THEPOWERGAME

Έπειτα από αρκετές δεκαετίες που η Ευρώπη θεωρούσε τις ΗΠΑ σύμμαχο, αρκετοί είναι εκείνοι που τον τελευταίο καιρό βλέπουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια να καταρρέει. Διά χειρός Τραμπ, η Αμερική ανακοίνωσε ότι ξεκινάει συνομιλίες με τη Ρωσία, παρακάμπτοντας Ευρώπη και Ουκρανία, ενώ ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, δήλωσε στους συμμάχους της Αμερικής ότι η χώρα του δεν είναι πλέον ο «κύριος εγγυητής» της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Στο παζλ, προστίθενται και οι δηλώσεις του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς, που εξαπέλυσε από τη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, δριμεία επίθεση στην Ευρώπη, ουσιαστικά στηρίζοντας το ακροδεξιό κόμμα AfD.
Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, πριν από σχεδόν τρία χρόνια, η Αμερική πορεύτηκε με δύο βασικές αρχές, καταγράφει ο Economist:
- Ότι το μέλλον της Ουκρανίας δεν μπορεί να αποφασιστεί χωρίς τη συμμετοχή της και
- ότι η Αμερική και οι δυτικοί της σύμμαχοι πρέπει να επιδιώξουν την ενότητα απέναντι στον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες στη διάσκεψη του Μονάχου έμειναν εμβρόντητοι βλέποντας τον Τραμπ και την ομάδα του να εγκαταλείπουν και τις δύο αυτές αρχές με τέτοια ευκολία-και, με αυτόν τον τρόπο, να ανατρέπουν δεκαετίες διπλωματίας, που στήριξαν το ΝΑΤΟ ως την πιο επιτυχημένη στρατιωτική συμμαχία στην ιστορία.
Το θετικό, καταγράφει ο Economist, είναι ότι η Ευρώπη και η Ουκρανία εξακολουθούν να έχουν πολλά για τα οποία να αγωνιστούν. Oι φόβοι των Ευρωπαίων για τις εξελίξεις στο ουκρανικό προκύπτουν και από τον τρόπο με τον οποίο ο Τραμπ ξεκίνησε την ειρηνευτική του πρωτοβουλία για την Ουκρανία.
Ο πρόεδρος και ο υπουργός Άμυνάς του προσέφεραν έναν καταιγισμό μονομερών παραχωρήσεων στη Ρωσία:
- αμοιβαίες επισκέψεις σε Ουάσιγκτον και Μόσχα, οι οποίες δεν έχουν πραγματοποιηθεί εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες,
- την πρόταση η Ρωσία να επανενταχθεί στην G7
- και τη δημόσια παραδοχή ότι η Ουκρανία δεν θα αποκαταστήσει τα προπολεμικά της σύνορα, δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και δεν θα απολαμβάνει την προστασία της συμμαχίας για τυχόν ευρωπαϊκές ειρηνευτικές δυνάμεις στο έδαφός της.
Ουκρανία: Οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις σε Παρίσι και Ριάντ και οι βλέψεις των ΗΠΑ για ουκρανικές γαίες
Την ίδια ώρα, τα βλέμματα των πάντων είναι στραμμένα σε Ριάντ και Παρίσι. Στο Παρίσι, λόγω της έκτακτης Συνόδου που κάλεσε ο Εμμανουέλ Μακρόν για την Ουκρανία, και στο Ριάντ, όπου έφτασε το πρωί ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαρκ Ρούμπιο, για να συναντήσει Ρώσους αξιωματούχους και να συζητήσει για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Χθες το βράδυ ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι ο ίδιος θα μπορούσε να συναντήσει τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, στη Σαουδική Αραβία «πολύ σύντομα». «Νομίζω ότι [ο Πούτιν] θέλει να σταματήσει τον πόλεμο», είπε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους χθες το βράδυ. «Νομίζω ότι θέλει να λήξει και ότι θέλουν να λήξει γρήγορα. Και οι δύο», πρόσθεσε, λέγοντας επίσης: «Ο Ζελένσκι θέλει να λήξει επίσης».
Η επιθετική και ωφελιμιστική προσέγγιση του Τραμπ στις διεθνείς σχέσεις ενισχύει ακόμη περισσότερο τον φόβο εγκατάλειψης, σημειώνει ο Economist. Ο πρόεδρος είχε νωρίτερα στείλει τον Σκοτ Μπέσεντ, τον υπουργό Οικονομικών του, στο Κίεβο, απαιτώντας από την Ουκρανία να παραχωρήσει δικαιώματα για ορυκτούς πόρους αξίας 500 δισ. δολαρίων -τους οποίους η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί κρίσιμους-, ως αντάλλαγμα για όλη τη βοήθεια που έχουν προσφέρει οι ΗΠΑ στο παρελθόν.
