγάλες νίκες παραμένουν χαμηλές στο στρατόπεδο της Μελόνι. Η εμπορική πολιτική της Ε.Ε. είναι επίσης αρμοδιότητα της Επιτροπής.
Ο Τραμπ πιθανότατα θα απαιτήσει από την Ιταλία να αυξήσει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, LNG, από τις ΗΠΑ και να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες, τις οποίες τώρα είναι έτοιμοι να αυξήσουν πάνω από το 2% του ΑΕΠ, όπως απαιτεί το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, αυτό παραμένει αρκετά χαμηλότερο από το 5% που ζητεί ο Τραμπ -και σχεδόν αδύνατον για την Ιταλία να το πετύχει χωρίς σημαντικές και πολιτικά ανεπιθύμητες αλλαγές στον προϋπολογισμό της.