THEPOWERGAME
Σχεδόν ακατόρθωτη φαίνεται να είναι η έγκριση της επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και Κίνας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ύστερα από τις κυρώσεις που επέβαλε το Πεκίνο εις βάρος ευρωβουλευτών. «Τα αντίποινα της Κίνας είναι απαράδεκτα και θλιβερά», δήλωσε ο επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ, Βλάντις Ντομπρόβσκις. Πρόσθεσε, μάλιστα, πως η προοπτική επικύρωσης της επενδυτικής συμφωνίας θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της κατάστασης και δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ευρύτερη σχέση της ΕΕ με την Κίνα.
Η ΕΕ, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Μεγάλη Βρετανία επέβαλαν αρχές της εβδομάδας συντονισμένα κυρώσεις εις βάρος τεσσάρων Κινέζων αξιωματούχων και της υπηρεσίας ασφάλειας Xinjiang Production and Construction Corps Public Security Bureau, απαγορεύοντας την είσοδο στις χώρες τους και παγώνοντας περιουσιακά στοιχεία, για τις διώξεις και την κράτηση Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ. Είναι η πρώτη φορά που η ΕΕ επέβαλε κυρώσεις εις βάρος της Κίνας για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά τα δραματικά επεισόδια στην πλατεία Τιενανμέν, το 1989. Η κινεζική κυβέρνηση προχώρησε στην αντεπίθεση με αντίποινα εις βάρος δέκα Ευρωπαίων, μεταξύ των οποίων ευρωβουλευτές και πανεπιστημιακοί, με κατηγορίες για «παραπληροφόρηση».
Οπότε οι αρχικές επιφυλάξεις της Ολλανδίας, του Βελγίου αλλά και μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την επενδυτική συμφωνία ΕΕ και Κίνας επιβεβαιώνονται σήμερα προς τη μεγάλη δυσαρέσκεια του Βερολίνου και του Παρισιού που την υποστήριξαν με θέρμη. Αυτή η ανατροπή, παράλληλα, ενισχύει την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης Μπάιντεν πως είναι αναγκαίος ένας ισχυρός συνασπισμός δημοκρατικών δυνάμεων στη Δύση για να αναχαιτίσουν τον αυταρχισμό της Κίνας. Η κέντρο-αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλιστών και των Δημοκρατικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ήδη ξεκαθάρισε πως απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκριση της επενδυτικής συμφωνίας ΕΕ-Κίνας είναι η άρση των κυρώσεων κατά μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Υπό ανάλογο πρίσμα, ο επίτροπος Εμπορίου συμπλήρωσε χθες πως «η ΕΕ καταλαμβάνει κάθε προσπάθεια για να καλλιεργηθεί μια ισορροπημένη σχέση με την Κίνα και η επενδυτική συμφωνία ήταν ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση», αλλά σε κάθε περίπτωση η «οικονομική μας ατζέντα βασίζεται σε αξίες».
Στα τέλη του περσινού έτους, η ΕΕ κατέληξε σε μια καταρχήν επενδυτική συμφωνία με την Κίνα ύστερα από μια επταετία διαβουλεύσεων. Υπόσχονταν στις ευρωπαϊκές εταιρείες μεγαλύτερη πρόσβαση στην κινεζική οικονομία και με δικαιότερους όρους. Στη σχετική τηλεδιάσκεψη συμμετείχε ο Πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, η Γερμανία καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Μανουέλ Μακρόν. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αναφερθεί σε μια επιτυχία για την Ευρώπη διότι ευρωπαϊκές εταιρείες θα μπορούν να δραστηριοποιηθούν σε διάφορους κλάδους της κινεζικής οικονομίας χωρίς να είναι υποχρεωτική η δημιουργία κοινοπραξιών με εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα ή η μεταφορά τεχνολογίας. Στους όρους της συμφωνίας προβλέπεται, επίσης, μεγαλύτερη πρόσβαση των εταιρειών της ΕΕ στην ηλεκτροκίνηση, τα ιδιωτικά νοσοκομεία, τα ακίνητα, τη διαφήμιση και την παροχή υπηρεσιών τεχνολογίας cloud. Το Πεκίνο δεσμεύεται, επίσης, πως θα λειτουργεί με μεγαλύτερη διαφάνεια σε ό,τι αφορά την παροχή επιδοτήσεων σε εγχώριες εταιρείες. Η ΕΕ είχε αναφερθεί τότε σε μια συμφωνία που «επιτυγχάνει ισορροπημένες εμπορικές και επιχειρηματικές ευκαιρίες».
Από τότε, όμως, υπήρχαν αμφιβολίες για τη δέσμευση της Κίνας να κάνει «συστηματικές και διαρκείς προσπάθειες» για την εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων κατά της καταναγκαστικής εργασίας, όπως είχε τονίσει η ΕΕ. Σήμερα, τα αντίποινα του Πεκίνου στοχεύουν, μεταξύ άλλων, τον Γάλλο ευρωβουλευτή Ραφαέλ Γκλυξμάν και τον Γερμανό ομόλογο του Ράινχαρντ Μπυτικόφερ που είναι πρόεδρος της αντιπροσωπείας για τις σχέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την Κίνα. Στη μαύρη λίστα της Κίνας συμπεριλήφθηκε, επίσης, ο ερευνητής Αντριαν Ζεντς, οι εκθέσεις του οποίου για την τύχη των Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του Πεκίνου. Αναλυτές τονίζουν πως είναι προς το συμφέρον της Κίνας να προσεγγίσει την ΕΕ αντί να αποξενωθεί περισσότερο από τη Δύση. Απομένει να εξακριβωθεί πόσο μεγάλο είναι το πολιτικό χάσμα μεταξύ των δυο πλευρών και εάν θα μπορεί να γεφυρωθεί προς όφελος των οικονομιών.