THEPOWERGAME
Μεγεθύνεται η παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις αγορές ομολόγων όσο βρίσκονται σε εξέλιξη τα προγράμματα του Σχεδίου Ανάκαμψης, με το συλλογικό χρέος του κλαμπ των 27 κρατών-μελών να εκτιμάται πως θα φθάσει τα 900 δισ. ευρώ έως το 2026. Μετά από ένα συντηρητικό ξεκίνημα, η Ε.Ε βρίσκεται καθ’ οδόν να μετατραπεί στην 5η μεγαλύτερη αγορά ομολόγων στην Ευρώπη μέσα στα επόμενα χρόνια.
Στον «λογαριασμό» των 900 δισ. ευρώ συνυπολογίζονται δεσμεύσεις της Ε.Ε να συμβάλει στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Σημειωτέον ότι το συνολικό κόστος για τη στήριξη της κυβέρνησης του Κιέβου έχει προσδιοριστεί τουλάχιστον 400 δισ. ευρώ από την Παγκόσμια Τράπεζα, με τους συμμάχους να έχουν υποσχεθεί τη συμπαράστασή τους σε βάθος χρόνου. Μέχρι σήμερα, η συνολική αξία των κοινών ομολόγων της Ε.Ε ανέρχεται στα 450 δισ. ευρώ, αντικατοπτρίζοντας μια σημαντική άνοδο από το 50 δισ. ευρώ που ίσχυαν το 2020.
Οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ε.Ε δεν σταματούν εκεί. Ήδη ο επταετής προϋπολογισμός της Ε.Ε της τάξεως των 1,8 τρισ. ευρώ, ο οποίος χρηματοδοτείται κυρίως από τις συνεισφορές των κρατών-μελών και τους τελωνειακούς δασμούς, κινείται στα όρια του, αναφέρουν ειδήμονες στο πρακτορείο Reuters. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά πως θα υπάρξει ένα «κενό» της τάξεως των 110 δισ. ευρώ που θα πρέπει να αναπληρωθεί έως το 2027.
Οι δαπάνες για τη διεύρυνση της Ε.Ε -μετά τις πρόσφατες αιτήσεις ένταξης από την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη– είναι ένα ακόμα ακανθώδες θέμα. Οι αιτήσεις αυτές προστίθενται ήδη σε αυτές του Μαυροβουνίου, της Σερβίας, της Αλβανίας και των Σκοπίων. Αναλυτές της αγοράς αναρωτιούνται εάν το NextGenerationEU αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση ή εάν σηματοδοτεί μια νέα στρατηγική στο πλαίσιο μιας πιο τολμηρής ενοποίησης; Το ζήτημα αυτό αποτελεί ταμπού για την Ε.Ε και αντανακλά το χάσμα απόψεων ανάμεσα στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Αυστρία που συμμερίζονται μια λιτή δημοσιονομική διαχείριση και της Γαλλίας μαζί με άλλες χώρες-μέλη που ασπάζονται μεγαλύτερη ευελιξία.
Το Ταμείο Ανάκαμψης ή NextGenerationEU, συνολικού ύψους 800 δισ. ευρώ, δημιουργήθηκε με τη λήψη μιας ιστορικής απόφασης από τα κράτη-μέλη το 2020 για την έκδοση κοινών ομολόγων με στόχο τη χρηματοδότηση μιας σειράς προγραμμάτων ώστε να ανακάμψουν οι οικονομίες από την πανδημία και να δοθεί ώθηση στην πράσινη μετάβαση. Όπως δήλωσε ανώνυμα ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος στους Financial Times, «μέχρι τα τέλη του 2026, το χρέος της Ε.Ε θα έχει συσσωρευτεί στα 900 δισ. ευρώ». «Αυτός ο όγκος χρέους θα χρειαστεί αναχρηματοδότηση και θα πρέπει η αγορά αυτή να λειτουργήσει ως ελκυστικός πόλος γι’ αυτόν τον λόγο», προσθέτει στη βρετανική εφημερίδα.
Παραδόξως, η απόδοση των 10ετών ομολόγων της Ε.Ε κινείται στο 3,6% αντί του αντίστοιχου 2,8% της Γερμανίας και του 3,4% της Γαλλίας παρά το ότι βαθμολογούνται με ανώτατη επενδυτική βαθμολογία του τριπλού Α. Δηλαδή είναι υψηλότερη από το διπλό Α της Γαλλίας.
Το γεγονός ότι οι τιμές των ομολόγων της Ε.Ε -οι οποίες, κατά κανόνα, κινούνται αντίθετα από τις αποδόσεις- είναι χαμηλότερες από αυτές των γερμανικών και των γαλλικών ομολόγων αντανακλά την έλλειψη ομοφωνίας της Ε.Ε, τις δυσκολίες στη λήψη αποφάσεων και έτσι επηρεάζει την ελκυστικότητά τους. «Το ζητούμενο είναι να αξιοποιηθούν τα κοινά ομόλογα ως μια μέθοδος για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής και να λειτουργήσει η Ε.Ε ως κράτος;» Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει στους Financial Times ο Αντρές Σάντσεζ Μπαλκάζαρ, επικεφαλής του τομέα ομολόγων της Pictet.