THEPOWERGAME
Οι νέες κάλπες επιβεβαίωσαν και επισφράγισαν το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου. Πρωτιά και αυτοδυναμία για τη ΝΔ με 40,55%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ΣΥΡΙΖΑ, που περιορίζεται στο 17,84% και παραμένει αξιωματική αντιπολίτευση.
Εύλογο το ερώτημα προς τον Γενς Μπάστιαν: Ήταν τόσο καλή η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια ή μήπως ήταν τόσο κακή η αντιπολίτευση;
«Νομίζω ότι είναι ένας συνδυασμός και των δύο» λέει ο Γερμανός αναλυτής. Και εξηγεί: «Πολλοί δεν θέλουν να θυμούνται την κρίση στην Ελλάδα, επιθυμούν να επιστρέψουν σε συνθήκες σταθερότητας και κανονικότητας, θέλουν προβλεψιμότητα για το μέλλον τους. Όλα αυτά τα υποσχόταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πόνταρε σε ένα αφήγημα κρίσης. Ήταν μία πλήρης παρερμηνεία των διαθέσεων της κοινής γνώμης από τον κ. Τσίπρα. Πολλοί ήταν εκείνοι που ψήφισαν ΝΔ για πρώτη φορά στη ζωή τους…».
Όταν η ανάκαμψη φτάνει στη μεσαία τάξη
Ο Γενς Μπάστιαν γνωρίζει καλά την ελληνική πραγματικότητα. Επί 25 ολόκληρα χρόνια -με κάποια διαλείμματα- έζησε και εργάστηκε στην Ελλάδα, ενώ σήμερα είναι ερευνητής στο Γερμανικό Ίδρυμα Επιστήμης και Πολιτικής (SWP), με έδρα το Βερολίνο. Θυμάται τα δύσκολα χρόνια της κρίσης, καθώς μάλιστα συμμετείχε στην Task Force της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει εισέλθει στον δρόμο της ανάκαμψης;
«Υπάρχει πράγματι ανάκαμψη, η οποία διαχέεται όλο και περισσότερο στη μεσαία τάξη» αναφέρει ο Γερμανός αναλυτής. «Νομίζω ότι ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να το επικοινωνήσει αυτό, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να θυμούνται το παρελθόν. Προτιμούν να εστιάσουν στα προβλήματα, αλλά και στις ευκαιρίες του παρόντος και κυρίως του μέλλοντος, για τους ίδιους και για τα παιδιά τους. Σε αυτές τις εκλογές συγκρούστηκαν δύο διαφορετικά αφηγήματα. Ενώ η ΝΔ θέλησε να αναδείξει το μέλλον, ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να στραφεί προς το παρελθόν. Έτσι χάνονται οι εκλογές, ιδιαίτερα στα μεσαία κοινωνικά στρώματα» συνεχίζει.
Μία άλλη παράμετρος στο πολιτικό τοπίο αριστερά του Κέντρου είναι η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να αναβιώσει το δικό του ένδοξο παρελθόν και -σε πρώτη φάση- να διαδεχτεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην ηγεσία της αντιπολίτευσης. «Ο χρόνος θα δείξει, αν θα τα καταφέρει» λέει ο Γενς Μπάστιαν. «Ασφαλώς υπάρχουν μετατοπίσεις ψηφοφόρων στα αριστερά κόμματα. Το ΠΑΣΟΚ ανακάμπτει, προερχόμενο από χαμηλή αφετηρία, αλλά η ανάκαμψή του σταθεροποιείται. Το ΚΚΕ κατάφερε να εξαντλήσει με το παραπάνω τη δεξαμενή των μόνιμων ψηφοφόρων του, ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε πτώση. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς θα κινηθούν όλα αυτά τα αριστερά κόμματα στο Κοινοβούλιο τα επόμενα χρόνια. Πού διαφοροποιείται το ένα από το άλλο, πού εμφανίζουν κοινά σημεία και αν θα τεθεί θέμα ηγεσίας, κάτι που μάλλον αφορά κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ» προσθέτει.
Κατακερματισμός του πολιτικού τοπίου
Η νέα Βουλή είναι διαφορετική από τις προηγούμενες, αν μη τι άλλο γιατί δίνουν το παρών τρία ακροδεξιά κόμματα. Ένα από αυτά, οι «Σπαρτιάτες», θεωρείται μάλιστα «Δούρειος Ίππος» της Χρυσής Αυγής, η οποία θεωρητικά έχει απαγορευτεί. «Το γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης πόνταρε από την αρχή στην αυτοδυναμία και απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας, έχει ένα πολιτικό αντίτιμο» επισημαίνει ο Γενς Μπάστιαν. «Έτσι λοιπόν έχουμε οκτώ κόμματα στο Κοινοβούλιο, εκ των οποίων τα τρία δίνουν την εντύπωση ότι μπορούν να χαρακτηριστούν (εν μέρει) ακροδεξιά ή και νεοφασιστικά. Πιστεύαμε ότι στην Ελλάδα τα είχαμε ξεπεράσει αυτά. Κι όμως, ένα από αυτά τα κόμματα κατάφερε να εκλεγεί από τη φυλακή κατευθείαν στο Κοινοβούλιο. Δεν είναι καλό σημάδι αυτό και νομίζω ότι αμαυρώνει τη φήμη της Ελλάδας» επισημαίνει.
Ένα τελευταίο ερώτημα για τον έμπειρο παρατηρητή των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα μας: Πώς ερμηνεύει ο ίδιος το γεγονός ότι κάθε τόσο εναλλάσσονται στην εξουσία συγκεκριμένες πολιτικές οικογένειες; «Εδώ υπάρχει πράγματι παράδοση, η οποία όμως μάλλον εξασθενεί με τον χρόνο» απαντά ο Γενς Μπάστιαν. Και εξηγεί: «Στο ΠΑΣΟΚ δεν έχουμε πλέον αυτήν την οικογενειακή παράδοση, ενώ βλέπουμε ότι και στη ΝΔ αναλαμβάνει τα ηνία μία γενιά διαφορετική, νεότερη. Είναι μία προσωπική νίκη του κ. Μητσοτάκη. Πιστεύω ότι τόσο στις πρώτες, όσο και στις δεύτερες εκλογές πολλοί ήταν εκείνοι που ήθελαν να δώσουν την ψήφο τους στον κ. Μητσοτάκη, όχι απαραίτητα στη ΝΔ. Επέλεξαν μάλλον συγκεκριμένο πρόσωπο, παρά συγκεκριμένη πολιτική δύναμη».