Πολλά από αυτά τα ορυκτά βρίσκονται σε εδάφη υπό ρωσική κατοχή, ωστόσο εκτιμάται ότι η Ουάσιγκτον ζήτησε από τη Μόσχα να διαπραγματευτεί την πρόσβαση σε αυτά. Η Ουκρανία απέρριψε τις απαιτήσεις, ζητώντας σαφήνεια σχετικά με το τι θα λάβει σε αντάλλαγμα. Στη διάσκεψη του Μονάχου οι Αμερικανοί αξιωματούχοι αρχικά πίεσαν την Ουκρανία να υπογράψει τη συμφωνία, αλλά αργότερα συμφώνησαν να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις.
Τον Δεκέμβριο του 2021, πριν από τον πόλεμο, ο Πούτιν ζήτησε από το ΝΑΤΟ να εγκαταλείψει ουσιαστικά τα μέλη του στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ανακαλώντας τα στρατεύματά του στις γραμμές, που ίσχυαν το 1997. Οι επίσημες απαιτήσεις της Ρωσίας αυτήν τη στιγμή δεν περιλαμβάνουν αυτές τις διατάξεις. Ωστόσο, πολλοί ανώτεροι Ευρωπαίοι φοβούνται ότι ο Πούτιν θα τις αναβιώσει και ότι ο Τραμπ θα τις δει ως ελκυστικά «αντισταθμιστικά» μέτρα σε ένα συνολικό πακέτο για την Ουκρανία.
Ένας λόγος για τον οποίο η φαντασία των Ευρωπαίων ξεφεύγει είναι ότι ο Τραμπ φαίνεται να μην έχει έτοιμο σχέδιο ειρήνης. «Οι Αμερικανοί είναι εντελώς χαοτικοί», λέει ένας γνώστης της κατάστασης στον Economist. Η πολιτική για την Ουκρανία είναι μια κακόφωνη σύγκρουση. Ο Κιθ Κέλογκ, ο φερόμενος ως απεσταλμένος του προέδρου, ο οποίος δηλώνει ότι εργάζεται σε «χρόνο Τραμπ» για μια γρήγορη συμφωνία μέσα σε 180 ημέρες, μιλάει με Ευρωπαίους και Ουκρανούς -αλλά ο Τραμπ δεν τον περιέλαβε στη λίστα της επίσημης διαπραγματευτικής ομάδας. Ο Στιβ Γουίτκοφ χειρίζεται τις σχέσεις με τη Ρωσία. Η διαπραγματευτική ομάδα του Τραμπ περιλαμβάνει επίσης τον Μάρκο Ρούμπιο και τον Τζον Ράτκλιφ, διευθυντή της CIA. Ως αποτέλεσμα, κανείς δεν ξέρει ποιος μιλά εξ ονόματος του Τραμπ.
Η ντρίμπλα Τραμπ για τα όπλα και τα στρατεύματα Βρετανίας-Σουηδίας
Υπό αυτές τις εξελίξεις, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι είναι ανοιχτός στο να επιτρέψει στην Ευρώπη να αγοράζει αμερικανικά όπλα για να εξοπλίζει την Ουκρανία. Εφόσον προχωρήσει στην υλοποίηση μιας τέτοιας απόφασης ο Τραμπ, η κίνηση δυνητικά θα επέτρεπε στην Ουκρανία να συνεχίζει να χρησιμοποιεί αμερικανικά όπλα, ακόμη και αν οι ΗΠΑ αποσύρουν τη στρατιωτική τους υποστήριξη προς τη χώρα, αναφέρει το Bloomberg.
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Κιρ Στάρμερ, δήλωσε διατεθειμένος να δώσει διαταγή να αναπτυχθούν οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας του στην Ουκρανία, αν θεωρηθεί απαραίτητο, για να εγγυηθούν την ασφάλεια της Βρετανίας και της Ευρώπης. «Η Βρετανία είναι έτοιμη να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην επιτάχυνση του έργου για να παρασχεθούν εγγυήσεις ασφαλείας στην Ουκρανία», κάτι που «σημαίνει επίσης ότι είμαστε έτοιμοι και διατεθειμένοι να συνεισφέρουμε (…) δικά μας στρατεύματα στο πεδίο, αν είναι απαραίτητο», έγραψε ο κ. Στάρμερ στην εφημερίδα Daily Telegraph, τονίζοντας πως δεν κάνει αυτήν τη τοποθέτηση «ελαφρά».
H ανυποχώρητη στάση του Ζελένσκι και οι βλέψεις των Ευρωπαίων για συμφωνία
Από την πλευρά του, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έδωσε έναν θυμωμένο και ανυποχώρητο λόγο στο Μόναχο, προειδοποιώντας τους Ευρωπαίους ότι δεν μπορούν να βασίζονται στην Αμερική.
