THEPOWERGAME
Ο Τζεφ Μπέζος, ο Τζέιμι Ντάιμον και ο Μάρκ Ζούκερμπεργκ είναι κάποιοι από τους πλουσιότερους Αμερικανούς που πώλησαν μετοχές 11 δισ. δολαρίων μέσα στον Μάρτιο, γεννώντας ερωτήματα για το κίνητρό τους. Οι επιδόσεις της οικονομίας των ΗΠΑ είναι αξιοζήλευτες σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο που παλεύει με υποτονική ανάπτυξη. Ανεβαίνουν, ωστόσο, οι τόνοι στην προεκλογική αντιπαράθεση του Ντόναλντ Τραμπ, υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων στις επικείμενες εκλογές, και του πρόεδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος εκπροσωπεί τους Δημοκρατικούς.
Όσο αποκρυσταλλώνονται σιγά-σιγά τα σχέδιά τους για την οικονομία, οι πλουσιότεροι Αμερικάνοι ενδεχομένως να ζυγίζουν τι έχουν να κερδίσουν και πάνω απ’ όλα τι να χάσουν όταν ένας από τους δυο άντρες αναλάβει ξανά τα ηνία του Λευκού Οίκου και των ΗΠΑ. Ο Τζεφ Μπέζος, σε μεμονωμένη βάση, πούλησε μετοχές της Amazon, του κολοσσού ηλεκτρονικού εμπορίου που ίδρυσε προ 29ετίας, της τάξεως των 8,5 δισ. δολαρίων. Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ιδρυτής του ομίλου Facebook που μετονομάστηκε σε Meta Platforms, πούλησε μετοχές 630 εκατ. δολαρίων. Ο Τζέιμι Ντάιμον, διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, διέθεσε μετοχές 150 εκατ. δολαρίων μέσα στον Μάρτιο, ενώ η οικογένεια Γουόλτον του ομίλου Walmart έχει ρευστοποιήσει μετοχές 2,3 δισ. δολαρίων από τον περσινό Δεκέμβριο.
Μπάιντεν: Αύξηση φόρων για τους πλουσιότερους και τους ισχυρότερους ομίλους των ΗΠΑ
Μόλις αυτή την εβδομάδα, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε πως προτίθεται να εξοικονομήσει 3 τρισ. δολάρια μέσα στην επόμενη δεκαετία. Βασικό εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η αύξηση της φορολογίας για τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα και τους ισχυρότερους πολυεθνικούς ομίλους. Σε αυτό το πλαίσιο εξετάζεται φορολογικός συντελεστής του 25% για έσοδα που δεν έχουν ρευστοποιηθεί σαν τις μετοχές, αύξηση της φορολόγησης των ομίλων από το 15% στο 21% και αναπροσαρμογή του γενικότερου εταιρικού φόρου στο 28%, όπως αναφέρει το CNBC.
Στα σχέδια για τον προϋπολογισμό του 2025 -υπό την προϋπόθεση πως θα κερδίσουν οι Δημοκρατικοί τις εκλογές τον επόμενο Νοέμβριο- προβλέπεται επίσης ετήσια αύξηση του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ πάνω από το ένα τρισ. δολάρια έως το 2026. Με προτάσεις για δημοσιονομικές δαπάνες 7,3 δισ. δολαρίων μέσα στο επόμενο έτος, οι Δημοκρατικοί εξετάζουν, επίσης, την τόνωση των φοροαπαλλαγών για τις οικογένειες με παιδιά και τη συνέχιση της χρηματοδότησης των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας. Τέτοιας φύσεως προτάσεις δεν ηχούν σωστά, κατά παράδοση, στην επιχειρηματική κοινότητα των ΗΠΑ, ιδίως στους κύκλους της Wall Street.
Τραμπ: Δασμοί και κατάργηση του IRA στην ατζέντα
Θετικό αντίκτυπο δεν μπορεί να έχει, επίσης, η επιθετικότητα που αποπνέει ο Τραμπ καθώς δεν συμβάλει στη δημιουργία θετικού κλίματος για τις επιχειρήσεις. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ προτίθεται να επαναφέρει δασμούς που είχε εφαρμόσει εν μέσω της θητείας 2017-2021, μια πολιτική που προκάλεσε τριβές με τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.
Σε συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στο ειδησεογραφικό δίκτυο CNBC, ο Τραμπ δήλωσε πως οι ΗΠΑ λειτουργούν σήμερα ως «θυγατρική των ΗΠΑ» και υπογράμμισε πως πιστεύει πλήρως και αμετάκλητα στην αποτελεσματικότητα των δασμών «όταν άλλες χώρες σε εκμεταλλεύονται». Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Τραμπ έθεσε σε εφαρμογή μια σειρά δασμών εις βάρος των εισαγωγών από την Κίνα, το Μεξικό, την ΕΕ και άλλες χώρες. Στην περίπτωση της Κίνας, αρκετοί από τους δασμούς παρέμειναν εν μέσω της διακυβέρνησης του Μπάιντεν.
Όπως άφησε να εννοηθεί πρόσφατα ο Τραμπ, εάν κερδίσει τις εκλογές σκοπεύει να επιβάλει δασμούς και στις εισαγωγές των ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων από την Κίνα, αυξάνοντας τους κινδύνους για αντίποινα από το Πεκίνο.
Συν τοις άλλοις, πηγές προσκείμενες στον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο είχαν αποκαλύψει πέρσι τον Νοέμβριο στους Financial Times πως το φιλόδοξο επενδυτικό πρόγραμμα του Μπάιντεν, γνωστό ως Inflation Reduction Act ή IRA, θα παγώσει με απώτερο στόχο τη μεγιστοποίηση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων. Με συνολικές επιδοτήσεις της τάξεως των 369 δισ. δολαρίων, το IRA θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα που έχουν δρομολογηθεί για την αναβίωση της αμερικανικής βιομηχανίας, με προσανατολισμό την πράσινη μετάβαση.