THEPOWERGAME
Το όνειρο μεσαίας τάξης στον δυτικό κόσμο συναντά όλο και μεγαλύτερες προκλήσεις, με την οικονομική αυτάρκεια και την αυτονομία στη στέγαση να μην θεωρούνται δεδομένα όσο αυξάνεται το κόστος δανεισμού και διαβρώνεται η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών λόγω υψηλού κόστους διαβίωσης. Αν και υπάρχουν διαφορές από μια χώρα στην άλλη, τα γνωρίσματα είναι κοινά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, όπως οι δυσκολίες στην εξασφάλιση κατοικίας σε προσιτό αντίτιμο.
Ενδεικτικά είναι τα συμπεράσματα από δυο έρευνες που διεξήχθησαν στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Λίγο μετά την ανακοίνωση του φθινοπωρινού προϋπολογισμού στη Βρετανία, το ερευνητικό κέντρο Resolution Foundation ανακοίνωσε πως τα νοικοκυριά στη χώρα θα είναι φτωχότερα κατά 1.900 στερλίνες την εξαετία που λήγει αρχές του 2025. Είναι η πρώτη φορά μετά από 70ετία που θα υπάρξει πτώση των κριτηρίων διαβίωσης στη Βρετανία, με το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών να μειώνεται 3,1% την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2019 έως τον Ιανουάριο του 2025.
Σφυγμομέτρηση που διεξήχθη από την NORC, το κέντρο μελετών του Πανεπιστημίου του Σικάγο, εκ μέρους της Wall Street Journal έδειξε πως μόνον το 36% των ερωτηθέντων θεωρούν πως το αμερικανικό όνειρο παραμένει ζωντανό έναντι του 53% το 2012 και του 48% το 2016. Είναι μια ακόμη έρευνα που καταδεικνύει πως οι Αμερικανοί, ανεξάρτητα της πολιτικής τους ταυτότητας, νιώθουν οικονομικά ευάλωτοι όλο και πιο πολύ. Μολονότι αναγνωρίζουν πως έχει σημειωθεί πρόοδος σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, η αναβάθμιση των κριτηρίων διαβίωσης γίνεται όλο και πιο κοπιαστική. Το ήμισυ των 1.163 ερωτηθέντων είπαν πως οι συνθήκες διαβίωσης στις ΗΠΑ είναι χειρότερες σε σχέση με μια 50ετία πριν έναντι του 30% που θεωρεί πως έχουν βελτιωθεί αμυδρά.
Η άνοδος του πληθωρισμού στις ΗΠΑ ξεπέρασε πέρσι τις μισθολογικές αυξήσεις για δεύτερο συναπτό έτος, ενώ τα επιτόκια στη στεγαστική πίστη βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και δυο δεκαετίες. Κατά συνέπεια, τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης έχουν υποχωρήσει από τα υψηλά επίπεδα του 2004, αν και είναι υψηλότερα σε σχέση με την 30ετία από τη δεκαετία του ‘60 έως τη δεκαετία του ‘90.
Κριτική για τα μέτρα του Σούνακ και του Χαντ
Στη Βρετανία, ο υπουργός Οικονομικών, Τζέρεμι Χαντ, παρουσίασε μέτρα για τη μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων σε νομικά και φυσικά πρόσωπα, συνολικού ύψους 20 δισ. στερλινών, για να αντισταθμίσει τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης. Αν και τα μέτρα αυτά εκλήφθηκαν ως μια απόπειρα της κυβέρνησης του Ρίσι Σούνακ να τονώσει τη δημοτικότητα της, το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Σπουδών της Βρετανίας επεσήμανε πως τελικά οι συνολικές φορολογικές επιβαρύνσεις είναι μεγαλύτερες εάν συμπεριληφθεί το εξαετές πάγωμα που ήδη ισχύει στις φοροαπαλλαγές και τους συντελεστές εισοδήματος, δεδομένης της αύξησης του πληθωρισμού.
Μάλιστα, το Resolution Foundation υπολόγισε πως οι μειώσεις του Χαντ δεν ωφελούν ισομερώς όλες τις κοινωνικές ομάδες. Προκύπτει πως τα εισοδήματα του πέμπτου των πιο ευκατάστατων νοικοκυριών θα ωφεληθούν, κατά μέσον όρο, με 1.000 στερλίνες επιπλέον το 2027-28, ενώ το ένα πέμπτο με τα χαμηλότερα εισοδήματά κατά μόνον 200 στερλίνες.
Όλη αυτή η κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση Σούνακ αντανακλά έως έναν βαθμό μια γενικότερη δυσφορία για τη φθορά του βιοτικού επιπέδου και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, το βιοτικό επίπεδο περίπου στο ήμισυ των κρατών-μελών της ΕΕ επιδεινώθηκε πέρσι παρά το ότι η ανεργία είναι σχετικά χαμηλή – στο 6,5% τον Σεπτέμβριο.
Οι κυβερνώντες καταλαμβάνουν προσπάθειες για περιορίσουν αυτό το φαινόμενο. Αυτός είναι ο σκοπός των διαρθρωτικών κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέτοντας ως στόχο την τόνωση της ανάπτυξης σε περιοχές που βρίσκονται στο περιθώριο. Παράλληλα, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν έχει δρομολογήσει τεράστιες δαπάνες για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής, ειδικότερα, στις τεχνολογίες της πράσινης μετάβασης.