THEPOWERGAME
Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ τον περασμένο Νοέμβριο, η συζήτηση έχει επικεντρωθεί στον επόμενο παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, καθώς την επόμενη εβδομάδα ο Τζο Μπάιντεν ολοκληρώνει τη θητεία του στον Λευκό Οίκο, για να αντικατασταθεί από τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Ρεπουμπλικανός απειλεί για εκτεταμένη επιβολή δασμών, που κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια ανταγωνιστών και συμμάχων.
Ωστόσο, παρ’ ότι η κουβέντα εστιάζει στη δασμολογική πολιτική, ο εμπορικός πόλεμος έχει ξεκινήσει ήδη από τη διακυβέρνηση Μπάιντεν. Μπορεί να μην έχει ως προμετωπίδα το σύνθημα Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», αλλά έχει βαδίσει βάσει ενός στρατηγικού σχεδίου που προσομοιάζει, έως έναν βαθμό, στη ρήση Τραμπ, άλλα με διαφορετικά λόγια: στηρίζουμε τους «Εθνικούς Πρωταθλητές», με στόχο τη διατήρηση της ηγετικής θέσης των ΗΠΑ παγκοσμίως.
Ο εμπορικός πόλεμος ξεκίνησε από τα μικροτσίπ
Την περασμένη Δευτέρα, ο Μπάιντεν, λίγες ημέρες πριν δώσει τη σκυτάλη στον Τραμπ, ήρθε να κολλήσει ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ του στρατηγικού σχεδίου που έχει ξεδιπλώσει, για κρατικές στηρίξεις και διευκολύνσεις για ανάπτυξη της παραγωγής και των εξαγωγών, με αιχμή την ψηφιακή και πράσινη ανάπτυξη έναντι των αντιπάλων των ΗΠΑ στη σκακιέρα του διεθνούς ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, ανακοίνωσε ένα νέο πλαίσιο για τις εξαγωγές των προηγμένων μικροτσίπ υπολογιστών, που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, σε μια προσπάθεια να εξισορροπηθούν οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια με τα οικονομικά συμφέροντα των κατασκευαστών του τομέα της τεχνολογίας άλλων χωρών.
Ωστόσο, το πλαίσιο που προτάθηκε προκάλεσε κάποιες ανησυχίες στα στελέχη της βιομηχανίας μικροτσίπ, τα οποία λένε ότι οι κανόνες θα περιορίσουν την πρόσβαση σε υφιστάμενα μικροτσίπ που χρησιμοποιούνται για βιντεοπαιχνίδια και θα περιορίσουν σε 120 χώρες τα μικροτσίπ που χρησιμοποιούνται για data centers και προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης. Το Μεξικό, η Πορτογαλία, το Ισραήλ και η Ελβετία είναι μεταξύ των χωρών που θα μπορούσαν να έχουν περιορισμένη πρόσβαση.
Η υπουργός Εμπορίου, Τζίνα Ραϊμόντο, δήλωσε ότι είναι «κρίσιμο» να διατηρηθεί η ηγετική θέση της Αμερικής στην Τεχνητή Νοημοσύνη και στην ανάπτυξη μικροτσίπ υπολογιστών που σχετίζονται με την Τεχνητή Νοημοσύνη. Άμεση ήταν η απάντηση της Κομισιόν έπειτα από λίγες ώρες για το νέο πλαίσιο της κυβέρνησης Μπάιντεν, εκφράζοντας την ανησυχία της με ανακοίνωση: «Ανησυχούμε για τα αμερικανικά μέτρα που εγκρίθηκαν σήμερα και περιορίζουν την πρόσβαση σε εξαγωγές προηγμένων μικροτσίπ Τεχνητής Νοημοσύνης για επιλεγμένα κράτη-μέλη της ΕΕ και τις εταιρείες τους».
«Πιστεύουμε ότι είναι επίσης προς το οικονομικό συμφέρον και το συμφέρον ασφαλείας των ΗΠΑ να αγοράζει η ΕΕ προηγμένα μικροτσίπ τεχνητής νοημοσύνης από τις ΗΠΑ χωρίς περιορισμούς: συνεργαζόμαστε στενά, ιδίως στον τομέα της ασφάλειας, και αποτελούν οικονομική ευκαιρία για τις ΗΠΑ και όχι κίνδυνο για την ασφάλεια. Έχουμε ήδη μοιραστεί τις ανησυχίες μας με την τρέχουσα κυβέρνηση των ΗΠΑ και προσβλέπουμε σε εποικοδομητική συνεργασία με την επόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ. Είμαστε βέβαιοι ότι μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο να διατηρήσουμε μια ασφαλή διατλαντική αλυσίδα εφοδιασμού σε τεχνολογία Τεχνητής Νοημοσύνης και υπερυπολογιστές, προς όφελος των εταιρειών και των πολιτών μας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού», καταλήγει η ανακοίνωση.
Οι εθνικοί πρωταθλητές στην Τεχνητή Νοημοσύνη και η κούρσα στην ενέργεια
Την αμέσως επόμενη μέρα, ο Μπάιντεν υπέγραψε επίσης ένα ακόμα ρυθμιστικό πλαίσιο, που στοχεύει να εξασφαλίσει ότι η υποδομή που απαιτείται για τις προηγμένες λειτουργίες της Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως τα data centers μεγάλης κλίμακας και οι νέες εγκαταστάσεις παραγωγής καθαρής ενέργειας για να καλύψουν τις τεράστιες ενεργειακές ανάγκες, θα μπορούν να κατασκευάζονται γρήγορα και σε μεγάλη κλίμακα στις ΗΠΑ.
Η εκτελεστική εντολή κατευθύνει τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να επιταχύνουν την ανάπτυξη υποδομών Τεχνητής Νοημοσύνης σε κυβερνητικούς χώρους, ενώ επιβάλλει απαιτήσεις και προστατευτικά μέτρα στους αναπτυξιακούς φορείς που κατασκευάζουν σε αυτούς τους χώρους. Επίσης, κατευθύνει ορισμένες υπηρεσίες να διαθέσουν ομοσπονδιακούς χώρους για data centers Τεχνητής Νοημοσύνης και νέες εγκαταστάσεις καθαρής ενέργειας. Οι υπηρεσίες αυτές θα βοηθήσουν στην διευκόλυνση της διασύνδεσης στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και θα επιταχύνουν τη διαδικασία έγκρισης.
Ενώ η τεχνολογική βιομηχανία εξαρτάται εδώ και καιρό από τα κέντρα δεδομένων για τη λειτουργία διαδικτυακών υπηρεσιών, από email και κοινωνικά δίκτυα έως χρηματοοικονομικές συναλλαγές, η νέα τεχνολογία Τεχνητής Νοημοσύνης πίσω από δημοφιλή chatbots και άλλα εργαλεία γενετικής Τεχνητής Νοημοσύνης απαιτεί ακόμη πιο ισχυρή υπολογιστική ισχύ για να κατασκευαστεί και να λειτουργήσει.
Μια έκθεση που δημοσιεύτηκε από το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ τον περασμένο μήνα εκτιμά ότι η ηλεκτρική ενέργεια που απαιτείται για τα κέντρα δεδομένων στις ΗΠΑ τριπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία και αναμένεται να διπλασιαστεί ή να τριπλασιαστεί ξανά έως το 2028, όταν μπορεί να καταναλώνει έως και το 12% της ενέργειας της χώρας.
«Δεν μπορούμε να θεωρούμε δεδομένη τη θέση μας», δήλωσε ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. «Δεν θα επιτρέψουμε στις ΗΠΑ να μείνουν πίσω όσον αφορά την τεχνολογία που θα καθορίσει το μέλλον, ούτε πρέπει να θυσιάσουμε κρίσιμους περιβαλλοντικούς κανόνες και τις κοινές μας προσπάθειες για την προστασία του καθαρού αέρα και του καθαρού νερού».
Καθώς απομένουν μερικά μόνο 24ωρα πριν ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αναλάβει τα καθήκοντά του, ένα μεγάλο ερώτημα είναι αν η επερχόμενη κυβέρνηση θα διατηρήσει ή θα ανακαλέσει τις νέες ρυθμίσεις.
