THEPOWERGAME
Τριάντα φοιτητές από τη Σαξονία θα φθάσουν στην Ταϊπέι της Ταϊβάν τον Μάρτιο για να συμμετάσχουν σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα που συντονίζεται από την Tawain Semiconductor Manufacturing Co. (TSMC), το Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας της Δρέσδης και την τοπική κυβέρνηση του γερμανικού κρατιδίου. Είναι μια τριμερής συνεργασία που χαράχθηκε τον περσινό Σεπτέμβριο για την προετοιμασία του εξειδικευμένου προσωπικού που θα εργαστεί στο νέο εργοστάσιο της TSMC στη Δρέσδη.
Πρόκειται για μια σημαντική επένδυση της μεγαλύτερης κατασκευάστριας ημιαγωγών στον κόσμο που λαμβάνει χώρα σε μια κρίσιμη περίοδο για τη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην παγκόσμια κούρσα για την παραγωγή τσιπ δεν είναι μόνον οι ΗΠΑ και η Κίνα που μάχονται να κατοχυρώσουν τη θέση τους. Πέρσι την άνοιξη, η Ε.Ε πέρασε την Πρωτοβουλία «Chips for Europe» με συνολικά κεφάλαια 43 δισ. ευρώ με σκοπό να ενισχύσει τη βιομηχανία τσιπ στην Ευρώπη, ενώ η Ιαπωνία θέτει σε προτεραιότητα τη θωράκιση των συμφερόντων της στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα των ημιαγωγών.
Στην περίπτωση της Γερμανίας, η κυβέρνηση θεωρεί πως με το εργοστάσιο της TSMC θα καταφέρουν οι εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες να αποκτήσουν τα κατάλληλα τσιπ για να επιταχύνουν την παραγωγή ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων (EVs). Γι’ αυτό το Βερολίνο παράσχει επιδοτήσεις της τάξεως των 5 δισ. ευρώ. Η TSMC θα χρηματοδοτήσει με 3,5 δισ. ευρώ καθώς θα κατέχει το 70%. Το συνολικό κόστος του εγχειρήματος εκτιμάται στα 10 δισ. ευρώ, με τις γερμανικές Robert Bosch και Infineon Technologies μαζί με την ολλανδική NXP Semiconductors να συνεισφέρουν επίσης ως μέτοχοι με μερίδιο 10%, εκάστη.
Στο πλαίσιο αυτής της σύμπραξης κρατικών και ιδιωτικών κεφαλαίων, με γεωπολιτικό συμβολισμό και ουσία ως προς την τεχνολογική αυτονομία της Ευρώπης, η TSMC ελπίζει πως θα καταφέρει να εκπαιδεύσει, σε ετήσια βάση, 100 φοιτητές από τη Γερμανία με εξειδίκευση στην τεχνολογία, την μηχανολογία ή τα μαθηματικά. Μεγάλη βιομηχανική μονάδα δρομολογεί, επίσης, η αμερικανική Intel στη Γερμανία, με το Βερολίνο να δεσμεύει 10 δισ. ευρώ για την αποπεράτωση των εργασιών.
Η Ιαπωνία, μια από τις οικονομίες των G7 με στιβαρή βιομηχανική βάση, αποφάσισε να κινηθεί διαφορετικά για να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της στον παγκόσμιο τεχνολογικό κλάδο που εξελίσσεται ραγδαία όσο βαθαίνει το χάσμα μεταξύ των ισχυρών χωρών του ανεπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου. Το περασμένο καλοκαίρι, η Japan Investment Corporation -ένα κρατικό ταμείο που πραγματοποιεί επενδύσεις υπό την αιγίδα του υπουργείου Οικονομικών, Εμπορίου και Βιομηχανίας (Meti)- εξαγόρασε την JSR έναντι 6,4 δισ. δολαρίων και ανέλαβε εξ ολοκλήρου τον έλεγχο της.
Μολονότι η JSR είναι ευρέως άγνωστη, είναι απολύτως απαραίτητη για εταιρείες όπως είναι οι TSMC και Intel διότι τις προμηθεύει με φωτοανθεκτικά υλικά που χρησιμεύουν στην παραγωγή τσιπ. Εν ολίγοις, η JCR παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια βιομηχανία ημιαγωγών και η κυβέρνηση την απομάκρυνε από το χρηματιστήριο για να θωρακίσει τον γεωπολιτικό ρόλο της.
Όπως δήλωσε και ο υπουργός Οικονομικών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Γιασουτόσι Νισιμούρα, με την αναγγελία της συμφωνίας, «είναι μια εξαιρετικά σημαντική προσπάθεια που θα ενισχύσει την διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ιαπωνίας στα εξαρτήματα ημιαγωγών που είναι καίριας σημασίας για την παραγωγή και ανάπτυξη των πιο σύγχρονων τσιπ». Ανάλογες πρωτοβουλίες είχαν ληφθεί από το αρμόδιο υπουργείο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ώστε να τεθεί σε τροχιά η πολυμήχανη ανάπτυξη της χώρας.