THEPOWERGAME
Το «φάντασμα» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στοιχειώνει τις προσπάθειες της Δύσης να κατασχέσει ρωσικά περιουσιακά στοιχεία και να τα διοχετεύσει στην άμυνα της Ουκρανίας στον πόλεμο με τη Ρωσία, σχολιάζει η Wall Street Journal. Όπως σημειώνεται, το Βερολίνο βάζει ανάχωμα στην προσπάθεια που γίνεται κυρίως από τις ΗΠΑ, για να κατασχεθεί μέρος των σχεδόν 300 δισ. δολαρίων σε ρωσικά assets, που δεσμεύτηκαν κατά την έναρξη του πολέμου. Kαι αυτό συμβαίνει, καθώς η Γερμανία φοβάται ότι η κατάσχεση, αντί της δέσμευσης των κεφαλαίων θα μπορούσε να «φουντώσει» ξανά τις συζητήσεις για τις γερμανικές αποζημιώσεις, από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου.
Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο λένε ότι η επιτυχία της κατάσχεσης των ρωσικών assets είναι ζωτικής σημασίας για τη νίκη της Ουκρανίας, αλλά οι πιθανότητες προόδου είναι μικρές χωρίς ευρύτερη ευρωπαϊκή υποστήριξη. Τα συγκεκριμένα κεφάλαια, που είναι πολλαπλάσια του μεγέθους του πρόσφατα εγκεκριμένου πακέτου βοήθειας των ΗΠΑ προς την Ουκρανία ύψους 61 δισ., θα ενίσχυαν τις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας και θα βοηθούσαν στην ανοικοδόμηση της χώρας, σχολιάζει η WSJ.
Τα δύο τρίτα των ρωσικών χρημάτων βρίσκονται στα γραφεία συμψηφισμού της Ευρώπης και, δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, η Γερμανία μόλις τώρα υποστήριξε τη χρήση τους για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας. Η Γαλλία, η Ιταλία και η ΕΚΤ παρουσιάζονται επίσης διστακτικές, αφού υπάρχει η περίπτωση η ανάληψη των αποθεματικών να πλήξει τη διεθνή εμπιστοσύνη στο ευρώ και τα περιουσιακά στοιχεία του νομίσματος.
Η G7 είναι διχασμένη ως προς το αν θα πρέπει να κατασχεθούν τα ρωσικά assets, με την Ιαπωνία, η οποία αντιμετωπίζει τις δικές της αξιώσεις αποζημίωσης από τη Νότια Κορέα και άλλους γείτονες, να αντιτίθεται στην κίνηση αυτή. Το ιαπωνικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ότι θα συνεχίσει να συζητά το θέμα με τους εταίρους της G7.
Τα ρωσικά assets και οι αξιώσεις για τις γερμανικές αποζημιώσεις
Οι απαιτήσεις για περαιτέρω αποζημιώσεις, που χρονολογούνται πίσω στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καταδιώκουν τη Γερμανία εδώ και δεκαετίες, «τεντώνοντας» κατά καιρούς τις σχέσεις της με γειτονικές χώρες. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Βερολίνο κατέβαλε στις συμμαχικές δυνάμεις και την τότε Σοβιετική Ένωση αποζημιώσεις για τον πόλεμο. Από το 1952, η Γερμανία έχει επίσης δώσει περισσότερα από 90 δισ. δολάρια σε επιζώντες του Ολοκαυτώματος και τις οικογένειές τους, σύμφωνα με εβραϊκές οργανώσεις.
Οι εκκλήσεις για περαιτέρω αποζημιώσεις κάνουν ξανά την εμφάνισή τους το τελευταίο διάστημα. Η Πολωνία, στην οποία η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε και κατέλαβε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, έχει ζητήσει από το 2022 αποζημιώσεις ύψους 1,3 τρισ. δολαρίων από το Βερολίνο, ενώ η Ελλάδα από το 2019 έχει ζητήσει περισσότερα από 300 δισ. δολάρια.
Η Γερμανία λέει ότι οι αρχικές μεταπολεμικές πληρωμές της και η συνθήκη του 1990 που καθόρισε τα σύνορα της χώρας μετά την επανένωσή της διευθέτησαν το ζήτημα. Η τότε Σοβιετική Ένωση και οι ΗΠΑ υπέγραψαν τη συνθήκη, ωστόσο η Πολωνία, η Ελλάδα και η Ιταλία δεν συμμετείχαν.
