THEPOWERGAME
Πέθανε, σε ηλικία 99 ετών, ο Ρόμπερτ Σόλοου, καθηγητής οικονομικών στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, ο οποίος είχε κερδίσει το βραβείο Νόμπελ για την ανάλυσή του σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία οδηγεί την οικονομική ανάπτυξη στις ανεπτυγμένες χώρες.
Συγκεκριμένα, η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών απένειμε το 1987 το Νόμπελ Οικονομικών στον Σόλοου για την ανάπτυξη ενός μαθηματικού μοντέλου που αφορά στην επέκταση της παραγωγής, μέρος ενός τομέα που έγινε γνωστός ως «λογιστική της ανάπτυξης». «Το υπόδειγμα ανάπτυξης του Σόλοου αποτελεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να δομηθεί η σύγχρονη μακροοικονομική θεωρία», ανέφερε ο οργανισμός Νόμπελ ανακοινώνοντας τη βράβευσή του.
Σε μια σειρά άρθρων που δημοσιεύθηκαν από το 1956 έως το 1960, ο Σόλοου είχε αποδείξει ότι τα επικρατούντα μοντέλα ανάπτυξης ήταν ανεπαρκή, επειδή επικεντρώνονταν στις αυξήσεις του κεφαλαίου και της εργασίας.
«Το ενδιαφέρον πράγμα που προέκυψε από τη δουλειά μου», είχε δηλώσει στην εφημερίδα Chicago Tribune όταν κέρδισε το Νόμπελ, «ήταν ότι η αλλαγή στην τεχνολογία -η πρόοδος της επιστήμης, της μηχανικής και της τεχνολογίας – αντιπροσώπευε το ήμισυ, τουλάχιστον, όλης της ανάπτυξης που είχαμε στην οικονομία».
Ο τρόπος ποσοτικοποίησης αυτού του γεγονότος αποτελούσε πρόκληση για τους οικονομολόγους. «Πίστευα από την αρχή και εξακολουθώ να πιστεύω τώρα ότι υπάρχει ένα στοιχείο καθαρής τύχης στην τεχνολογική καινοτομία, το οποίο δεν το έχουμε προσεγγίσει ούτε κατά διάνοια», είπε σε συνέντευξή του το 2002 στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Μινεάπολης.
Ρομπερτ Σόλοου: Ο στενός συνεργάτης του Πολ Σάμουελσον
Όπως και ο φίλος του και ερευνητικός εταίρος του στο ΜΙΤ, Πολ Σάμουελσον, ο οποίος κέρδισε το Νόμπελ Οικονομικών το 1970, ο Σόλοου υποστήριξε έναν ενεργό ρόλο της κυβέρνησης στη διαχείριση της οικονομίας μέσω της φορολογικής πολιτικής και των δαπανών, ένας τρόπος σκέψης που συνδέεται με αυτή του Βρετανού οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κάινες. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Νόμπελ, Ασσάρ Λίντμπεκ, δήλωσε ότι η ανάλυση του Σόλοου βοήθησε να πειστούν οι ηγέτες των βιομηχανικών χωρών να διαθέσουν περισσότερους πόρους στην εκπαίδευση και την επιστημονική έρευνα.
Ο Σόλοου είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει τις θεωρίες του από τη θέση του ανώτερου οικονομολόγου του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων υπό τον Πρόεδρο Τζον Κέννεντυ. Κέρδισε το Νόμπελ του κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν, τον οποίο επέκρινε για τη δέσμευσή του να μην αυξήσει ποτέ τους φόρους.
Στη συνέντευξη Τύπου μετά την παραλαβή του βραβείου, είπε: «Το καλύτερο πράγμα που μπορείτε να πείτε για τα “Reaganomics” είναι ότι μάλλον συνέβησαν σε μια κρίση απροσεξίας».
Ο Σόλοου συνέβαλε με ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του 2017, «After Piketty: The Agenda for Economics and Inequality», το οποίο αποτελεί συνέχεια της πολυσυζητημένης πραγματείας του Τόμας Πικέτι του 2014 για την ανισότητα του πλούτου, «Capital in the Twenty-First Century».
