THEPOWERGAME
H Γερμανία διερευνά την τετραήμερη εργασία ως μια πιθανή λύση στη σοβαρή έλλειψη εργατικού δυναμικού. Στην «ατμομηχανή της Ευρώπης» υπάρχουν δύο εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίες, με τις μισές επιχειρήσεις της χώρας να αδυνατούν να βρουν εξειδικευμένο προσωπικό. Στην πρωτοβουλία της μη-κερδοσκοπικής εταιρείας «4 Day Week Global» (4DWG) και της εταιρείας συμβούλων διοίκησης «Intraprenör» για την τετραήμερη εργασία συμμετέχουν 45 επιχειρήσεις και εκτιμάται ότι στο πρόγραμμα – «πιλότος» θα συμμετάσχουν συνολικά 600 επιχειρήσεις. Την επιστημονική επίβλεψη και αξιολόγηση της διάρκειας έξι μηνών δοκιμής έχει το Πανεπιστήμιο του Μούνστερ.
Η «4DWG», η οποία έχει ήδη δρομολογήσει ανάλογα προγράμματα σε άλλες χώρες, εκτιμά ότι ο περιορισμός των ημερών εργασίας με τη διατήρηση των αποδοχών στο ίδιο επίπεδο θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας για τους εργοδότες και σε καλύτερη διαβίωση των εργαζομένων, κάτι που αναμένεται να προσελκύσει περισσότερους υποψήφιους, οι οποίοι είτε δεν μπορούν είτε δεν επιθυμούν να εργάζονται πέντε ημέρες την εβδομάδα.
Σύμφωνα με τους συντονιστές του προγράμματος στη Γερμανία, όπου εφαρμόζονται πολύ πιο εξελιγμένες τεχνικές ανάλυσης δεδομένων σε σχέση με παλαιότερες αντίστοιχες δοκιμές σε άλλες αγορές, θα προκύψει τελικά μια πιο σαφής εικόνα για το εγχείρημα, αν και υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με το εάν θα ήταν εφικτή μια μετάβαση του συνόλου των εργαζομένων σε καθεστώς 4ήμερης εργασίας.
Πότε ξεκίνησε η συζήτηση για την τετραήμερη εργασία
Τις προηγούμενες δεκαετίες δοκιμάστηκαν κατά καιρούς διάφορα μοντέλα, με στόχο να απαντήσουν στην ανάγκη των εργαζομένων να συνδυάσουν την εργασία τους με καλύτερη ποιότητα ζωής. Το ενδιαφέρον για την 4ήμερη εργασία εκτοξεύθηκε ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με το συνηθέστερο μοντέλο να προβλέπει 10 ώρες εργασίας την ημέρα για τέσσερις ημέρες την εβδομάδα. Στα συμπεράσματα εκείνης της εποχής αναφέρεται ότι αρχικά οι εργαζόμενοι είχαν καλύτερη διάθεση, ωστόσο πολύ σύντομα το εργασιακό στρες επιδεινώθηκε, λόγω της εντατικοποίησης της εργασίας. Σήμερα, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ΙLO), ο μέσος όρος των ωρών εργασίας παγκοσμίως φθάνει τις 44 ώρες την εβδομάδα.
«Η υπόθεση στην οποία στηριζόμαστε σε αυτό το πρόγραμμα είναι ότι οι μειωμένες ώρες εργασίας θα δώσουν στους εργαζόμενους περισσότερο χρόνο ανάκαμψης και, επομένως, μεγαλύτερη παραγωγικότητα» δήλωσε η Γιούλια Μπάκμαν από το πανεπιστήμιο του Μύνστερ στην παρουσίαση του εγχειρήματος.
Τα πλεονεκτήματα της τετραήμερης εργασίας
«Είναι κάπως παράδοξο. Αν ρωτήσει κανείς τους πολιτικούς, θα πουν ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν περισσότερες ώρες, όχι λιγότερες. Μια 4ήμερη εβδομάδα όμως αποτελεί ένα ισχυρό πλεονέκτημα προκειμένου να καταστούν ελκυστικότεροι συγκεκριμένοι κλάδοι της οικονομίας για τους κατάλληλους εργαζόμενους. Αυτό είναι και ο βασικός στόχος των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα» εξήγησε ο Κάρστεν Μάιερ, συνιδρυτής της «Intraprenör». Όπως εκτίμησε, η τετραήμερη εργασία:
- Θα είχε θετική επίπτωση στην ψυχολογική και σωματική ευεξία των εργαζομένων,
- θα περιόριζε τις ημέρες απουσίας λόγω ασθένειας, καθώς οι άνθρωποι θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες για άσκηση και υγιεινή ζωή,
- στην περίπτωση των ανδρών θα αυξάνονταν οι πιθανότητες να εμπλακούν περισσότερο στην ανατροφή των παιδιών τους, επιτρέποντας έτσι σε περισσότερες γυναίκες να επιστρέψουν πλήρως στην αγορά εργασίας.