Το 2004, όταν η Πολωνία εντάχθηκε στην ΕΕ, το Βερολίνο συμφώνησε να μην υποστηρίξει τις αξιώσεις κατά της Βαρσοβίας από εκατομμύρια Γερμανούς που εκδιώχθηκαν και απαλλοτριώθηκαν. Η Πολωνία με τη σειρά της απέσυρε τις αξιώσεις αποζημίωσης. Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει ευαίσθητο, σημειώνει η WSJ. «Όταν μιλάμε για εκτελεστές, θύματα, τιμωρία, πόνο… δεν απαιτούμε μόνο τη μνήμη και την αλήθεια. Απαιτούμε αποζημίωση», δήλωσε ο τότε πρωθυπουργός της Πολωνίας Mateusz Morawiecki τον Σεπτέμβριο, στην 84η επέτειο από την γερμανική εισβολή.
Τα δικαστήρια στην Ιταλία -στην οποία οι Ναζί εισέβαλαν μετά την κατάρρευση του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι το 1943- έχουν επιδικάσει τα τελευταία χρόνια αποζημιώσεις σε οικογένειες θυμάτων της κατοχής. Ορισμένα ιταλικά δικαστήρια επιχείρησαν στη συνέχεια να κατασχέσουν assets του γερμανικού κράτους, συμπεριλαμβανομένων ακινήτων στην Ιταλία που ανήκαν σε γερμανικά σχολεία και πολιτιστικά, ιστορικά και αρχαιολογικά ιδρύματα. Η Γερμανία τότε προσέφυγε κατά της Ιταλίας στο Διεθνές Δικαστήριο, όπου εκκρεμεί απόφαση επί του θέματος. Οι ιταλικές αρχές αρνήθηκαν να σταματήσουν τις υποθέσεις, λέγοντας ότι αυτό θα παραβίαζε την ανεξαρτησία των δικαστηρίων.
Το Βερολίνο υποστηρίζει ότι το διεθνές δίκαιο απαγορεύει σε ιδιώτες να εγείρουν αξιώσεις κατά κρατών σε ξένα δικαστήρια και ότι τα κρατικά assets έχουν ασυλία όσον αφορά τις κατασχέσεις. Η παραβίαση αυτής της αρχής στην περίπτωση της Ρωσίας θα υπονόμευε τη μακροχρόνια νομική θέση της Γερμανίας, δήλωσαν αξιωματούχοι του Βερολίνου. Το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας δήλωσε ότι μια ενδεχόμενη κατάσχεση ρωσικών assets θα συνιστούσε «πειρατεία του 21ου αιώνα». Από την πλευρά τους, ορισμένοι Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει ότι θα προβούν σε αντίποινα.
Το πολωνικό κράτος έλαβε μικρή αποζημίωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι τότε σοβιετικοί κυβερνήτες της μετέφεραν λεηλατημένα γερμανικά μηχανήματα και πλοία αντί αποζημίωσης. Η Γερμανία κατέβαλε αργότερα 270 εκατ. δολάρια σε μεμονωμένους αιτούντες στην Πολωνία, αφού προκάλεσε την εκτεταμένη καταστροφή της χώρας και άφησε πίσω της πέντε με έξι εκατομμύρια νεκρούς, εκ των οποίων περίπου τρία εκατομμύρια ήταν Εβραίοι.
Η τότε κομμουνιστική πολωνική κυβέρνηση απέσυρε τις αξιώσεις αποζημίωσης κατά της Ανατολικής Γερμανίας στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας το 1953. Αλλά το θέμα ήρθε ξανά στην επικαιρότητα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989. Ο Χέλμουτ Κολ, ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας, προσπάθησε να συνδέσει την άρνηση των αξιώσεων της Πολωνίας για αποζημιώσεις με την αναγνώριση των μεταπολεμικών συνόρων της Πολωνίας, τα οποία περιλάμβαναν τμήματα της προπολεμικής Γερμανίας.
Πολωνία και Ελλάδα συντηρούν τη συζήτηση για τις γερμανικές αποζημιώσεις
Ο Andreas Rödder, καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Johannes Gutenberg του Mainz στη Γερμανία, δήλωσε ότι οι ιταλικές και πολωνικές αξιώσεις έναντι της Γερμανίας είναι έγκυρες – όπως και η άρνηση του Βερολίνου να τις ικανοποιήσει πλήρως. Ωστόσο, όλες οι γερμανικές κυβερνήσεις έκαναν λάθος ακολουθώντας μια νομικίστικη προσέγγιση και αρνούμενες να εξετάσουν το ενδεχόμενο συμβιβασμού, πρόσθεσε, οδηγώντας στη συντήρηση του προβλήματος. «Η Γερμανία θεωρούσε εσφαλμένα ότι το πρόβλημα είχε επιλυθεί και σκόπιμα απέφευγε το ζήτημα για δεκαετίες, οπότε δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται που η Πολωνία και η Ελλάδα λένε τώρα ότι έχουν εκκρεμότητες», δήλωσε ο Rödder.
Η Γερμανία υποστηρίζει επίσης ότι τα ρωσικά assets θα πρέπει να παραμείνουν άθικτα, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός πίεσης σε τυχόν συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου και να παρακινήσουν τη Ρωσία να παραχωρήσει μέρος των ουκρανικών εδαφών που κατέχει.
Ο Slawomir Debski, επικεφαλής του think tank Pism, δήλωσε ότι ένα άλλο κίνητρο για την άρνηση του Βερολίνου να κατασχέσει ρωσικά assets θα μπορούσε να είναι ότι προστατεύει τις γερμανικές εταιρείες που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται εκεί από αντίποινα. Η ομάδα Leave Russia, η οποία κάνει εκστρατεία για την αποχώρηση των δυτικών εταιρειών από τη ρωσική αγορά, αναφέρει ότι 272 γερμανικές εταιρείες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Εντός της G7, είναι πιθανό να αρχίσει να διαμορφώνεται ένας περίπλοκος συμβιβασμός. Οι ΗΠΑ πρότειναν στην ομάδα να προκαταβάλει κέρδη 10 ετών -ουσιαστικά πληρωμές τόκων από ληξιπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία- από τα παγωμένα κεφάλαια. Τα χρήματα αυτά θα λειτουργούσαν ως εγγύηση για ένα ομόλογο, που θα εξέδιδε ένα όχημα ειδικού σκοπού που θα δημιουργούσε η G7 για να συγκεντρώσει χρήματα για την Ουκρανία. Οι χώρες της G-7 θα εγγυηθούν το χρέος.
Οι Ευρωπαίοι έχουν το δικό τους σχέδιο να χρησιμοποιήσουν τους τόκους που θα προκύψουν από τα δεσμευμένα ρωσικά assets για την αγορά όπλων και την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Αυτό είναι πιθανό να προχωρήσει σύντομα, αν και αξιωματούχοι της ΕΕ λένε ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να ενταχθεί στο σχέδιο των ΗΠΑ το 2025. Οι συζητήσεις ωστόσο, βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο.
Η θέση των ΗΠΑ
Ο Τζο Μπάιντεν υπέγραψε αυτή την εβδομάδα νομοθεσία που εξουσιοδοτεί την κυβέρνησή του να κατάσχει ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ κατέχουν ρωσικά assets αξίας 5 έως 6 δισ. δολαρίων, λένε αξιωματούχοι του Κογκρέσου. «Εξετάζουμε μια σειρά από δυνατότητες που κυμαίνονται από την πραγματική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων μέχρι τη χρήση τους ως εγγύηση», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν.
Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, οι χώρες μπορούν να λάβουν παράνομα κατά τα άλλα αντίμετρα εναντίον μιας χώρας που παραβιάζει τις διεθνείς υποχρεώσεις της. Ενώ οι νομικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής λένε ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φαίνεται να ταιριάζει με την αρχή αυτή, υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με το αν οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από την Ουκρανία δικαιούται να εφαρμόσει αντίμετρα.
Αρχικά, Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούσαν επίσης ότι η κατάσχεση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ εναντίον της Ουάσινγκτον και συμμάχων της, όπως το Ισραήλ. Έκτοτε, οι ΗΠΑ υποστήριξαν ότι μόνο οι άμεσα θιγόμενες χώρες, όπως οι κύριοι χρηματοδότες της Ουκρανίας, των οποίων η ασφάλεια απειλείται και οι οποίες πληρώνουν μέρος της άμυνας του Κιέβου, θα είχαν δικαίωμα να κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία.
Ο Bart Szewczyk, συνεργάτης της αμερικανικής δικηγορικής εταιρείας Covington, ο οποίος στο παρελθόν συμβούλευε την Κομισιόν και εργαζόταν στο Διεθνές Δικαστήριο, δήλωσε ότι οι ανησυχίες του Βερολίνου για τη δημιουργία προηγούμενου για τις υποθέσεις αποζημιώσεων ήταν αδικαιολόγητες. «Η λογική πίσω από τα αντίμετρα ισχύει σαφώς μόνο για τις τρέχουσες και συνεχιζόμενες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και όχι για εκείνες που συνέβησαν πριν από 80 χρόνια», δήλωσε.
Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, δεν είναι πρόθυμος να αναλάβει το ρίσκο, σύμφωνα με Γερμανούς αξιωματούχους. Ένας από τους αξιωματούχους δήλωσε ότι η κίνηση αυτή θα μπορούσε να ανοίξει σε μια σειρά από χώρες το ζήτημα των αποζημιώσεων, που πολλές δεκαετίες μετά παραμένει ψηλά στην ατζέντα αρκετών κρατών.