Ο IRA, η μάχη των κρατικών επιδοτήσεων και η ΕΕ
Οι κινήσεις αυτές στην ουσία αποτελούν κομμάτι της στρατηγικής του νόμου που ψήφισε ο Μπάιντεν και συμπληρώνει πλέον δύο χρόνια εφαρμογής, με βασικό τίτλο την καταπολέμηση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act- IRA). Το ανάθεμα για την Ευρώπη. Δύο χρόνια μετά, οι αξιωματούχοι της Κομισιόν εξακολουθούν να γκρινιάζουν απογοητευμένοι για τη συγκεκριμένη νομοθεσία με υπογραφή Μπάιντεν, η οποία προβλέπει πάνω από 760 δισ. δολάρια σε κρατικές δαπάνες και φορολογικές διευκολύνσεις με στόχο την ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανίας.
Οι Βρυξέλλες έχουν διαμαρτυρηθεί ότι η αυτό το νομοθέτημα θέτει σε μειονεκτική θέση την ΕΕ, καθιστώντας τις οικονομίες λιγότερο ελκυστικές για επενδύσεις, δεδομένης της κλίμακας των κινήτρων «made in USA», με τον Μπάιντεν να επιδιώκει να κατευνάσει τις ανησυχίες και να στείλει σαφές μήνυμα στους στενότερους συμμάχους ότι οι ΗΠΑ δεν προσπαθούν να ξεκινήσουν πόλεμο επιδοτήσεων.
Μεταξύ άλλων, προβλέπει επένδυση σχεδόν 370 δισ. δολ. στην ενεργειακή ασφάλεια και την προστασία του κλίματος. Είναι η μεγαλύτερη επένδυση για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην αμερικανική ιστορία. Για τον Μπάιντεν, ο IRA αποτελεί θεμέλιο λίθο της οικονομικής του πολιτικής, την οποία ονομάζει Bidenomics. Ο Αμερικανός πρόεδρος πόνταρε σε μια δυναμική οικονομική ανάπτυξη, έτσι ώστε να είναι σε θέση να διεκδικήσει με αξιώσεις τη νίκη στις προεδρικές εκλογές.
«Τα Bidenomics είναι απλώς ένας τρόπος για να κρατήσουμε ζωντανό το αμερικανικό όνειρο», δήλωνε. Ωστόσο, οι Αμερικανοί, απογοητευμένοι από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν, κυρίως λόγω του υπερβολικά υψηλού πληθωρισμού την περασμένη χρονιά, έδωσαν πρωτιά στον Τραμπ.
Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου νόμου, η Cenergy έχει κάνει την κίνηση ματ με επένδυση στις ΗΠΑ για εγκατάσταση παραγωγικής μονάδας εκεί, αψηφώντας προφανώς την πολιτική δασμών, που, όπως όλα δείχνουν, θα επιφέρει η νέα διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Όπως έχουν δηλώσει στελέχη της εταιρείας, η αμερικανική αγορά αυτήν τη στιγμή είναι «καυτή» για βιομηχανικές επενδύσεις εξαιτίας του Inflation Reduction Act (IRA), ο οποίος ακόμη και σήμερα είναι πιο γενναιόδωρος από τα κίνητρα που δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις ΗΠΑ επιδοτείται σχεδόν το 70% της επένδυσης, σημειώνουν και προσθέτουν ότι είναι ένα κίνητρο που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Να σημειωθεί, πάντως, πως ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκφράσει πλάνα να καταργήσει τον IRA. Και αν αυτό επί Μπάιντεν θα έμοιαζε ευνοϊκό για την ΕΕ, διότι έτσι θα μειωνόταν ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ηπείρων στην προσέλκυση επενδύσεων για την πράσινη μετάβαση των οικονομιών τους, πλέον θα είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη όχι μόνον για την ΕΕ, αλλά και για την τύχη των παγκόσμιων προσπαθειών για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης.