«Το μοντέλο που εξετάζουμε είναι το 100-80-100, δηλαδή 100% αποδοχές για 80% εργασία και 100% παραγωγικότητα» συνέχισε ο . Επιπλέον, επισημαίνει ότι το 90% των εταιριών που έχουν κατά καιρούς συμμετάσχει σε ανάλογο πρόγραμμα ανά τον κόσμο, έχουν παραμείνει σε κάποιου είδους μοντέλο μειωμένου χρόνου εργασίας και έχουν να αναφέρουν κατά μέσο όρο 25% αύξηση της παραγωγικότητας.
Πρόσφατα ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπέκ υπολόγισε σε 2 εκατομμύρια τις κενές θέσεις εργασίας στην Γερμανία και σε 90 δισεκατομμύρια τις απώλειες για την γερμανική οικονομία το 2023 μόνο από αυτό Κάρστεν Μάιερ. Προέβλεψε μάλιστα ότι έως το 2035, εάν δεν αλλάξει κάτι, οι θέσεις θα μπορούσαν να έχουν αυξηθεί σε 5 εκατομμύρια στη Γερμανία. Σύμφωνα επιπλέον με τα στοιχεία της ασφαλιστικής εταιρείας DAK, το 2023 οι εργαζόμενοι πήραν κατά μέσο όρο 20 ημέρες ασθένειας, επιβαρύνοντας την οικονομία κατά 26 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Forsa, το 71% των ερωτηθέντων θα ήθελε να έχει την επιλογή για εβδομάδα τεσσάρων ημερών, ενώ το 77% δήλωσε ότι θα συμφωνούσε με ένα σχετικό κυβερνητικό σχέδιο. Την ίδια άποψη εκφράζουν επίσης δύο στους τρεις εργαζόμενους. Σε αντίστοιχη έρευνα του Ινστιτούτου «Χανς Μπέκλερ», τα ποσοστά υπερβαίνουν το 80%.
Οι γερμανικές τράπεζες δείχνουν το μέλλον στην εργασία
Το μοντέλο φαίνεται ότι είναι ήδη ιδιαίτερα ελκυστικό για τις τράπεζες. Όπως αναφέρει η Handelsblatt, η Volksbank στο Καϊζεσλάουτερν το εφαρμόζει από το καλοκαίρι του 2022, με εβδομάδα 34,5 αντί 39 ωρών και ίδιο μισθό και έχει καταφέρει να θεωρείται καλύτερος εργοδότης για τους υποψήφιους εργαζόμενους στον τραπεζικό τομέα. Τις Παρασκευές οι πελάτες μπορούν να εξυπηρετηθούν μόνο τηλεφωνικώς ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, καθώς τα καταστήματα της τράπεζας παραμένουν κλειστά. Ανάλογο μοντέλο εφαρμόζουν η Volksbank στο Νόις του Ντίσελντορφ και η Sparda Bank στο Βερολίνο. Η Reiffeisen επιτρέπει επίσης στους υπαλλήλους της να επιλέξουν αν θα εργάζονται πέντε ημέρες ή τέσσερις, με αντίστοιχη μείωση των ημερών διακοπών, προκειμένου να παραμένει ανοιχτή και τις Παρασκευές.
Από την άλλη πλευρά, όπως δηλώνει στην Deutsche Welle ο οικονομολόγος του Γερμανικού Ινστιτούτου Έρευνας Εργασίας (ΙΑΒ), η εβδομάδα των τεσσάρων ημερών θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει σε μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση των εργοδοτών, εάν δεν συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ, όπως εκτιμά, το μοντέλο δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους τους τομείς. «Αν το εφαρμόζαμε παντού με τον ίδιο τρόπο, στο τέλος θα ζημιώναμε την παραγωγικότητα» προειδοποίησε. Σε ανάλογο πνεύμα, ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) Μαρσέλ Φράτσερ, θεωρεί ότι η τετραήμερη εργασία θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα μόνο εάν σήμαινε και περιορισμό των αποδοχών. Τα πρώτα συμπεράσματα από το πρόγραμμα στη Γερμανία αναμένεται να είναι διαθέσιμα το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους.