THEPOWERGAME
Μερίδα αναλυτών θεωρεί πιθανή τη μείωση επιτοκίων από τον Μάρτιο του 2024, αμφισβητώντας το αφήγημα που θέλει το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη να διατηρείται υψηλό για μια παρατεταμένη περίοδο. Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από έρευνα του πρακτορείου Bloomberg, καταδεικνύοντας την απόκλιση απόψεων μεταξύ αναλυτών για την πορεία της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη.
Αν και όλοι συμφωνούν πως ο πληθωρισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή των οικονομιών, είναι δύσκολο να διαμορφώσει κανείς άποψη για το πότε θα χαλιναγωγηθεί από το 5,5% του Ιουνίου στον στόχο του 2%. Αν και έχει υποχωρήσει αισθητά από το 10% που ήταν πέρσι το φθινόπωρο, το μακροοικονομικό τοπίο παραμένει ομιχλώδες.
Ούτως ή άλλως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) χαράσσει τη στρατηγική της ανάλογα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μια συνεδρίαση στην άλλη, όπως έχει τονίσει κατ’ επανάληψη η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ. Αν και μια αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης θεωρείται βέβαιη στη συνεδρίαση της 27ης Ιουλίου, το οικονομικό περιβάλλον είναι αρκετά αβέβαιο για να δοθούν κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για τις ακόλουθες συνεδριάσεις.
Ισχυρή ένδειξη της αβεβαιότητας που επικρατεί για την πορεία του πληθωρισμού όχι μόνον στην Ευρωζώνη αλλά και παγκοσμίως είναι η άνοδος των τιμών του σιταριού κατά 10% στο χρηματιστήριο του Σικάγο κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας. Βασικό αίτιο αποτέλεσε η άρνηση της Ρωσίας να ανανεώσει την Πρωτοβουλία της Μαύρης Θάλασσας για τη συνέχιση των εξαγωγών σιτηρών από τη νότια Ουκρανία. Μετά τη ρωσική στην Ουκρανία, οι πληθωριστικές τάσεις στα τρόφιμα και την ενέργεια είναι ιδιαίτερα οξυμένες.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως αν και οι ετήσιες ανατιμήσεις στα τρόφιμα υποχώρησαν στο 12,6% τον Ιούνιο από το 17,5% τον Μάρτιο, παραμένουν υψηλές σε σχέση με επίπεδα χαμηλότερα του 5% που ίσχυσαν από το 2010 έως το 2020. Θετικό ρόλο, ωστόσο, για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού παίζει η υποχώρηση των τιμών ενέργειας κατά 5,6% τον Ιούνιο ύστερα από ένα αντίστοιχο 1,8% τον Μάιο έναντι αυξήσεων έως και 41,5% πέρσι τον Οκτώβριο.
Ένα ακόμη ερώτημα που προβληματίζει την ΕΚΤ αλλά και τις αγορές είναι ο βαθμός που έχουν αφομοιωθεί οι υφιστάμενες αυξήσεις των επιτοκίων από τις οικονομίες της Ευρωζώνης, οι οποίες συνολικά φθάνουν τις 400 μονάδες βάσης. Ένα παράδοξο φαινόμενο που πιθανότατα να μαρτυρά μια ανεπιθύμητη παγίωση των ανατιμήσεων είναι η αύξηση του δομικού πληθωρισμού, (εξαιρουμένης της ενέργειας και των τροφίμων), στο 5,5% τον Ιούνιο από το 5,3% τον Μάιο σε συνάρτηση με την υποχώρηση του γενικού δείκτη των τιμών καταναλωτή στο 5,5% από το 6,1%, αντίστοιχα.
Με τη μεταποίηση στην Ευρωζώνη να παραμένει αδύναμη, οικονομολόγοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για μια μεγαλύτερη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. «Η ΕΚΤ θα πρέπει να βρει έναν τρόπο για να σταματήσει την αύξηση των επιτοκίων στο εγγύς μέλλον ενώ, παράλληλα, να διατηρήσει εν ενεργεία τη ρητορική μιας αυστηρής νομισματικής πολιτικής» σχολίασε ο Κρίστιαν Τόντεμαν, αναλυτής της Dekabank. Πάντως, παρά την αβεβαιότητα για την πορεία του πληθωρισμού, οι συμμετέχοντες στην έρευνα του Bloomberg θεωρούν πως η ΕΚΤ θα χαράξει την κατάλληλη φόρμουλα για να μην εκτροχιαστούν οι οικονομίες της Ευρωζώνης. Πάνω από τα δυο τρίτα είναι βέβαιοι πως η ΕΚΤ δεν θα παρατείνει επικίνδυνα τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, ενώ εννέα στους δέκα θεωρούν πως δεν θα παγώσει πολύ νωρίς τις αυξήσεις των επιτοκίων.