Πηγές προσκείμενες στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ αποκάλυψαν τον περασμένο Νοέμβριο στους Financial Times πως προτίθεται να ματαιώσει το IRA, δεσμευόμενος μάλιστα να ανοίξει τον δρόμο για την αύξηση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων. Το ύψος της δημοσιονομικής στήριξης για την πράσινη μετάβαση της ισχυρότερης οικονομίας στον κόσμο είναι τόσο μεγάλο, που προσέλκυσε σχεδόν αυτόματα το ενδιαφέρον κάποιων από τις ισχυρότερες εταιρείες της Ευρώπης και της Ασίας. Την ίδια ώρα, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, έκαναν λόγο για έναν ασύμμετρο ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ, με κίνδυνο να απορροφήσουν τη μερίδα του λέοντος από επενδύσεις που σχεδιάζουν εταιρείες σε πράσινες τεχνολογίες, από μπαταρίες ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων έως αντλίες θερμότητας.
Εμπορικός πόλεμος: Τα κρίσιμα ορυκτά και η κόντρα στις αυτοκινητοβιομηχανίες
Επιπλέον, τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση Μπάιντεν διαπραγματεύεται συμφωνίες με δυτικούς συμμάχους που θα επέτρεπαν στα κρίσιμα ορυκτά που παράγουν να προσμετρώνται στις φορολογικές ελαφρύνσεις των ΗΠΑ για ηλεκτρικά οχήματα. Ο νόμος του προβλέπει περισσότερα από 50 δισ. δολάρια σε φορολογικές ελαφρύνσεις για να προσελκύσουν τους Αμερικανούς να αγοράσουν ηλεκτρικά οχήματα που κατασκευάζονται στη Βόρεια Αμερική.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει τις δικές της επιδοτήσεις καθαρής ενέργειας ως απάντηση στα αμερικανικά κίνητρα. Σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέφερε ότι δεν είναι ακόμη σαφές ποια είναι η επίδραση που έχει ο αμερικανικός νόμος για το κλίμα στην οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι η ενδεχόμενη δέσμη κινήτρων καθαρής ενέργειας της Ευρώπης θα καθορίσει τον τελικό αντίκτυπο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι χώρες-μέλη της ΕΕ κατηγόρησαν την Ουάσιγκτον για εμπορικό προστατευτισμό και διακρίσεις εις βάρος ευρωπαϊκών εταιρειών. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανησυχούν ότι τα αμερικανικά κίνητρα για την αυτοκινητοβιομηχανία θα απομάκρυναν επενδύσεις από τις οικονομίες τους.
«Η οικονομική σταθερότητα είναι πολύ πιο εύθραυστη απ’ ό,τι αναγνωρίζει η σύγχρονη γενιά», αναφέρουν αναλυτές. Μια έρευνα του Reuters δείχνει ότι η πλειονότητα των οικονομολόγων, 61%, υποστηρίζει την έκκληση στην πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, προς τους υπεύθυνους πολιτικής της ΕΕ να προχωρήσουν σε εμπορικές διαπραγματεύσεις με τον Τραμπ, προκειμένου να αποφευχθεί ένας πλήρης εμπορικός πόλεμος.
Ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής μακροοικονομικών στην ING Bank, δήλωσε ότι οι δασμοί δεν είναι η μόνη απειλή για την ευρωπαϊκή οικονομία που προέρχεται από τις ΗΠΑ το 2024. «Οι μειώσεις φόρων, η απορρύθμιση και οι χαμηλότερες τιμές ενέργειας στις ΗΠΑ θα κάνουν επίσης την οικονομία των ΗΠΑ πιο ελκυστική σε σύγκριση με την Ευρωζώνη», τόνισε.
Εκτός από τους γεωπολιτικούς κινδύνους, η ανικανότητα της Ευρώπης να διορθώσει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα θεωρείται βασικός κίνδυνος από περίπου το ένα τρίτο των ερωτηθέντων του Reuters.
Ο εμπορικός πόλεμος… έχει ξεκινήσει.
Διαβάστε επίσης
Ελληνική ακτοπλοΐα: Έως 4 δισ. το κόστος της “πράσινης μετάβασης”
Πρόγραμμα Απόλλων: Πώς θα επωφεληθούν 130.000 νοικοκυριά