Παράλληλα, τόνισε στο Bloomberg ότι δεν θέλει να μείνει στην ιστορία ως ο ηγέτης που παραχώρησε εδάφη στη Ρωσία. Εάν ο Τραμπ είναι τόσο πρόθυμος για μια συμφωνία, ώστε να πει «ναι» στις περισσότερες από τις απαιτήσεις του Πούτιν, ο Ζελένσκι ίσως προτιμήσει να αποσυρθεί, στοιχηματίζοντας ότι μπορεί να συνεχίσει τον αγώνα με τη βοήθεια της Ευρώπης.
Ομοίως, η Έλινα Βάλτονεν, υπουργός Εξωτερικών της Φινλανδίας, είπε στο The Economist ότι είχε προειδοποιήσει την Αμερική για μια «γρήγορη και βρόμικη συμφωνία, η οποία πιθανότατα θα αποτύχει ούτως ή άλλως και η οποία θα κάνει τον πρόεδρο Τραμπ να φαίνεται αδύναμος».
Γι’ αυτούς τους λόγους, πολλοί Ευρωπαίοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορούν να επηρεάσουν τον Τραμπ και να διαμορφώσουν οποιαδήποτε συμφωνία ειρήνης. Η Αμερική και η Ευρώπη εξακολουθούν να έχουν κάτι να προσφέρουν η μία στην άλλη. Εάν η Αμερική δεν θέλει να αφήσει την Ουκρανία άοπλη, χρειάζεται ευρωπαϊκά χρήματα και στρατιωτική δύναμη. Και αν η Ευρώπη πρόκειται να σταθεί για να προστατεύσει την Ουκρανία, χρειάζεται αμερικανική βοήθεια.
Το σενάριο απόρριψης μιας συμφωνίας ειρήνης
Ωστόσο, αν η Ουκρανία απορρίψει μια κακή συμφωνία, ή αν η διπλωματία καταρρεύσει και ο πόλεμος συνεχιστεί, τότε η Ευρώπη ενδέχεται να αναγκαστεί να αναλάβει ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο από το κόστος για στρατιωτική βοήθεια -ίσως όλο τον λογαριασμό αν ο Ντόναλντ Τραμπ αποστασιοποιηθεί από αυτό το «μέτωπο». Σε αυτήν την περίπτωση, οι Ευρωπαίοι ίσως χρειαστεί να επιλέξουν μεταξύ αυξήσεων στις δαπάνες, κατάσχεσης ρωσικών περιουσιακών στοιχείων ή απλώς να παρακολουθούν την Ουκρανία να καταρρέει με τον καιρό, σχολιάζει ο Economist.
Το χειρότερο σενάριο είναι ότι ο Τραμπ αρχίσει να αποσύρει αμερικανικά στρατεύματα από την Ευρώπη και ίσως ακόμη και την πυρηνική ασπίδα, ή να στείλει το μήνυμα ότι δεν θα έρθει βοήθεια από το ΝΑΤΟ, αν επιτεθεί η Ρωσία.
Το παράδοξο είναι ότι, παρά αυτές τις ανησυχίες, η Ευρώπη και η Αμερική χρειάζονται η μία την άλλη. Οι Ευρωπαίοι παλεύουν με το γεγονός ότι ο βασικός τους εγγυητής ασφαλείας για 75 χρόνια δεν είναι απλώς πιο απομακρυσμένος, αλλά, με ορισμένους τρόπους, ενεργά εχθρικός. Αυξάνονται οι προσδοκίες για τη διασφάλιση μιας ευρωπαϊκής υπεράσπισης. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που επιθυμούν να προκαλέσουν, αν όχι για το κόστος μιας ευρωπαϊκής άμυνας μόνο κατά της Ρωσίας, που κάποιος αξιωματούχος εκτιμά στο 5%-6% του ΑΕΠ. Στο μυαλό τους έχουν το να συνεργαστούν με τον Ντόναλντ Τραμπ, ό,τι και αν σχεδιάζει διπλωματικά για το μέλλον.
Το πιο σημαντικό είναι ότι, αν ο Ντόναλντ Τραμπ πραγματικά θέλει μια συμφωνία που θα διαρκέσει, θα χρειαστεί την ευρωπαϊκή βοήθεια και ίσως και στρατεύματα. Και για να δώσει στην Ευρώπη την εμπιστοσύνη να προσφέρει αυτές τις βοήθειες, θα πρέπει να δεσμεύσει την Αμερική στην ασφάλεια της Ευρώπης, αντί να συμφωνήσει σε μια κατανομή τύπου Γιάλτας, σημειώνει ο Economist.
Διαβάστε επίσης
Το ελληνικό εμπόριο με ΗΠΑ & Κίνα με φόντο τον εμπορικό πόλεμο
Πυρετός στην Ευρώπη: Το παζάρι για την Ουκρανία & η μυστική διπλωματία των ΗΠΑ
Bruegel: Προτείνει νέο φορέα για να σχεδιάσει τα δίκτυα ηλεκτρισμού της ΕΕ