THEPOWERGAME
H δυσμενής κατάσταση της γερμανικής οικονομίας, της μεγαλύτερης στην Ευρωζώνη, συνδέεται άμεσα με την άνοδο της ακροδεξιάς, γεγονός που εντείνει τις πιέσεις στον κυβερνητικό συνασπισμό του Όλαφ Σολτς και προκαλεί ανησυχία στην υπόλοιπη Ευρώπη. Την ώρα που θα πρέπει να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, η ενίσχυση της δημοτικότητας του ακροδεξιού AfD αντανακλά τη δυσφορία των πολιτών της χώρας στην ακρίβεια, την ενεργειακή κρίση, τα προβλήματα στη στέγαση, το υψηλό κόστος των δανείων και τη μεγάλη εισροή μεταναστών και προσφύγων. Τα ποσοστά του AfD κυμαίνονται σήμερα στο 18%, από το 10% που έλαβε σε ψήφους το κόμμα στις εκλογές του 2021.
Μία από τις μεγάλες εκκρεμότητες του κυβερνητικού συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων είναι το κρίσιμο ζήτημα που φρένου στο δημόσιο χρέος, το οποίο ανεστάλη τη διετία 2020-22 εξαιτίας της πανδημίας, αλλά δεν ενεργοποιήθηκε μετέπειτα, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Αν και οι Φιλελεύθεροι (FDP) έχουν ταχθεί υπέρ της επαναφοράς του συνταγματικού κανόνα για το φρένο χρέους, με βάση τον οποίο το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 0,35% του ΑΕΠ, οι Σοσιαλδημοκράτες (SDP) ήδη κάνουν λόγο για πρόσθετες επενδύσεις στην οικονομία, της τάξεως των 100 δισ. ευρώ.
«Με τη χαλάρωση του φρένου χρέους, η Γερμανία θα έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει επενδύσεις 100 δισ. ευρώ, η πλειονότητα των οποίων θα προέλθει από ιδιώτες επενδυτές», δήλωσε ο Λαρς Κλίνγκμπεϊλ, ένας από τους επικεφαλής των SDP, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου που έλαβε χώρα τη Δευτέρα. Από την άλλη πλευρά, ο υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ, παρουσίασε προ μηνών τον προϋπολογισμό για το 2024, βάσει του οποίου οι νέες υποχρεώσεις του Δημοσίου ανέρχονται στα 16,6 δισ. ευρώ και άρα εμπίπτουν στα όρια του φρένου χρέους. Εντούτοις, πηγές του Βερολίνου κάνουν λόγο για ένα κενό χρηματοδότησης 14,4 δισ. ευρώ στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο έως το 2027, εάν είναι να τηρηθεί το φρένο χρέους.
Οικονομικοί αναλυτές θεωρούν απαραίτητη τη στήριξη της γερμανικής οικονομίας, η οποία έχει χάσει το πλεονέκτημα του φθηνού φυσικού αερίου από τη Ρωσία μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, υστερεί στην πράσινη μετάβαση της βαριάς βιομηχανίας και η ανεπάρκεια στην στέγαση φαίνεται να επιμένει, με τις κατασκευαστικές εταιρείες να οπισθοδρομούν από την ανέγερση νέων κατοικιών.
Κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου ο αριθμός των ανέργων παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση εδώ και πάνω από έναν χρόνο, στο 5,8%, αν και το ποσοστό παραμένει χαμηλό. Ακόμη και η απαραίτητη υποχώρηση του πληθωρισμού στο 3,8%, που καταγράφηκε για τον Σεπτέμβριο, αντικατοπτρίζει την υποτονική μεταποιητική δραστηριότητα που οδήγησε σε συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,1% το προηγούμενο τρίμηνο. Αυτή η εξασθένηση επιμένει, με τη βιομηχανική παραγωγή να διολισθαίνει τον Σεπτέμβριο κατά 1,4%, παρατείνοντας μια πτώση επί τέταρτο διαδοχικό μήνα. Θετική είδηση αποτέλεσε, ωστόσο, η απρόσμενη αύξηση των βιομηχανικών παραγγελιών τον Σεπτέμβριο κατά 0,2% από τον προηγούμενο μήνα, έναντι προβλέψεων που ήθελαν πτώση της τάξεως του 1%.
Εξετάζοντας και αναλύοντας τα σενάρια για την επόμενη κυβέρνηση μετά τις εκλογές του φθινοπώρου του 2025, η Berenberg Bank και ο επικεφαλής οικονομολόγος της, Χόλγκερ Σμίτινγκ, καταλήγουν στο ότι μια νέα κυβέρνηση θα απαιτούσε και τη συμμετοχή ενός κεντροαριστερού κόμματος. Οπότε «το φρένο χρέους θα πρέπει να είναι λιγότερο περιοριστικό, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο».
Διαφορετικά, η Γερμανία δεν θα καταφέρει να αυξήσει επαρκώς τις δημόσιες δαπάνες που είναι αναγκαίες για να εκσυγχρονίσει ταυτόχρονα το κράτος, την οικονομία και τον στρατό. «Έχοντας την ισχυρότερη δημοσιονομική κατάσταση έναντι όλων των υπόλοιπων οικονομιών του ανεπτυγμένου κόσμου, η Γερμανία έχει αυτήν τη δυνατότητα εντός κάποιων ορίων», συμπεραίνει ο Σμίτινγκ.