Μπορεί τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα για τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι το 1963 να μην αποκαλύπτουν ποιος πραγματικά σκότωσε τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, ωστόσο δίνουν αρκετές λεπτομέρειες για το πώς δρούσαν οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Προσφέρουν μάλιστα νέα στοιχεία για τον Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ, τον οποίο η CIA παρακολουθούσε. Σε κάθε περίπτωση, τα έγγραφα δεν αμφισβητούν ότι ο Όσβαλντ ήταν ο μόνος δράστης στο Ντάλας στις 22 Νοεμβρίου 1963.
Ο Κένεντι σκοτώθηκε στη διάρκεια επίσκεψής του στο Ντάλας και συγκεκριμένα στην παρέλαση στο κέντρο της πόλης, την οποία ακολουθούσε με το αυτοκίνητό του. Όντας μέσα στο όχημα δέχθηκε πυροβολισμούς, ενώ στη συνέχεια η αστυνομία συνέλαβε τον 24χρονο Όσβαλντ, πρώην πεζοναύτη. Δύο μέρες αργότερα, ο Τζακ Ρούμπι, ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου, πυροβόλησε θανάσιμα τον Όσβαλντ στη διάρκεια μεταφοράς του στη φυλακή.
Μια πρώτη ανασκόπηση από το Associated Press επί των εγγράφων, που είναι πάνω από 63.000 σελίδες και τα οποία δημοσιεύθηκαν αυτήν την εβδομάδα, αποκαλύπτει ότι τα έγγραφα δεν σχετίζονται άμεσα με τη δολοφονία του Κένεντι αλλά περισσότερο με τις μυστικές επιχειρήσεις της CIA, κυρίως στην Κούβα. Η Επιτροπή Γουόρεν είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Όσβαλντ ενεργούσε μόνος του, χωρίς επιρροή από άλλους εγχώριους ή ξένους παράγοντες. Το γεγονός πως η δολοφονία συνέπεσε με το αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και για δεκαετίες απόκρυψη των σχετικών εγγράφων της έρευνας, πυροδότησαν όλα αυτά τα χρόνια θεωρίες συνομωσίας.
Κάποια από τα έγγραφα που αποχαρακτηρίστηκαν περιγράφουν πως η CIA παρακολουθούσε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των Σοβιετικών και των Κουβανών στις διπλωματικές τους αποστολές, τις οποίες επισκέφτηκε ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ κάποιους μήνες πριν τη δολοφονία. Γεγονός που δείχνει ότι γνώριζαν ορισμένες από τις κινήσεις του πριν από τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι. Οι ιστορικοί ελπίζουν να ανακαλύψουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις δραστηριότητες του Όσβαλντ, καθώς πλέον αποδεικνύεται ότι η CIA και το FBI είχαν καταγράψει ότι ο Όσβαλντ είχε σκοπό να έρθει σε επαφή με την πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης εκεί, αφού είχε ζήσει ως αποστάτης των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση από τον Οκτώβριο του 1959 μέχρι τον Ιούνιο του 1962.
Ορισμένα έγγραφα δε δείχνουν πως η αμερικανική κυβέρνηση ενδέχεται να είχε κρατήσει κρυφό το γεγονός ότι γνώριζε για τον Όσβαλντ πριν τη δολοφονία, προκειμένου να αποκρύψει την ολιγωρία συγκεκριμένων αξιωματούχων. Τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα ουσιαστικά εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το ότι η CIA απέτυχε να αποτρέψει τη δολοφονία.
Σύμφωνα με κάποια έγγραφα, η αμερικανική κυβέρνηση απέκρυψε στοιχεία για να μη φανεί ότι «η CIA παρακολουθούσε τον Όσβαλντ με αρκετά επιθετική επιτήρηση και αυτό συνέβη μόλις μερικές εβδομάδες πριν τη δολοφονία», δήλωσε στο Associated Press o Φίλιπ Σένον, ο οποίος το 2013 έγγραψε ένα βιβλίο για το θέμα. «Υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι ο Όσβαλντ είχε μιλήσει ανοιχτά για την πρόθεσή του να σκοτώσει τον Κένεντι στην Πόλη του Μεξικού και ότι κάποιοι τον άκουσαν να το λέει», πρόσθεσε ο ίδιος. Παρά τα νέα στοιχεία, ο Σένον δεν αμφιβάλλει για την ενοχή του Όσβαλντ. «Δεν έχω δει καμία μεγάλη ανατροπή που να ξαναγράφει την πραγματική ιστορία της δολοφονίας, αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμα», σημείωσε ο ίδιος.
Όπως αναφέρει το AP, σε memo που είχε κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 1975, η CIA είχε υποβαθμίσει τα όσα γνώριζε για το ταξίδι του Όσβαλντ στην Πόλη του Μεξικού. Η αμερικανική μυστική υπηρεσία κατέγραψε τρία τηλεφωνήματα μεταξύ του Όσβαλντ και ενός φρουρού της σοβιετικής πρεσβείας, αν και ο Όσβαλντ επιβεβαίωσε πως αυτή ήταν η φωνή του σε μόνο μία από αυτές τις κλήσεις.
Η Άλις Λ. Τζορτζ, συγγραφέας ενός άλλου βιβλίου για τη δολοφονία, υποστήριξε ότι οι θεωρίες συνωμοσίας δεν πρόκειται να σταματήσουν ακόμη και αν δοθούν όλα τα έγγραφα στη δημοσιότητα. «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάποιο έγγραφο θα τους έπειθε (τους συνωμοσιολόγους) ότι ο Όσβαλντ έδρασε μόνος. Ιδίως τους ανθρώπους που είναι πράγματι κολλημένοι με αυτόν τον τρόπο σκέψης. Πιθανότατα θα συνεχίσουν να πιστεύουν τα ίδια που πιστεύουν και τώρα», κατέληξε.
Σημειώνεται ότι πριν την πρόσφατη δημοσίευση των αποχαρακτηρισμένων εγγράφων, η Υπηρεσία Εθνικών Αρχείων και Αρχείων (NARA) εκτιμούσε ότι περίπου το 98% των αρχείων είχε δημοσιοποιηθεί.