THEPOWERGAME
Κάθε ποσοστιαία μονάδα του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ ισούται με κρατικά έσοδα της τάξεως των 130 δισ. δολαρίων σε βάθος δεκαετίας. Οπότε η διαμάχη Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων για το ύψος της φορολογίας των επιχειρήσεων εν όψει των προεδρικών εκλογών του επόμενου Νοεμβρίου είναι μείζον ζήτημα για την ισχυρότερη οικονομία του κόσμου.
Τον περσινό Νοέμβριο, η Moody’s υποβάθμισε την προοπτική της σε «αρνητική» από «σταθερή» λόγω της διόγκωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων από την προηγούμενη κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ μέχρι και την νυν προεδρία του Τζο Μπάιντεν.
Οι προτάσεις των Δημοκρατικών για αύξηση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων στο 28% και των Ρεπουμπλικάνων για μείωση μέχρι και το 15% δημιουργεί αυτόματα ένα δημοσιονομικό χάσμα άνω του τρισ. δολαρίων, σύμφωνα με υπολογισμούς της Wall Street Journal. Αν και ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κάνει λόγο για μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων στο 20% από το υφιστάμενο 21%, ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι έχουν κάνει λόγο ακόμη και για 15% που θα είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 1935 εάν περάσει ποτέ από το Κογκρέσο.
Τα σχέδια του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, για την αύξηση του συντελεστή στο 28% θα ματαίωναν στο ήμισυ τις περικοπές φόρων που πραγματοποίησε ο Ντόναλντ Τραμπ ως πρόεδρος των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της τετραετίας 2017-2021. Συνολικές περικοπές φόρων της τάξεως των 3,4 τρισ. δολαρίων που αποφασίστηκαν επί Τραμπ -συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 35% στο 21% και των φόρων στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα- θα λήξουν έως τέλη του 2025. Η συνολική επίδραση των περικοπών αυτών μαζί με τόκους στο δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ υπολογίζεται στα 4,6 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με το γραφείο προϋπολογισμού στο Κογκρέσο (GBO).
Η Moody’s είχε προειδοποιήσει πέρσι πως σε ένα περιβάλλον με υψηλά επιτόκια και δίχως αποτελεσματική δημοσιονομική στρατηγική για τη μείωση των δαπανών ή την αύξηση των εσόδων θα αποδυναμώνει διαρκώς την οικονομική ευχέρεια των ΗΠΑ.
Γεγονός είναι πως η κυβέρνηση Μπάιντεν αποδείχθηκε «πολυδάπανη», επιτείνοντας τη δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ μετά τις περικοπές φόρων επί Τραμπ και την αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed). Αφού ανέλαβαν τα ηνία της χώρας μετά την πανδημία, οι Δημοκρατικοί δρομολόγησαν μια σειρά πακέτων για την επιτάχυνση των καινοτομιών και της πράσινης μετάβασης, με «πρωταγωνιστή» το Νομοσχέδιο για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA) με 369 δισ. δολαρίων.
Οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν, εν τούτοις, να αυξήσουν τον φορολογικό συντελεστή των επιχειρήσεων αλλά η Κίρστεν Λι Σίνεμα, μέλος της Γερουσίας, μπλόκαρε τον νόμο. Πέρασαν, ωστόσο, κατώτατο συντελεστή 15% για την «εναλλακτική» φορολογία των επιχειρήσεων, στοχεύοντας σε όσες οντότητες που δήλωναν κέρδη δισεκατομμυρίων στους επενδυτές ενώ εκμεταλλεύονταν νομικά «κενά» για να πληρώνουν στο ελάχιστο φόρους. Εάν κερδίσει τις επόμενες εκλογές, ο Τζο Μπάιντεν σκοπεύει να αυξήσει τη φορολόγηση των επιχειρήσεων κατά 2,7 τρισ. δολάρια και των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων κατά 2 τρισ. δολάρια για την επόμενη δεκαετία.
Διαβάστε επίσης:
BBC: Οι καταγγελίες για pushback και η απάντηση του Λιμενικού
Celebrities που έγιναν επιτυχημένοι επιχειρηματίες
G7: Οι τέσσερις νέοι εμπορικοί διάδρομοι και ο ρόλος της Ελλάδας