Στο κεφάλαιό του, με τίτλο «Ο Τόμας Πικέτι έχει δίκιο», ο Σόλοου αποκάλεσε το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και μη πλουσίων μια «δυσοίωνη αντιδημοκρατική τάση». Υποστήριξε την έκκληση του Πικέτι για έναν ετήσιο προοδευτικό φόρο επί του πλούτου, αλλά πρόσθεσε την προειδοποίηση ότι ένας τέτοιος φόρος είχε λίγες πιθανότητες να τεθεί σε ισχύ στις ΗΠΑ, όπου «είμαστε πολιτικά ανίκανοι να διατηρήσουμε ακόμη και έναν φόρο ακίνητης περιουσίας με πραγματικό αντίκρισμα».
Ρόμπερτ Σόλοου: Η υποτροφία και οι σπουδές στο Χάρβαρντ
Ο Ρόμπερτ Μέρτον Σόλοου γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 23 Αυγούστου 1924, ως το πρώτο από τρία παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του, Μίλτον, ασχολούνταν με το διεθνές εμπόριο γούνας. Φοίτησε σε δημόσια σχολεία της Νέας Υόρκης και κέρδισε υποτροφία για το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1940.
Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο το 1942 για να καταταγεί στο στρατό και υπηρέτησε στη Βόρεια Αφρική, τη Σικελία και την Ιταλία μέχρι τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945. Επιστρέφοντας στο Χάρβαρντ, εμβάθυνε στα οικονομικά και έγινε βοηθός έρευνας του Γουόσιλι Λεοντίεφ, του Ρώσου οικονομολόγου που θα κέρδιζε το Νόμπελ το 1973.
Ο Σόλοου πήρε το πτυχίο του το 1947, το μεταπτυχιακό του το 1949 και το διδακτορικό του το 1951. Όλα από το Χάρβαρντ. Εντάχθηκε στη σχολή του ΜΙΤ το 1950 με σχέδιο, όπως είπε αργότερα, να περάσει την καριέρα του διδάσκοντας στατιστική και οικονομετρία.
«Μου έδωσαν το γραφείο δίπλα από τον Πολ Σάμουελσον», έγραψε στην αυτοβιογραφία του για το Ίδρυμα Νόμπελ. «Έτσι άρχισαν αυτά τα σχεδόν 40 χρόνια καθημερινών συζητήσεων για την οικονομία, την πολιτική, τα παιδιά μας, τα λάχανα και τους βασιλιάδες. Αυτό υπήρξε ένα ανυπολόγιστα σημαντικό μέρος της επαγγελματικής μου ζωής. Υποθέτω ότι ήταν αναπόφευκτο να παρασυρθώ ξανά στα “καθαρά” οικονομικά, όπου ανακάλυψα έναν ενστικτώδη μακροοικονομολόγο που αγωνιζόταν να βγει».
Ο Σάμουελσον έφυγε από τη ζωή το 2009.
Ρόμπερτ Σόλλου: Υπήρξε καθηγητής του Μάριο Ντράγκι
Μεταξύ των μαθητών του Σόλοου κατά τη διάρκεια των πολλών χρόνων του στο ΜΙΤ ήταν και ο Μάριο Ντράγκι, ο οποίος αργότερα θα ηγηθεί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και θα γίνει πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Το 1961 η Αμερικανική Οικονομική Ένωση απένειμε στον Σόλοου το μετάλλιο «John Bates Clark», το οποίο απονέμεται στις σημαντικότερες συνεισφορές Αμερικανού οικονομολόγου κάτω των 40 ετών.
Ο Σόλοου πέρασε το 1961 και το 1962 στην Ουάσινγκτον στο προσωπικό του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Κένεντι. Με επικεφαλής τον πρόεδρο Γουόλτερ Χέλερ, η ομάδα αυτών των οικονομολόγων ανέπτυξε την οικονομική πολιτική του Κένεντι και του διαδόχου του, Λίντον Τζόνσον.
Από το 1975 έως το 1980 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Βοστώνης. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Manpower Demonstration Research Corp., η οποία δημιουργήθηκε για να ελέγξει την αποτελεσματικότητα των πολιτικών που αποσκοπούσαν στη βοήθεια των φτωχών.
Συνταξιοδοτήθηκε από το ΜΙΤ το 1995 και έγινε ομότιμος καθηγητής.
Με τη σύζυγό του, Μπάρμπαρα Λιούις, οικονομική ιστορικό που πέθανε το 2014, απέκτησε τρία παιδιά του Τζον, Άντριου και Κάθριν.